Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση

Nicolas Berdiaeff, Αλήθεια και Αποκάλυψη,
εκδ. Δωδώνη, σελ. 189-202

 

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως σήμερα, ακόμη και οι πιο ορθόδοξες ομολογίες, προτιμούν να ομιλούν πολύ λίγο για τα αιώνια βάσανα της κόλασης. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που ευχαριστιόταν πολύ να κατατρομάζει το ποίμνιο της με την κόλαση, προκειμένου να κρατάει σε υποταγή τις ψυχές, τώρα συμβουλεύει να μη γίνεται πολύ συζήτηση γι' αυτήν. Αν στο παρελθόν ο φόβος της κόλασης κρατούσε τον κόσμο στην Εκκλησία, τώρα τους εμποδίζει να πάνε. Το ύψος που έφθασε η ηθική σκέψη, μπορεί να μετρηθεί με τη στάση της στην ιδέα της αιώνιας κόλασης. Ακόμη δε αποτελεί ένα από τα βασικά εμπόδια για την επιστροφή του αποχριστιανισμένου κόσμου στον Χριστιανισμό. Ο κόσμος προτιμάει να μη διαποτισθεί από θρησκευτικές πίστεις που τον απειλούν με διηνεκή καταδικαστική δουλεία. Υπάρχει αρκετή κόλαση σ' αυτόν τον κόσμο, για να εξασφαλισθεί η επέκταση της και στον άλλο. Σήμερα η πλειονότητα των χριστιανών, όπου ο μεσαιωνικός τρόπος σκέψης τους είναι ξένος, προτιμάει να μην ασχολείται μ' αυτά τα θέματα, αλλά θα ήταν καλό να το έκαμε. Η ιδέα των αιωνίων βασάνων της κόλασης είναι τα φοβερώτερα αποκυήματα μιας τρομοκρατημένης και αρρωστημένης ανθρώπινης φαντασίας. Είναι αισθητή η παρουσία των δυνάμεων των πρωτογόνων ενστίκτων του σαδισμού και του μαζοχισμού, τα οποία δεν έπαιξαν μικρό ρόλο στη θρησκευτική ζωή.

Ίσως η πιο δυσάρεστη όψη του ζητήματος είναι πως η ιδέα της κόλασης συνδέεται με μιαν έννοια, δικαιοσύνης, που προκύπτει από το ένστικτο της εκδίκησης. Το βλέπομε τούτο στον ιερό Αυγουστίνο, στον Γρηγόριο, στον Θωμά τον Ακινάτη και στον Καλβίνο, μολονότι, στον τελευταίο, η δικαιοσύνη παίζει πολύ μικρό ρόλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο δικαϊκός τρόπος κατανόησης του Χριστιανισμού έφθασε στην εσχάτη διατύπωση του. Αν είναι έτσι, τότε η δικαιοσύνη του Ύπατου Δικαστού, ο οποίος επιβάλλει αυτές τις ποινές, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την συνήθη γήινη δικαιοσύνη ενός γήινου δικαστηρίου. Η καταδίκη στην κόλαση επιβάλλεται από έναν παντοδύναμο και οικτίρμονα Θεό, μολονότι είναι ο ίδιος που δημιούργησε το παν, περιλαμβανομένης και της ανθρώπινης ελευθερίας, ο οποίος προέβλεψε το παν και συνεπώς το προκαθώρισε. Μια καταδίκη εις τον αιώνα τον απαντά επιβάλλεται για πράξεις που διεπράχθησαν από ένα αδύνατο πεπερασμένο πλάσμα μέσα σ' ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα πλάσμα που τελεί ολοκληρωτικά υπό την ισχύ του Θεού. Αυτό δεν μας θυμίζει ούτε και την πολύ περιωρισμένη δικαιοσύνη των ανθρώπων, πολύ περισσότερο βεβαίως την θεία δικαιοσύνη. Και αυτός ο ιερός Αυγουστίνος σκεφτότανε, πως όλα τα ανθρώπινα όντα, χωρίς εξαίρεση, δικαίως τιμωρούνται με τα αιώνια βάσανα της κόλασης, μολονότι ο Ύπατος Δικαστής εξαιρεί μερικά από αυτήν την δίκαιη μοίρα σ' αυτούς χορηγεί την λυτρωτική χάρι του, και τους προορίζει να σωθούν. Δύσκολα θα μπορούσε να επινοήσει κανείς κάτι πιο απεχθές.

Επίμονοι υποστηρικτές της κόλασης λέγουν συνήθως πως κανείς μόνος του προορίζεται για την κόλαση, από τη χρήση που κάνει της ελευθερίας του· και πως ο Θεός δε μπορεί να τους φέρει στον ουρανό με τη βία, διότι ο Θεός λέγει - αν και το λέγει με λύπη - δεν θα επιβάλει τον οίκτο του με την βία. Μολονότι τούτο είναι σωστό, συμβαίνει ωστόσο μια μεταφορά στην θεία ζωή σχέσεων που υφίστανται στην γήινη ζωή, και υπάρχει μια ορθολογοποίηση αυτού που είναι εντελώς παράλογο. Αυτή η ορθολογοποίηση είναι ασυμβίβαστη όχι με τον λόγο, ο οποίος μπορεί να βολευτεί αρκετά καλά, όσο με την ηθική αίσθηση, η οποία είναι η αληθής θεία αρχή στον άνθρωπο . Η επίκληση σε βοήθεια της ιδέας της ελεύθερης βούλησης για την υπεράσπιση της κόλασης, σημαίνει παραμερισμό του προβλήματος, αλλά ούτε προσφέρει και καμμιά λύση. Διότι αυτή η ίδια η ιδέα της ελεύθερης βούλησης, είναι έννοια του ποινικού δικαίου, και σαν τέτοια είναι εντελώς ανεφάρμοστη στο θείο μυστήριο, το οποίο μας απασχολεί εδώ. Είναι πρωταρχικής σημασίας να αντιληφθούμε το γεγονός πως η ιδέα της κόλασης στερεί την ηθική ζωή του ανθρώπου από κάθε νόημα, αφού της επιθέτει τη σφραγίδα του τρόμου. Όλη η ζωή βιώνεται σε κατάσταση τρόμου και ο φοβισμένος άνθρωπος θα συμφωνήσει με ο,τιδήποτε, προκειμένου να αποφύγει τα βάσανα της κόλασης. Τούτο αφαιρεί κάθε αξία και κάθε αξιοπρέπεια από την πνευματική ζωή.

Είναι προφανές πως η ιδέα της κόλασης, για την οποία υπάρχει ψυχολογική βάση, είχε πάνω απ' όλα πειθαρχική, κοινωνιολογική και πολιτική σημασία, όπως το ίδιο αληθεύει και για την σκληρή ποινική νομοθεσία. Είναι προς τιμήν του Σέργιου Β ulgakov, που επαναστατεί αποφασιστικά κατά της ιδέας της αιώνιας κόλασης, στον τρίτο τόμο του συστήματος της Δογματικής Θεολογίας του. Έτσι συνεχίζει την παράδοση της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας και εκφράζει την ρωσική ιδέα (1). Κατ' αυτόν, μια αιώνια κόλαση σημαίνει αποτυχία του Θεού. Είναι η ήττα του Θεού από τις δυνάμεις του σκότους. Αρκετά παλαιότερα υποστήριξα την ιδέα πως «αιώνια» βάσανα, δεν σημαίνουν μιαν ατελεύτητη περίοδο χρόνου, αλλά απλώς ένταση του πόνου, που δοκιμάζεται σε μιαν ωρισμένη χρονική στιγμή. Κατά την άποψη του Σέργιου Β ulgakov το κακό δεν έχει βάθος και, θα λέγαμε, αυτοεξαντλείται και αυτοκαταστρέφεται· κατά την γνώμη του η ιδέα της αιωνιότητας της κόλασης δε μπορεί να γίνει δεκτή από τη συνείδηση. Θα έλεγα πως είναι απαράδεκτη όχι από τον εμπειρικό άνθρωπο, άλλα από τον υπερβατικό. Περαιτέρω, θα έλεγα πως γνωρίζουμε πολύ καλά την εμπειρία της κόλασης, αλλά η θρησκευτική πίστη συνίσταται στο γεγονός ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια. Πίστη στην κόλαση σημαίνει απιστία. Σημαίνει πως έχουμε περισσότερη πίστη στον Διάβολο παρά στον Θεό. Η κόλαση είναι μια εξωτερική ιδέα.

Αυτοί που υπερασπίζονται την θεωρία της κόλασης, συνήθως επικαλούνται τα κείμενα των Ευαγγελίων, και τούτο θεωρείται ως πολύ ισχυρό επιχείρημα. Πρόκειται για τη γλώσσα των Ευαγγελίων και για το αλάθητο των κειμένων των Ιερών Γραφών. Αυτή η γλώσσα ήταν σχετική και προσαρμόσθηκε στις περιστάσεις που ο Χριστός έζησε και δίδαξε, στις παραδοσιακές και θρησκευτικές ιδέες που ήταν συμπαθείς σ' αυτό το περιβάλλον. Οι παραβολές, που είναι πρωταρχικής σημασίας για το θέμα που μας απασχολεί, διατυπώθηκαν με τη γλώσσα και τις έννοιες των ιουδαϊκών κύκλων της εποχής. Επί πλέον, οι παραβολές προϋποθέτουν και μια κοινωνική τάξη ( order ) που δεν υπάρχει πλέον· στα Ευαγγέλια το θείο φως θραύεται και σκοτεινιάζει μέσα σ' αυτό το περιωρισμένο ανθρώπινο περιβάλλον. Στα Ευαγγέλια λάμπει ένα απόλυτο και αιώνιο φως, αλλά υπάρχουν και ωρισμένα πράγματα μικρά και απαράδεκτα, που χρειάζονται επεξήγηση. Δε χρειάζεται να σημειώσω πως η φράση «εις τους αιώνας των αιώνων» δεν εννοεί αιωνιότητα, αλλά μόνο μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο χρόνου . Το σπουδαιότερο σημείο είναι πως ο κόσμος εκείνη την εποχή πίστευε στα βάσανα της κόλασης και ήταν απαραίτητο να του μιλήσεις στη γλώσσα που καταλάβαινε. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού περιελάμβανε όλους τους περιορισμούς αυτής της φύσης, εκτός από την αμαρτία.

Η κατά γράμμα παραδοχή των κειμένων του Ευαγγελίου, όχι μόνον οδηγεί στις αντιφάσεις που η βιβλική κριτική αποκαλύπτει, αλλά επί πλέον δε μπορεί να συμβιβασθεί με το υψηλότερο επίπεδο ηθικής συνείδησης που επετεύχθη με την επίδραση του ιδίου του Χριστιανισμού, καθώς αυτή δούλευε κάτω από την επιφάνεια της ζωής. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να υπάρχει ένας πνευματικός εσωτερικός τρόπος ανάγνωσης των Ευαγγελίων. Υπάρχει ένα αιώνιο πνευματικό Ευαγγέλιο και σε σχέση μ' αυτό, η σημασία του ιστορικού Ευαγγελίου δεν είναι απόλυτη. Στην ιστορία του Χριστιανισμού έλαβε χώρα η αντικειμενοποίηση του Ευαγγελίου, προσαρμόσθηκε προς την κοινωνική οργάνωση της Εκκλησίας. Αλλά πίσω απ' αυτό υπάρχει ακόμη το μέγα βάθος που κείται έξω από την αντίθεση αντικειμένου και υποκειμένου και έξω από αυτό που εξυπηρετεί, από κοινωνική άποψη. Σ' αυτό το μέγα βάθος το πρόβλημα της κόλασης διατυπώνεται κατά ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, πέρα από τον εκφοβισμό ο οποίος ε δικαιολογείτο σαν μέτρο εκπαίδευσης και πειθαρχίας. Πρόκειται για τούτο το σημείο: Η Χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία φόβου; Η θρησκεία εν γένει στηρίζεται στον φόβο; Μπορεί να υπάρξει μια οριστική υπερνίκηση του φόβου;

Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχολογία και την οντολογία της κόλασης. Μια ψυχολογία της κόλασης είναι παραδεκτή, ακόμη και αναγκαία. Ο άνθρωπος έχει κάποια εμπειρία της κόλασης, ζει μέσω των μαρτυρίων της. Αλλά η οντολογία της κόλασης, καθώς επιθυμούν να την κατασκευάσουν, είναι αδύνατη και απαράδεκτη. Είναι ένα από τα πιο άσχημα και αποκρουστικά πράγματα που σχηματίσθηκαν στο ανθρώπινο μυαλό. Ο άνθρωπος όχι μόνο συχνά δημιουργεί μια κόλαση στην επίγεια ζωή, αλλά την κατασκευάζει και στο κεφάλι του, και στην εκείθεν αιώνια ζωή. Μολύνει και σκοτεινιάζει το φως της αποκάλυψης με τα ίδια του τα σκοτάδια. Στο χώρο της κόλασης δεν υπάρχει ούτε μια μόνη θεία ακτίνα, μολονότι ο Θεός πρέπει να καλύπτει το παν. Ένας καλός Καθολικός, γεμάτος από αγάπη, μου εί πε κάποτε πως ο Θεός έκαμε την κόλαση ωσάν μια ειδική σφαίρα, ωσάν μια φυλακή έτοιμη γι' αυτούς που θα καταδικάζονταν, αλλά δεν ξέρουμε αν υπάρχουν πολλοί που την κατοικούν, ίσως να μην υπάρχει ούτε ένας. Οι προθέσεις αυτού του ανθρώπου ήσαν όσο γίνεται ανθρώπινες και αγαπητές, αλλά η ιδέα του ήταν φοβερή και έτοιμη να προκαλέσει την αθεΐα στην πιο ακραία μορφή της. Η κατασκευή μιας φυλακής γι' αυτούς που ήσαν καταδικασμένοι για πάντα, αποτελούσε μέρος του θείου σχεδίου κατά την δημιουργία του κόσμου. Αν είναι έτσι, ο Θεός μπορούσε να προβλέψει τον αριθμό των καταδικασμένων που θα ρίχνονταν στη φυλακή. Αυτή η φυλακή προσλαμβάνει οντολογική σημασία. Και σε τελευταία ανάλυση, η φυλακή ανήκει στο Βασίλειο του Θεού, ακριβώς όπως σε τελευταία ανάλυση και οι φυλακές του Βασιλείου του Καίσαρα ανήκουν στο Βασίλειο του Θεού. Η φυλακή εκφράζει την υψίστη δικαιοσύνη.

Αλλά αν αρνηθούμε αυτόν τον τρόπο κατανόησης της δικαιοσύνης ως πολύ γήινο, ως τρόπο ανήκοντα στον Καίσαρα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ιδέα της κόλασης χωρίζει τον κόσμο και την ανθρωπότητα σε δύο μονίμως αντιτιθέμενα τμήματα - Το Βασίλειο του Θεού και το κράτος του καλού από τη μια μεριά και το Βασίλειο του διαβόλου και το κράτο ς της κόλασης από την άλλη. Το Βασίλειο της κόλασης συνυπάρχει με το Βασίλειο του Θεού. Και τούτο προφανώς εισέρχεται στο σχέδιο της δημιουργίας. Ο Θεός δε μπορεί να υπερνικήσει το σκότος της κόλασης. Ακόμη και στο επίπεδο μιας ανθρώπινης κατασκευής υπάρχει κάποια πρόβλεψη. Πολύ περισσότερο πρέπει να υπάρχει στο θειο σχέδιο. Αλλά υπάρχει αυτή η διαφορά: η ανθρώπινη πρόβλεψη δεν είναι προκαθορισμός, εξ αιτίας των περιορισμών της ανθρώπινης δύναμης, ενώ η θεία πρόβλεψη είναι πάντοτε προκαθορισμός. Δεν υπάρχει χρόνος για τον Θεό. Αυτό που ο άνθρωπος σκέφτεται πως είναι πιθανόν να συμβεί, για τον Θεό ήδη πραγματώνεται αιωνίως· δηλαδή τα βάσανα της κόλασης είναι ήδη πραγματικότητα, αφού αποτελούσαν τμήμα στο σχέδιο της δημιουργίας. Υπάρχουν επιβιώσεις μανιχαϊσμού στην θεωρία της κόλασης, και μάλιστα με κάποια χειροτέρευση, σε σύγκριση με τον μανιχαϊσμό. Ο καλός Θεός εν τέλει δεν υπερνικά τον κακό Θεό.

Δεν υπάρχει κοινό πεπρωμένο για την ανθρωπότητα· και ένας αιώνιος διαχωρισμός της είναι συγγενής. Είτε θα ριχτώ στην κόλαση και οι καλοί φίλοι μου θα πάνε στον παράδεισο, ή θα ριχτούν στην κόλαση κι εγώ θα πάω στον παράδεισο. Αλλά καμμιά από αυτές τις λύσεις δε μπορεί να γίνει δεκτή από την συνείδηση. Οι άνθρωποι πρέπει να σωθούν όλοι μαζί. Είναι προς μεγίστη τιμή των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας Ωριγένη και Γρηγορίου, που απέρριψαν την πίστη στην αιώνια κόλαση και επί πλέον παραδέχθηκαν πως και ο διάβολος μπορεί να σωθεί. Αλλά η γνώμη του Ωριγένη -καταδικάσθηκε από την ωργανωμένη ορθοδοξία. Δεν αγιοποιήθηκε, μολονότι στη ζωή του ήταν άγιος και μάρτυρας. Και ο ’γιος Γρηγόριος Νύσσης, που κήρυσσε πως η σωτηρία δε μπορεί παρά να είναι κοινή εμπειρία ευφροσύνης, πέρασε στη σιωπή. Ο ιερός Αυγουστίνος, που ήταν ένας από τους ιδρυτές της κόλασης, ευφημείται από όλη την χριστιανική Ευρώπη, καθολική και διαμαρτυρόμενη. Όλη η σκέψη η σχετική με το ζήτημα της κόλασης τηρήθηκε μέσα στα όρια των ανθρώπινων ορθολογικών εννοιών, όπως συνέβη με κάθε οντολογία. Απετέλεσε ορθολογοποιημένη μορφή της ανθρώπινης θηριωδίας. Σε αντίθεση προς αυτά, θα λέγαμε, σε καντιακή φρασεολογία, πως η ανυπαρξία της κόλασης είναι ένα ηθικό αίτημα.

 

II

Η ιδέα της κόλασης συνδέεται στενά με το παράδοξο του κακού. Μολονότι πάρα πολλοί προσπάθησαν να ορθολογοποιήσουν το ψυχολογικό και ηθικό πρόβλημα του κακού, ποτέ τους εν τούτοις δεν κατώρθωσαν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια. Το κακό αποτελεί σκάνδαλο όχι μόνο για τον άνθρωπο άλλα και για τον Θεό. Διότι, σχεδόν αναπόδραστα, ο Θεός θεωρείται υπεύθυνος για το κακό. Ο διάβολος, που είναι μια πολύ ασαφής μορφή, γίνεται όπλο στα χέρια του Θεού, και μέσω του διαβόλου εμπραγματώνονται οι σκοποί της Πρόνοιας. Έτσι λειτουργεί στο βιβλίο του Ιώβ, και αυτή η άποψη εκτίθεται στον πρόλογο του Faust . Δεν αποδίδεται ανεξάρτητη δύναμη στον διάβολο· δε μπορεί να κάμει τίποτα το δημιουργικό. Το κακό είναι αρνητικό και έχει μια ψεύτικη δύναμη, απλώς γιατί κλέβει από το καλό. Ωστόσο, ο διάβολος επέτυχε να γίνει ο πρίγκηπας αυτού του κόσμου και ο κυβερνήτης του. Σ' αυτόν τον εκπεσμένο κόσμο το κάθε τι προέρχεται πολύ περισσότερο από τον διάβολο παρά από τον Θεό. Αλλά αυτό που είναι ακόμη σπουδαιότερο και πιο φοβερό είναι πως ο διάβολος πετυχαίνει να δημιουργήσει το αιώνιο βασίλειο του σκότους και του πόνου, δηλαδή την κόλαση. Η κόλαση είναι μια αναμφίβολη επιτυχία του διαβόλου και μια αποκάλυψη της δύναμης του. Αλλά εν τούτοις παραμένει παράδοξο το ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να θεωρούν την κόλαση, με τα αιώνια βάσανα της, σαν ένα τμήμα του Βασιλείου του Θεού, όπου η ποινική δικαιοσύνη ευδοκιμεί και θριαμβεύει. Αυτό μας οδηγεί να παραδεχθούμε πως ο Θεός ήθελε στην αιωνιότητα μια κόλαση και ένα κακό, σαν κι' αυτό που οδηγεί στην κόλαση , διότι το κακό είναι η συνέπεια της ελευθερίας που ο Θεός παρεχώρησε στα πλάσματα του.

Η ελευθερία είναι ένα πράγμα μοιραίο για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει ορθολογική έξοδος από την αντίφαση που περικλείεται. Η θεολογική σκέψη περιπλέκεται σε αντιφάσεις γιατί χρησιμοποιεί έννοιες παρμένες από τη ζωή αυτού του κόσμου και που ταιριάζουν μόνον σ' αυτόν τον κόσμο, και ύστερα τις εφαρμόζει στη θεία ζωή. Η κόλαση ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο και όχι στον επέκεινα, ακριβώς όπως και το κακό ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο. Στην ουσία, το κακό είναι παράδοξο και η παράδοξη φύση του φαίνεται από το γεγονός πως το κακό μπορεί να αποτελέσει τον δρόμο για το καλό, ενώ ο αγώνας εναντίον του κακού μπορεί να είναι ο ίδιος κακός. Ο υπαρξιακός και μη ορθολογικός τρόπος κατανόησης του κακού συνίσταται στο να εκληφθεί τούτο ως δοκιμασία της ελευθερίας. Αυτό καθόλου δεν συνδέεται με την ιδέα μιας οντολογίας εκφρασμένης με έννοιες. Είναι περιγραφή μιας πνευματικής εμπειρίας. Ίσως να πούνε πως τούτο αποτελεί δικαίωση του κακού. Αλλά στην πραγματικότητα μια πολύ μεγαλύτερη δικαίωση του κακού βρίσκεται στη βεβαίωση πως ο Θεός το χρησιμοποιεί για τις επιδιώξεις του καλού, για την εξασφάλιση του θριάμβου της δικής του δικαιοσύνης. Η δοκιμασία του κακού είναι δοκιμασία των βασάνων και του πόνου.

Αλλά η ελευθερία προϋποθέτει την εμπειρία του κακού. Το υποχρεωτικό καλό, το καλό που επιβάλλεται με την βία, θα μπορούσε να γίνει μέγιστο κακό. Ο Dostoyevsky έδειξε πως το καταλάβαινε τούτο καλλίτερα από τον καθένα, με τον τρόπο που περιγράφει τις Ουτοπίες που υπόσχονται να φέρουν τον επίγειο παράδεισο, στην διαλεκτική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Πάνω απ' όλα, είναι απαραίτητη η διαμαρτυρία εναντίον όλων αυτών, όπως και εναντίον του χωρισμού του κόσμου σε δυο τμήματα, στον κόσμο του φωτός και του καλού, και στον κόσμο του σκότους και του κακού. Αυτές οι διακρίσεις ετοιμάζουν το δρόμο προς την κόλαση, και έτσι καθορίζεται η ηθική της κόλασης. Επίσης, η ηθική της κόλασης κυριαρχεί και σ' αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τις θρησκευτικές πίστεις. Συχνά ανήκουν στους επαναστάτες, όπως είναι οι μαρξιστές. Το ηθικό παράδοξο του κακού συνίσταται σε τούτο: ό τι φανερώνεται σ' αυτούς που αντιπροσωπεύουν το καλό, που καταπολεμούν το κακό με μια κακή και ανοικτίρμονη στάση μίσους προς αυτούς που είναι το κακό και που εκλαμβάνονται ως κακοί, προς αυτούς που, επί παραδείγματι, θεωρούνται εχθροί. Έτσι ο αγώνας εναντίον του κακού μετατρέπεται σε κακό. Στο ό νομα της αρετής και της δικαιοσύνης βασανίζουν τον κόσμο. Στο όνομα του ανθρωπισμού ενεργούν απάνθρωπα. Από τους εχθρούς της ελευθερίας, πραγματικούς ή φανταστικούς, στερούν την ελευθερία και τους μεταχειρίζονται με τη βία. Τους μισαλλόδοξους τους μεταχειρίζονται με μισαλλοδοξία κι' αυτούς που πυροβολούν τους πυροβολούν.

Είναι ένα ηθικό παράδοξο από το οποίο δεν υπάρχει έξοδος, είναι έκφραση του παραδόξου του κακού. Βεβαίως πρέπει κανείς να αγωνίζεται εναντίον του κακού. Το κακό πρέπει να καεί, αλλά πρέπει να καεί το κακό και όχι οι κακοί άνθρωποι. Αυτοί που αγωνίζονται εναντίον του κακού, δεν επιθυμούν οι κακοί άνθρωποι να απαλλαγούν από το κακό. Και συχνά αυτό που επιθυμούν είναι ο εξαφανισμός των κακών ανθρώπων μαζί με τα κακά. Τούτη είναι η ηθική της κόλασης, μια προετοιμασία της αιώνιας κόλασης για τους κακούς ανθρώπους. Ο Δάντης τοποθέτησε τους εχθρούς του στην κόλαση· γι' αυτό ο Fedorov τον ωνόμασε εκδικητικό συγγραφέα. Αλλά ο φοβερός κόσμος της Δαντικής κόλασης δε μπορεί να επανιδρυθεί σήμερα. Είναι δυνατό να έχουμε μια ηθική της αντικόλασης, η όποια δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόρριψης ανθρώπων στην κόλαση και επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, η οποία πιστεύει στο φωτισμό και την μεταμόρφωση, όχι μόνον των κακών, όχι μόνο του Κάιν και του Ιούδα, αλλά και του ίδιου του διαβόλου· δηλαδή, επιθυμεί την κοινή αδελφική σωτηρία και αναγνωρίζει την ευθύνη όλων για όλους. Τα άνθη μπορούν να ανθούν πάνω από την λάσπη και την βρώμα, αλλά τούτο συμβαίνει γιατί ο σπόρος της αιώνιας ζωής ρίχτηκε σ' αυτό το έδαφος. Ακόμη και από τα ύψη της προόδου του ο άνθρωπος είναι δυνατόν να δοκιμάσει μια νέα καταβύθιση στην υλη, αλλά αυτή η καταβύθιση δεν μπορεί να είναι οριστική για το ανθρώπινο πεπρωμένο.

Η ιδέα της κόλασης είναι έννοια του ψεύτικου θρησκευτικού ατομικισμού και του υπερβατικού εγωισμού. Αυτή η σατανική έννοια προκύπτει από μια κακή και διεφθαρμένη μορφή της ιδέας της δικαιοσύνης κι έτσι γίνεται σαφής η προέλευση της ιδέας της δικαιοσύνης· είναι το αίσθημα της εκδίκησης, όπως πολλοί κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν. Η εκδίκηση έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην θρησκευτική πίστη και στις ηθικές ιδέες. Ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι δεν απελευθερώθηκαν από την έννοια του εκδικητή Θεού. Ακόμη και η γλώσσα των Ευαγγελίων δεν είναι παντελώς απελευθερωμένη απ' αυτήν την έννοια. Από άποψη μεταφυσική πρέπει να πούμε πως η κόλαση υπάρχει μόνο στον χρόνο και δείχνει την αδυναμία εξόδου από τον χρόνο. Δεν μπορεί να μεταφερθεί στην αιωνιότητα· η μόνη αιωνιότητα που υπάρχει είναι η θεία αιωνιότητα. Το κακό είναι απλώς μια δοκιμασία, αλλά μια φοβερή δοκιμασία. Η ζωή του ανθρώπου, η ζωή του κόσμου, δεν πρέπει να νοηθεί ως ποινική διαδικασία, αλλά ως τραγωδία. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει την πραγματική τραγωδία είναι ο συνδυασμός του μοιραίου και της ελευθερίας. Η αρχαία υποδούλωση του ανθρώπου αντικατοπτρίζεται στο νομικιστικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού και στη δικανική ερμηνεία του κακού. Βεβαιώνεται η ελευθερία βούλησης, προκειμένου να εμφανισθεί η ετυμηγορία δίκαιη. Κατά τον τραγικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού αυτή η υποδούλωση υπερνικάται πλήρως, διότι υποθέτει την ελευθερία και η ελευθερία προκαλεί την τραγική σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τραγικό στοιχείο στην ιδέα της αιώνιας κόλασης, είναι η έννοια μιας δίκαιης νομικής καταδίκης, ακόμη κι' όταν νοείται ως καταδίκη που προέκυψε όχι από την εξωτερικότητα, αλλά από εσωτερικότητα. Απ' αυτήν την άποψη η νομική ετυμηγορία γίνεται δεκτή με μιαν έννοια αισιόδοξη. Οι λαοί, και ειδικώτερα οι λαοί της Δύσης, είναι πολύ προσκολλημένοι στην ιδέα της ριζικής τιμωρίας και νιώθουν ικανοποίηση όταν την σκέφτονται. Τούτο είναι αποκρουστικό· ωστόσο δείχνει πως η κόλαση γίνεται δεκτή χωρίς καμμιά αίσθηση τραγωδίας, αλλά μάλλον με ικανοποίηση.

Η ιδέα της μετεμψύχωσης προσφέρεται ως αντίθεση προς τη δαιμονική ιδέα του αιώνιου πόνου, η οποία είναι εξωτερική, επινοηθείσα προς το συμφέρον της οργάνωσης της θρησκευτικής κοινωνίας - οργάνωση που παρουσιάζει μιαν ωμή αντικειμενοποίηση της υπαρξιακής κοινωνίας. Από ηθική άποψη αποτελεί βελτίωση της ιδέας της αιώνιας κόλασης, άλλα δεν είναι ωστόσο ελεύθερη από το νομικίστικο τρόπο κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα των αρετών ή των αμαρτιών της προηγούμενης ενσάρκωσης. Ο ηθικός νόμος αντικειμενοποιείται στον κοσμικό νόμο, και δεν υπάρχει τρόπος εξόδου από τον χρόνο προς την αιωνιότητα· η μετενσάρκωση τελεί υπό το κράτος του κοσμικού χρόνου. Το Κάρμα (2) είναι νόμος και δε γνωρίζει την χάρι, την εν χάριτι αναγέννηση σε μια στιγμιαία έλλαμψη του υπαρξιακού χρόνου, όπως συνέβη με τον μετανοημένο ληστή. Η αρχαία σοφία των Ινδιών θεωρούσε τη μετενσάρκωση ως δυστύχημα από το οποίο πρέπει κανείς να διαφύγει δια της ενώσεως του με το Βράχμα. Ίδια είναι και η στάση του Βουδδισμού. Οι σύγχρονοι δυτικοί θεόσοφοι έδωσαν μιαν αισιόδοξη στροφή στην ιδέα της μετενσάρκωσης.

Η αναγέννηση μέσα στο ίδιο σχήμα πραγμάτων, δηλαδή σε τούτη την επίγεια ζωή και στην ιστορία της, συγκρούεται με την ιδέα του προσώπου, με την ανεπανάληπτη μοναδική προσωπικότητα του ανθρώπου, όπου και το ανθρώπινο σώμα έχει τη θέση του. Μετενσάρκωση σε έναν αριθμό σφαιρών, αναγέννηση σε διαφορετικούς πνευματικούς κόσμους, είναι άλλο ζήτημα. Και κατά τη γνώμη μου είμαστε υποχρεωμένοι να το παραδεχθούμε. Αφού η έννοια, σύμφωνα με την οποία ο αιώνιος προορισμός του ανθρώπου τελικώς καθορίζεται από την σύντομη περίοδο της ζωής του ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο, σε τούτο το επίγειο σχήμα πραγμάτων, και σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι πιασμένος σε μια παγίδα που του στήθηκε, είναι παντάπασι απαράδεκτη. Υπάρχει βεβαίως ένα πράγμα, όπως είναι η ανάμνηση προηγουμένων μετενσαρκώσεων ως υπαρξιακή εμπειρία, αλλά καθίσταται αόριστη και σκοτεινή με την σύγχυση των διαφόρων σφαιρών ύπαρξης που δε μπορούν να τηρηθούν εντελώς χωριστά ή να ριζωθούν η μια μέσα στην άλλη. Μπορώ να νιώσω έναν ειδικό δεσμό με ωρισμένες ιδιαίτερες χρονικές περιόδους του παρελθόντος και για κάποιους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν, αλλά δεν είναι απαραίτητο να το ερμηνεύσω τούτο κατά έναν ωμό εμπειρικό τρόπο. Από μιαν άποψη, το παρελθόν μου είναι παρελθόν του κόσμου και ανήκα στο τάδε τμήμα του χρόνου περισσότερο από όσο σε άλλα. Τούτο είναι η πιο μυστηριώδης πλευρά της ζωής. Αλλά η λαϊκή ιδέα της μετενσάρκωσης, η οποία έχει τις ρίζες της στις αρχαίες πίστεις της ανθρωπότητας, αποτελεί μορφή αντικειμενοποίησης και ορθολογοποίησης της εσχατολογικής ιδέας.

Αυτό που χρειάζεται είναι η αποκάθαρση της Χριστιανικής σκέψης από τον χρησιμοθηρισμό που την κατακαλύπτει και που την εξαναγκάζει να διατυπωθεί σε δόγμα, μολονότι τα δόγματα κατά βάσιν είναι μόνο μυστικά γεγονότα. Η διαμάχη μεταξύ Fénélon και Βossuet για την ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό, ήταν μια από τις μορφές του αγώνα για την υπερνίκηση του θρησκευτικού χρησιμοθηρισμού. Ο Bossuet ήταν ακραίος αντιπρόσωπος αυτού του χρησιμοθηρισμού, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των θεολόγων. Ο Γιανσενισμός ήταν μια άλλη μορφή νομικίστικου τρόπου κατανόησης των πραγμάτων. Η ιδέα των αιωνίων πόνων της κόλασης είναι η τελική έκφραση της νομικίστικης και χρησιμοθηρικής κατάστασης του πνεύματος των θρησκευτικών ανθρώπων. Οι πραγματικοί μυστικοί υψώθηκαν επάνω από αυτή την εξωτερική ιδέα, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στα συμφέροντα της κοινωνικής οργάνωσης. Η πνευματική ανάρρωση από την ιδέα της κόλασης αποτελεί μιαν από τις μεγαλύτερες στιγμές στη νέα και αποκαθαρμένη χριστιανική σκέψη, στον Χριστιανισμό του πνεύματος. Τούτο θα υποκαταστήσει την παλαιά ιδέα της ανταπόδοσης και της απονομής αμοιβών και τιμωρίας. Η αντίληψη της επίδρασης του εσωτερικού φωτισμού, της μεταμόρφωσης, της επίτευξης πληρότητας και ομοιότητας προς τον Θεό, όλα αυτά που συνεπάγεται η οδός του πόνου, θα αντικαταστήσουν την ιδέα της κόλασης.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Με πολλές ιδέες του Bulgakov διαφωνώ ριζικώς.

(2)Κάρμα: Διδασκαλία της ινδικής φιλοσοφίας σύμφωνα με την οποία θοι πράξεις του ανθρώπου καθορίζουν την τύχη του, στις διαδοχικές μετεμψυχώσεις. Βράχμα: Η απρόσωπη, πανθεϊστική κοσμική ψυχή, το Απόλυτο, όπου η ένωση μαζί του αποτελεί τον ύψιστο σκοπό των Ουπανισάδων.

Μτφρ. Χρήστου Μαλεβίτση

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση
Nicolas Berdiaeff, Αλήθεια και Αποκάλυψη,
εκδ. Δωδώνη, σελ. 189-202
 
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως σήμερα, ακόμη και οι πιο ορθόδοξες ομολογίες, προτιμούν να ομιλούν πολύ λίγο για τα αιώνια βάσανα της κόλασης. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που ευχαριστιόταν πολύ να κατατρομάζει το ποίμνιο της με την κόλαση, προκειμένου να κρατάει σε υποταγή τις ψυχές, τώρα συμβουλεύει να μη γίνεται πολύ συζήτηση γι' αυτήν. Αν στο παρελθόν ο φόβος της κόλασης κρατούσε τον κόσμο στην Εκκλησία, τώρα τους εμποδίζει να πάνε. Το ύψος που έφθασε η ηθική σκέψη, μπορεί να μετρηθεί με τη στάση της στην ιδέα της αιώνιας κόλασης. Ακόμη δε αποτελεί ένα από τα βασικά εμπόδια για την επιστροφή του αποχριστιανισμένου κόσμου στον Χριστιανισμό. Ο κόσμος προτιμάει να μη διαποτισθεί από θρησκευτικές πίστεις που τον απειλούν με διηνεκή καταδικαστική δουλεία. Υπάρχει αρκετή κόλαση σ' αυτόν τον κόσμο, για να εξασφαλισθεί η επέκταση της και στον άλλο. Σήμερα η πλειονότητα των χριστιανών, όπου ο μεσαιωνικός τρόπος σκέψης τους είναι ξένος, προτιμάει να μην ασχολείται μ' αυτά τα θέματα, αλλά θα ήταν καλό να το έκαμε. Η ιδέα των αιωνίων βασάνων της κόλασης είναι τα φοβερώτερα αποκυήματα μιας τρομοκρατημένης και αρρωστημένης ανθρώπινης φαντασίας. Είναι αισθητή η παρουσία των δυνάμεων των πρωτογόνων ενστίκτων του σαδισμού και του μαζοχισμού, τα οποία δεν έπαιξαν μικρό ρόλο στη θρησκευτική ζωή.
Ίσως η πιο δυσάρεστη όψη του ζητήματος είναι πως η ιδέα της κόλασης συνδέεται με μιαν έννοια, δικαιοσύνης, που προκύπτει από το ένστικτο της εκδίκησης. Το βλέπομε τούτο στον ιερό Αυγουστίνο, στον Γρηγόριο, στον Θωμά τον Ακινάτη και στον Καλβίνο, μολονότι, στον τελευταίο, η δικαιοσύνη παίζει πολύ μικρό ρόλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο δικαϊκός τρόπος κατανόησης του Χριστιανισμού έφθασε στην εσχάτη διατύπωση του. Αν είναι έτσι, τότε η δικαιοσύνη του Ύπατου Δικαστού, ο οποίος επιβάλλει αυτές τις ποινές, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την συνήθη γήινη δικαιοσύνη ενός γήινου δικαστηρίου. Η καταδίκη στην κόλαση επιβάλλεται από έναν παντοδύναμο και οικτίρμονα Θεό, μολονότι είναι ο ίδιος που δημιούργησε το παν, περιλαμβανομένης και της ανθρώπινης ελευθερίας, ο οποίος προέβλεψε το παν και συνεπώς το προκαθώρισε. Μια καταδίκη εις τον αιώνα τον απαντά επιβάλλεται για πράξεις που διεπράχθησαν από ένα αδύνατο πεπερασμένο πλάσμα μέσα σ' ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα πλάσμα που τελεί ολοκληρωτικά υπό την ισχύ του Θεού. Αυτό δεν μας θυμίζει ούτε και την πολύ περιωρισμένη δικαιοσύνη των ανθρώπων, πολύ περισσότερο βεβαίως την θεία δικαιοσύνη. Και αυτός ο ιερός Αυγουστίνος σκεφτότανε, πως όλα τα ανθρώπινα όντα, χωρίς εξαίρεση, δικαίως τιμωρούνται με τα αιώνια βάσανα της κόλασης, μολονότι ο Ύπατος Δικαστής εξαιρεί μερικά από αυτήν την δίκαιη μοίρα σ' αυτούς χορηγεί την λυτρωτική χάρι του, και τους προορίζει να σωθούν. Δύσκολα θα μπορούσε να επινοήσει κανείς κάτι πιο απεχθές.
Επίμονοι υποστηρικτές της κόλασης λέγουν συνήθως πως κανείς μόνος του προορίζεται για την κόλαση, από τη χρήση που κάνει της ελευθερίας του· και πως ο Θεός δε μπορεί να τους φέρει στον ουρανό με τη βία, διότι ο Θεός λέγει - αν και το λέγει με λύπη - δεν θα επιβάλει τον οίκτο του με την βία. Μολονότι τούτο είναι σωστό, συμβαίνει ωστόσο μια μεταφορά στην θεία ζωή σχέσεων που υφίστανται στην γήινη ζωή, και υπάρχει μια ορθολογοποίηση αυτού που είναι εντελώς παράλογο. Αυτή η ορθολογοποίηση είναι ασυμβίβαστη όχι με τον λόγο, ο οποίος μπορεί να βολευτεί αρκετά καλά, όσο με την ηθική αίσθηση, η οποία είναι η αληθής θεία αρχή στον άνθρωπο . Η επίκληση σε βοήθεια της ιδέας της ελεύθερης βούλησης για την υπεράσπιση της κόλασης, σημαίνει παραμερισμό του προβλήματος, αλλά ούτε προσφέρει και καμμιά λύση. Διότι αυτή η ίδια η ιδέα της ελεύθερης βούλησης, είναι έννοια του ποινικού δικαίου, και σαν τέτοια είναι εντελώς ανεφάρμοστη στο θείο μυστήριο, το οποίο μας απασχολεί εδώ. Είναι πρωταρχικής σημασίας να αντιληφθούμε το γεγονός πως η ιδέα της κόλασης στερεί την ηθική ζωή του ανθρώπου από κάθε νόημα, αφού της επιθέτει τη σφραγίδα του τρόμου. Όλη η ζωή βιώνεται σε κατάσταση τρόμου και ο φοβισμένος άνθρωπος θα συμφωνήσει με ο,τιδήποτε, προκειμένου να αποφύγει τα βάσανα της κόλασης. Τούτο αφαιρεί κάθε αξία και κάθε αξιοπρέπεια από την πνευματική ζωή.
Είναι προφανές πως η ιδέα της κόλασης, για την οποία υπάρχει ψυχολογική βάση, είχε πάνω απ' όλα πειθαρχική, κοινωνιολογική και πολιτική σημασία, όπως το ίδιο αληθεύει και για την σκληρή ποινική νομοθεσία. Είναι προς τιμήν του Σέργιου Β ulgakov, που επαναστατεί αποφασιστικά κατά της ιδέας της αιώνιας κόλασης, στον τρίτο τόμο του συστήματος της Δογματικής Θεολογίας του. Έτσι συνεχίζει την παράδοση της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας και εκφράζει την ρωσική ιδέα (1). Κατ' αυτόν, μια αιώνια κόλαση σημαίνει αποτυχία του Θεού. Είναι η ήττα του Θεού από τις δυνάμεις του σκότους. Αρκετά παλαιότερα υποστήριξα την ιδέα πως «αιώνια» βάσανα, δεν σημαίνουν μιαν ατελεύτητη περίοδο χρόνου, αλλά απλώς ένταση του πόνου, που δοκιμάζεται σε μιαν ωρισμένη χρονική στιγμή. Κατά την άποψη του Σέργιου Β ulgakov το κακό δεν έχει βάθος και, θα λέγαμε, αυτοεξαντλείται και αυτοκαταστρέφεται· κατά την γνώμη του η ιδέα της αιωνιότητας της κόλασης δε μπορεί να γίνει δεκτή από τη συνείδηση. Θα έλεγα πως είναι απαράδεκτη όχι από τον εμπειρικό άνθρωπο, άλλα από τον υπερβατικό. Περαιτέρω, θα έλεγα πως γνωρίζουμε πολύ καλά την εμπειρία της κόλασης, αλλά η θρησκευτική πίστη συνίσταται στο γεγονός ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια. Πίστη στην κόλαση σημαίνει απιστία. Σημαίνει πως έχουμε περισσότερη πίστη στον Διάβολο παρά στον Θεό. Η κόλαση είναι μια εξωτερική ιδέα.
Αυτοί που υπερασπίζονται την θεωρία της κόλασης, συνήθως επικαλούνται τα κείμενα των Ευαγγελίων, και τούτο θεωρείται ως πολύ ισχυρό επιχείρημα. Πρόκειται για τη γλώσσα των Ευαγγελίων και για το αλάθητο των κειμένων των Ιερών Γραφών. Αυτή η γλώσσα ήταν σχετική και προσαρμόσθηκε στις περιστάσεις που ο Χριστός έζησε και δίδαξε, στις παραδοσιακές και θρησκευτικές ιδέες που ήταν συμπαθείς σ' αυτό το περιβάλλον. Οι παραβολές, που είναι πρωταρχικής σημασίας για το θέμα που μας απασχολεί, διατυπώθηκαν με τη γλώσσα και τις έννοιες των ιουδαϊκών κύκλων της εποχής. Επί πλέον, οι παραβολές προϋποθέτουν και μια κοινωνική τάξη ( order ) που δεν υπάρχει πλέον· στα Ευαγγέλια το θείο φως θραύεται και σκοτεινιάζει μέσα σ' αυτό το περιωρισμένο ανθρώπινο περιβάλλον. Στα Ευαγγέλια λάμπει ένα απόλυτο και αιώνιο φως, αλλά υπάρχουν και ωρισμένα πράγματα μικρά και απαράδεκτα, που χρειάζονται επεξήγηση. Δε χρειάζεται να σημειώσω πως η φράση «εις τους αιώνας των αιώνων» δεν εννοεί αιωνιότητα, αλλά μόνο μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο χρόνου . Το σπουδαιότερο σημείο είναι πως ο κόσμος εκείνη την εποχή πίστευε στα βάσανα της κόλασης και ήταν απαραίτητο να του μιλήσεις στη γλώσσα που καταλάβαινε. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού περιελάμβανε όλους τους περιορισμούς αυτής της φύσης, εκτός από την αμαρτία.
Η κατά γράμμα παραδοχή των κειμένων του Ευαγγελίου, όχι μόνον οδηγεί στις αντιφάσεις που η βιβλική κριτική αποκαλύπτει, αλλά επί πλέον δε μπορεί να συμβιβασθεί με το υψηλότερο επίπεδο ηθικής συνείδησης που επετεύχθη με την επίδραση του ιδίου του Χριστιανισμού, καθώς αυτή δούλευε κάτω από την επιφάνεια της ζωής. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να υπάρχει ένας πνευματικός εσωτερικός τρόπος ανάγνωσης των Ευαγγελίων. Υπάρχει ένα αιώνιο πνευματικό Ευαγγέλιο και σε σχέση μ' αυτό, η σημασία του ιστορικού Ευαγγελίου δεν είναι απόλυτη. Στην ιστορία του Χριστιανισμού έλαβε χώρα η αντικειμενοποίηση του Ευαγγελίου, προσαρμόσθηκε προς την κοινωνική οργάνωση της Εκκλησίας. Αλλά πίσω απ' αυτό υπάρχει ακόμη το μέγα βάθος που κείται έξω από την αντίθεση αντικειμένου και υποκειμένου και έξω από αυτό που εξυπηρετεί, από κοινωνική άποψη. Σ' αυτό το μέγα βάθος το πρόβλημα της κόλασης διατυπώνεται κατά ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, πέρα από τον εκφοβισμό ο οποίος ε δικαιολογείτο σαν μέτρο εκπαίδευσης και πειθαρχίας. Πρόκειται για τούτο το σημείο: Η Χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία φόβου; Η θρησκεία εν γένει στηρίζεται στον φόβο; Μπορεί να υπάρξει μια οριστική υπερνίκηση του φόβου;
Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχολογία και την οντολογία της κόλασης. Μια ψυχολογία της κόλασης είναι παραδεκτή, ακόμη και αναγκαία. Ο άνθρωπος έχει κάποια εμπειρία της κόλασης, ζει μέσω των μαρτυρίων της. Αλλά η οντολογία της κόλασης, καθώς επιθυμούν να την κατασκευάσουν, είναι αδύνατη και απαράδεκτη. Είναι ένα από τα πιο άσχημα και αποκρουστικά πράγματα που σχηματίσθηκαν στο ανθρώπινο μυαλό. Ο άνθρωπος όχι μόνο συχνά δημιουργεί μια κόλαση στην επίγεια ζωή, αλλά την κατασκευάζει και στο κεφάλι του, και στην εκείθεν αιώνια ζωή. Μολύνει και σκοτεινιάζει το φως της αποκάλυψης με τα ίδια του τα σκοτάδια. Στο χώρο της κόλασης δεν υπάρχει ούτε μια μόνη θεία ακτίνα, μολονότι ο Θεός πρέπει να καλύπτει το παν. Ένας καλός Καθολικός, γεμάτος από αγάπη, μου εί πε κάποτε πως ο Θεός έκαμε την κόλαση ωσάν μια ειδική σφαίρα, ωσάν μια φυλακή έτοιμη γι' αυτούς που θα καταδικάζονταν, αλλά δεν ξέρουμε αν υπάρχουν πολλοί που την κατοικούν, ίσως να μην υπάρχει ούτε ένας. Οι προθέσεις αυτού του ανθρώπου ήσαν όσο γίνεται ανθρώπινες και αγαπητές, αλλά η ιδέα του ήταν φοβερή και έτοιμη να προκαλέσει την αθεΐα στην πιο ακραία μορφή της. Η κατασκευή μιας φυλακής γι' αυτούς που ήσαν καταδικασμένοι για πάντα, αποτελούσε μέρος του θείου σχεδίου κατά την δημιουργία του κόσμου. Αν είναι έτσι, ο Θεός μπορούσε να προβλέψει τον αριθμό των καταδικασμένων που θα ρίχνονταν στη φυλακή. Αυτή η φυλακή προσλαμβάνει οντολογική σημασία. Και σε τελευταία ανάλυση, η φυλακή ανήκει στο Βασίλειο του Θεού, ακριβώς όπως σε τελευταία ανάλυση και οι φυλακές του Βασιλείου του Καίσαρα ανήκουν στο Βασίλειο του Θεού. Η φυλακή εκφράζει την υψίστη δικαιοσύνη.
Αλλά αν αρνηθούμε αυτόν τον τρόπο κατανόησης της δικαιοσύνης ως πολύ γήινο, ως τρόπο ανήκοντα στον Καίσαρα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ιδέα της κόλασης χωρίζει τον κόσμο και την ανθρωπότητα σε δύο μονίμως αντιτιθέμενα τμήματα - Το Βασίλειο του Θεού και το κράτος του καλού από τη μια μεριά και το Βασίλειο του διαβόλου και το κράτο ς της κόλασης από την άλλη. Το Βασίλειο της κόλασης συνυπάρχει με το Βασίλειο του Θεού. Και τούτο προφανώς εισέρχεται στο σχέδιο της δημιουργίας. Ο Θεός δε μπορεί να υπερνικήσει το σκότος της κόλασης. Ακόμη και στο επίπεδο μιας ανθρώπινης κατασκευής υπάρχει κάποια πρόβλεψη. Πολύ περισσότερο πρέπει να υπάρχει στο θειο σχέδιο. Αλλά υπάρχει αυτή η διαφορά: η ανθρώπινη πρόβλεψη δεν είναι προκαθορισμός, εξ αιτίας των περιορισμών της ανθρώπινης δύναμης, ενώ η θεία πρόβλεψη είναι πάντοτε προκαθορισμός. Δεν υπάρχει χρόνος για τον Θεό. Αυτό που ο άνθρωπος σκέφτεται πως είναι πιθανόν να συμβεί, για τον Θεό ήδη πραγματώνεται αιωνίως· δηλαδή τα βάσανα της κόλασης είναι ήδη πραγματικότητα, αφού αποτελούσαν τμήμα στο σχέδιο της δημιουργίας. Υπάρχουν επιβιώσεις μανιχαϊσμού στην θεωρία της κόλασης, και μάλιστα με κάποια χειροτέρευση, σε σύγκριση με τον μανιχαϊσμό. Ο καλός Θεός εν τέλει δεν υπερνικά τον κακό Θεό.
Δεν υπάρχει κοινό πεπρωμένο για την ανθρωπότητα· και ένας αιώνιος διαχωρισμός της είναι συγγενής. Είτε θα ριχτώ στην κόλαση και οι καλοί φίλοι μου θα πάνε στον παράδεισο, ή θα ριχτούν στην κόλαση κι εγώ θα πάω στον παράδεισο. Αλλά καμμιά από αυτές τις λύσεις δε μπορεί να γίνει δεκτή από την συνείδηση. Οι άνθρωποι πρέπει να σωθούν όλοι μαζί. Είναι προς μεγίστη τιμή των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας Ωριγένη και Γρηγορίου, που απέρριψαν την πίστη στην αιώνια κόλαση και επί πλέον παραδέχθηκαν πως και ο διάβολος μπορεί να σωθεί. Αλλά η γνώμη του Ωριγένη -καταδικάσθηκε από την ωργανωμένη ορθοδοξία. Δεν αγιοποιήθηκε, μολονότι στη ζωή του ήταν άγιος και μάρτυρας. Και ο ’γιος Γρηγόριος Νύσσης, που κήρυσσε πως η σωτηρία δε μπορεί παρά να είναι κοινή εμπειρία ευφροσύνης, πέρασε στη σιωπή. Ο ιερός Αυγουστίνος, που ήταν ένας από τους ιδρυτές της κόλασης, ευφημείται από όλη την χριστιανική Ευρώπη, καθολική και διαμαρτυρόμενη. Όλη η σκέψη η σχετική με το ζήτημα της κόλασης τηρήθηκε μέσα στα όρια των ανθρώπινων ορθολογικών εννοιών, όπως συνέβη με κάθε οντολογία. Απετέλεσε ορθολογοποιημένη μορφή της ανθρώπινης θηριωδίας. Σε αντίθεση προς αυτά, θα λέγαμε, σε καντιακή φρασεολογία, πως η ανυπαρξία της κόλασης είναι ένα ηθικό αίτημα.
 
II
Η ιδέα της κόλασης συνδέεται στενά με το παράδοξο του κακού. Μολονότι πάρα πολλοί προσπάθησαν να ορθολογοποιήσουν το ψυχολογικό και ηθικό πρόβλημα του κακού, ποτέ τους εν τούτοις δεν κατώρθωσαν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια. Το κακό αποτελεί σκάνδαλο όχι μόνο για τον άνθρωπο άλλα και για τον Θεό. Διότι, σχεδόν αναπόδραστα, ο Θεός θεωρείται υπεύθυνος για το κακό. Ο διάβολος, που είναι μια πολύ ασαφής μορφή, γίνεται όπλο στα χέρια του Θεού, και μέσω του διαβόλου εμπραγματώνονται οι σκοποί της Πρόνοιας. Έτσι λειτουργεί στο βιβλίο του Ιώβ, και αυτή η άποψη εκτίθεται στον πρόλογο του Faust . Δεν αποδίδεται ανεξάρτητη δύναμη στον διάβολο· δε μπορεί να κάμει τίποτα το δημιουργικό. Το κακό είναι αρνητικό και έχει μια ψεύτικη δύναμη, απλώς γιατί κλέβει από το καλό. Ωστόσο, ο διάβολος επέτυχε να γίνει ο πρίγκηπας αυτού του κόσμου και ο κυβερνήτης του. Σ' αυτόν τον εκπεσμένο κόσμο το κάθε τι προέρχεται πολύ περισσότερο από τον διάβολο παρά από τον Θεό. Αλλά αυτό που είναι ακόμη σπουδαιότερο και πιο φοβερό είναι πως ο διάβολος πετυχαίνει να δημιουργήσει το αιώνιο βασίλειο του σκότους και του πόνου, δηλαδή την κόλαση. Η κόλαση είναι μια αναμφίβολη επιτυχία του διαβόλου και μια αποκάλυψη της δύναμης του. Αλλά εν τούτοις παραμένει παράδοξο το ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να θεωρούν την κόλαση, με τα αιώνια βάσανα της, σαν ένα τμήμα του Βασιλείου του Θεού, όπου η ποινική δικαιοσύνη ευδοκιμεί και θριαμβεύει. Αυτό μας οδηγεί να παραδεχθούμε πως ο Θεός ήθελε στην αιωνιότητα μια κόλαση και ένα κακό, σαν κι' αυτό που οδηγεί στην κόλαση , διότι το κακό είναι η συνέπεια της ελευθερίας που ο Θεός παρεχώρησε στα πλάσματα του.
Η ελευθερία είναι ένα πράγμα μοιραίο για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει ορθολογική έξοδος από την αντίφαση που περικλείεται. Η θεολογική σκέψη περιπλέκεται σε αντιφάσεις γιατί χρησιμοποιεί έννοιες παρμένες από τη ζωή αυτού του κόσμου και που ταιριάζουν μόνον σ' αυτόν τον κόσμο, και ύστερα τις εφαρμόζει στη θεία ζωή. Η κόλαση ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο και όχι στον επέκεινα, ακριβώς όπως και το κακό ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο. Στην ουσία, το κακό είναι παράδοξο και η παράδοξη φύση του φαίνεται από το γεγονός πως το κακό μπορεί να αποτελέσει τον δρόμο για το καλό, ενώ ο αγώνας εναντίον του κακού μπορεί να είναι ο ίδιος κακός. Ο υπαρξιακός και μη ορθολογικός τρόπος κατανόησης του κακού συνίσταται στο να εκληφθεί τούτο ως δοκιμασία της ελευθερίας. Αυτό καθόλου δεν συνδέεται με την ιδέα μιας οντολογίας εκφρασμένης με έννοιες. Είναι περιγραφή μιας πνευματικής εμπειρίας. Ίσως να πούνε πως τούτο αποτελεί δικαίωση του κακού. Αλλά στην πραγματικότητα μια πολύ μεγαλύτερη δικαίωση του κακού βρίσκεται στη βεβαίωση πως ο Θεός το χρησιμοποιεί για τις επιδιώξεις του καλού, για την εξασφάλιση του θριάμβου της δικής του δικαιοσύνης. Η δοκιμασία του κακού είναι δοκιμασία των βασάνων και του πόνου.
Αλλά η ελευθερία προϋποθέτει την εμπειρία του κακού. Το υποχρεωτικό καλό, το καλό που επιβάλλεται με την βία, θα μπορούσε να γίνει μέγιστο κακό. Ο Dostoyevsky έδειξε πως το καταλάβαινε τούτο καλλίτερα από τον καθένα, με τον τρόπο που περιγράφει τις Ουτοπίες που υπόσχονται να φέρουν τον επίγειο παράδεισο, στην διαλεκτική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Πάνω απ' όλα, είναι απαραίτητη η διαμαρτυρία εναντίον όλων αυτών, όπως και εναντίον του χωρισμού του κόσμου σε δυο τμήματα, στον κόσμο του φωτός και του καλού, και στον κόσμο του σκότους και του κακού. Αυτές οι διακρίσεις ετοιμάζουν το δρόμο προς την κόλαση, και έτσι καθορίζεται η ηθική της κόλασης. Επίσης, η ηθική της κόλασης κυριαρχεί και σ' αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τις θρησκευτικές πίστεις. Συχνά ανήκουν στους επαναστάτες, όπως είναι οι μαρξιστές. Το ηθικό παράδοξο του κακού συνίσταται σε τούτο: ό τι φανερώνεται σ' αυτούς που αντιπροσωπεύουν το καλό, που καταπολεμούν το κακό με μια κακή και ανοικτίρμονη στάση μίσους προς αυτούς που είναι το κακό και που εκλαμβάνονται ως κακοί, προς αυτούς που, επί παραδείγματι, θεωρούνται εχθροί. Έτσι ο αγώνας εναντίον του κακού μετατρέπεται σε κακό. Στο ό νομα της αρετής και της δικαιοσύνης βασανίζουν τον κόσμο. Στο όνομα του ανθρωπισμού ενεργούν απάνθρωπα. Από τους εχθρούς της ελευθερίας, πραγματικούς ή φανταστικούς, στερούν την ελευθερία και τους μεταχειρίζονται με τη βία. Τους μισαλλόδοξους τους μεταχειρίζονται με μισαλλοδοξία κι' αυτούς που πυροβολούν τους πυροβολούν.
Είναι ένα ηθικό παράδοξο από το οποίο δεν υπάρχει έξοδος, είναι έκφραση του παραδόξου του κακού. Βεβαίως πρέπει κανείς να αγωνίζεται εναντίον του κακού. Το κακό πρέπει να καεί, αλλά πρέπει να καεί το κακό και όχι οι κακοί άνθρωποι. Αυτοί που αγωνίζονται εναντίον του κακού, δεν επιθυμούν οι κακοί άνθρωποι να απαλλαγούν από το κακό. Και συχνά αυτό που επιθυμούν είναι ο εξαφανισμός των κακών ανθρώπων μαζί με τα κακά. Τούτη είναι η ηθική της κόλασης, μια προετοιμασία της αιώνιας κόλασης για τους κακούς ανθρώπους. Ο Δάντης τοποθέτησε τους εχθρούς του στην κόλαση· γι' αυτό ο Fedorov τον ωνόμασε εκδικητικό συγγραφέα. Αλλά ο φοβερός κόσμος της Δαντικής κόλασης δε μπορεί να επανιδρυθεί σήμερα. Είναι δυνατό να έχουμε μια ηθική της αντικόλασης, η όποια δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόρριψης ανθρώπων στην κόλαση και επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, η οποία πιστεύει στο φωτισμό και την μεταμόρφωση, όχι μόνον των κακών, όχι μόνο του Κάιν και του Ιούδα, αλλά και του ίδιου του διαβόλου· δηλαδή, επιθυμεί την κοινή αδελφική σωτηρία και αναγνωρίζει την ευθύνη όλων για όλους. Τα άνθη μπορούν να ανθούν πάνω από την λάσπη και την βρώμα, αλλά τούτο συμβαίνει γιατί ο σπόρος της αιώνιας ζωής ρίχτηκε σ' αυτό το έδαφος. Ακόμη και από τα ύψη της προόδου του ο άνθρωπος είναι δυνατόν να δοκιμάσει μια νέα καταβύθιση στην υλη, αλλά αυτή η καταβύθιση δεν μπορεί να είναι οριστική για το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Η ιδέα της κόλασης είναι έννοια του ψεύτικου θρησκευτικού ατομικισμού και του υπερβατικού εγωισμού. Αυτή η σατανική έννοια προκύπτει από μια κακή και διεφθαρμένη μορφή της ιδέας της δικαιοσύνης κι έτσι γίνεται σαφής η προέλευση της ιδέας της δικαιοσύνης· είναι το αίσθημα της εκδίκησης, όπως πολλοί κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν. Η εκδίκηση έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην θρησκευτική πίστη και στις ηθικές ιδέες. Ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι δεν απελευθερώθηκαν από την έννοια του εκδικητή Θεού. Ακόμη και η γλώσσα των Ευαγγελίων δεν είναι παντελώς απελευθερωμένη απ' αυτήν την έννοια. Από άποψη μεταφυσική πρέπει να πούμε πως η κόλαση υπάρχει μόνο στον χρόνο και δείχνει την αδυναμία εξόδου από τον χρόνο. Δεν μπορεί να μεταφερθεί στην αιωνιότητα· η μόνη αιωνιότητα που υπάρχει είναι η θεία αιωνιότητα. Το κακό είναι απλώς μια δοκιμασία, αλλά μια φοβερή δοκιμασία. Η ζωή του ανθρώπου, η ζωή του κόσμου, δεν πρέπει να νοηθεί ως ποινική διαδικασία, αλλά ως τραγωδία. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει την πραγματική τραγωδία είναι ο συνδυασμός του μοιραίου και της ελευθερίας. Η αρχαία υποδούλωση του ανθρώπου αντικατοπτρίζεται στο νομικιστικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού και στη δικανική ερμηνεία του κακού. Βεβαιώνεται η ελευθερία βούλησης, προκειμένου να εμφανισθεί η ετυμηγορία δίκαιη. Κατά τον τραγικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού αυτή η υποδούλωση υπερνικάται πλήρως, διότι υποθέτει την ελευθερία και η ελευθερία προκαλεί την τραγική σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τραγικό στοιχείο στην ιδέα της αιώνιας κόλασης, είναι η έννοια μιας δίκαιης νομικής καταδίκης, ακόμη κι' όταν νοείται ως καταδίκη που προέκυψε όχι από την εξωτερικότητα, αλλά από εσωτερικότητα. Απ' αυτήν την άποψη η νομική ετυμηγορία γίνεται δεκτή με μιαν έννοια αισιόδοξη. Οι λαοί, και ειδικώτερα οι λαοί της Δύσης, είναι πολύ προσκολλημένοι στην ιδέα της ριζικής τιμωρίας και νιώθουν ικανοποίηση όταν την σκέφτονται. Τούτο είναι αποκρουστικό· ωστόσο δείχνει πως η κόλαση γίνεται δεκτή χωρίς καμμιά αίσθηση τραγωδίας, αλλά μάλλον με ικανοποίηση.
Η ιδέα της μετεμψύχωσης προσφέρεται ως αντίθεση προς τη δαιμονική ιδέα του αιώνιου πόνου, η οποία είναι εξωτερική, επινοηθείσα προς το συμφέρον της οργάνωσης της θρησκευτικής κοινωνίας - οργάνωση που παρουσιάζει μιαν ωμή αντικειμενοποίηση της υπαρξιακής κοινωνίας. Από ηθική άποψη αποτελεί βελτίωση της ιδέας της αιώνιας κόλασης, άλλα δεν είναι ωστόσο ελεύθερη από το νομικίστικο τρόπο κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα των αρετών ή των αμαρτιών της προηγούμενης ενσάρκωσης. Ο ηθικός νόμος αντικειμενοποιείται στον κοσμικό νόμο, και δεν υπάρχει τρόπος εξόδου από τον χρόνο προς την αιωνιότητα· η μετενσάρκωση τελεί υπό το κράτος του κοσμικού χρόνου. Το Κάρμα (2) είναι νόμος και δε γνωρίζει την χάρι, την εν χάριτι αναγέννηση σε μια στιγμιαία έλλαμψη του υπαρξιακού χρόνου, όπως συνέβη με τον μετανοημένο ληστή. Η αρχαία σοφία των Ινδιών θεωρούσε τη μετενσάρκωση ως δυστύχημα από το οποίο πρέπει κανείς να διαφύγει δια της ενώσεως του με το Βράχμα. Ίδια είναι και η στάση του Βουδδισμού. Οι σύγχρονοι δυτικοί θεόσοφοι έδωσαν μιαν αισιόδοξη στροφή στην ιδέα της μετενσάρκωσης.
Η αναγέννηση μέσα στο ίδιο σχήμα πραγμάτων, δηλαδή σε τούτη την επίγεια ζωή και στην ιστορία της, συγκρούεται με την ιδέα του προσώπου, με την ανεπανάληπτη μοναδική προσωπικότητα του ανθρώπου, όπου και το ανθρώπινο σώμα έχει τη θέση του. Μετενσάρκωση σε έναν αριθμό σφαιρών, αναγέννηση σε διαφορετικούς πνευματικούς κόσμους, είναι άλλο ζήτημα. Και κατά τη γνώμη μου είμαστε υποχρεωμένοι να το παραδεχθούμε. Αφού η έννοια, σύμφωνα με την οποία ο αιώνιος προορισμός του ανθρώπου τελικώς καθορίζεται από την σύντομη περίοδο της ζωής του ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο, σε τούτο το επίγειο σχήμα πραγμάτων, και σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι πιασμένος σε μια παγίδα που του στήθηκε, είναι παντάπασι απαράδεκτη. Υπάρχει βεβαίως ένα πράγμα, όπως είναι η ανάμνηση προηγουμένων μετενσαρκώσεων ως υπαρξιακή εμπειρία, αλλά καθίσταται αόριστη και σκοτεινή με την σύγχυση των διαφόρων σφαιρών ύπαρξης που δε μπορούν να τηρηθούν εντελώς χωριστά ή να ριζωθούν η μια μέσα στην άλλη. Μπορώ να νιώσω έναν ειδικό δεσμό με ωρισμένες ιδιαίτερες χρονικές περιόδους του παρελθόντος και για κάποιους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν, αλλά δεν είναι απαραίτητο να το ερμηνεύσω τούτο κατά έναν ωμό εμπειρικό τρόπο. Από μιαν άποψη, το παρελθόν μου είναι παρελθόν του κόσμου και ανήκα στο τάδε τμήμα του χρόνου περισσότερο από όσο σε άλλα. Τούτο είναι η πιο μυστηριώδης πλευρά της ζωής. Αλλά η λαϊκή ιδέα της μετενσάρκωσης, η οποία έχει τις ρίζες της στις αρχαίες πίστεις της ανθρωπότητας, αποτελεί μορφή αντικειμενοποίησης και ορθολογοποίησης της εσχατολογικής ιδέας.
Αυτό που χρειάζεται είναι η αποκάθαρση της Χριστιανικής σκέψης από τον χρησιμοθηρισμό που την κατακαλύπτει και που την εξαναγκάζει να διατυπωθεί σε δόγμα, μολονότι τα δόγματα κατά βάσιν είναι μόνο μυστικά γεγονότα. Η διαμάχη μεταξύ Fénélon και Βossuet για την ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό, ήταν μια από τις μορφές του αγώνα για την υπερνίκηση του θρησκευτικού χρησιμοθηρισμού. Ο Bossuet ήταν ακραίος αντιπρόσωπος αυτού του χρησιμοθηρισμού, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των θεολόγων. Ο Γιανσενισμός ήταν μια άλλη μορφή νομικίστικου τρόπου κατανόησης των πραγμάτων. Η ιδέα των αιωνίων πόνων της κόλασης είναι η τελική έκφραση της νομικίστικης και χρησιμοθηρικής κατάστασης του πνεύματος των θρησκευτικών ανθρώπων. Οι πραγματικοί μυστικοί υψώθηκαν επάνω από αυτή την εξωτερική ιδέα, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στα συμφέροντα της κοινωνικής οργάνωσης. Η πνευματική ανάρρωση από την ιδέα της κόλασης αποτελεί μιαν από τις μεγαλύτερες στιγμές στη νέα και αποκαθαρμένη χριστιανική σκέψη, στον Χριστιανισμό του πνεύματος. Τούτο θα υποκαταστήσει την παλαιά ιδέα της ανταπόδοσης και της απονομής αμοιβών και τιμωρίας. Η αντίληψη της επίδρασης του εσωτερικού φωτισμού, της μεταμόρφωσης, της επίτευξης πληρότητας και ομοιότητας προς τον Θεό, όλα αυτά που συνεπάγεται η οδός του πόνου, θα αντικαταστήσουν την ιδέα της κόλασης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Με πολλές ιδέες του Bulgakov διαφωνώ ριζικώς.
(2)Κάρμα: Διδασκαλία της ινδικής φιλοσοφίας σύμφωνα με την οποία θοι πράξεις του ανθρώπου καθορίζουν την τύχη του, στις διαδοχικές μετεμψυχώσεις. Βράχμα: Η απρόσωπη, πανθεϊστική κοσμική ψυχή, το Απόλυτο, όπου η ένωση μαζί του αποτελεί τον ύψιστο σκοπό των Ουπανισάδων.
Μτφρ. Χρήστου Μαλεβίτση

Το κομποσκοίνι: Ιερό αντικείμενο ή μέσο επίκλησης τού Θεού;

Το κομποσκοίνι: Ιερό αντικείμενο ή μέσο επίκλησης τού Θεού;


 
Επί τη ιερά μνήμη Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου (14η Ιουλίου) 
Το κομποσκοίνι
Ιερό αντικείμενο ή μέσο επίκλησης τού Θεού;
 
Περιοδ. «Γρηγόριος ο Παλαμας», αριθ. 770

«Ποτέ δεν ησθάνθη τόσην ευχαρίστησιν εκ της προσευχής, όσην εκείνην την νύκτα μαζύ τους με το κομβοσχοινάκι και το Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού ελέησον ημάς».
Χαράλαμπου Ατματζίδη
Θεολόγου



       ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ή κομποσχοίνιον (= κόμπος + σκοινί) είναι γνωστό, ότι είναι ένα αντικείμενο πού χρησιμοποιούν οι Μοναχοί, όταν επαναλαμβάνουν την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», όταν δηλαδή επικαλούνται τον Κύριο. Σήμερα το φορούν πολλοί άνθρωποι, νέοι, ηλικιωμένοι, επιστήμονες, επαγγελματίες, καλλιτέχνες, πολιτικοί κ.λ.π. Το κομποσκοίνι πωλείται σε διάφορα μέρη, αν και οι περισσότεροι πού ενδιαφέρονται να το αγοράσουν προτιμούν να το παραγγείλουν σε Μοναχούς.
Τί είναι όμως το κομποσκοίνι; πού εμφανίστηκε για πρώτη φορά; ποιοί το χρησιμοποιούσαν; σε τι χρησίμευε και σε τι χρησιμεύει; πόσα είδη κομποσκοινίων έχουμε;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με το σύντομο αυτό άρθρο στα ερωτήματα αυτά για να δούμε τί είναι το κομποσκοίνι. Είναι ιερό αντικείμενο ή μέσο επίκλησης τού Θεού;

ΣΤΙΣ διάφορες θρησκείες συναντούμε αντικείμενα (κομβολόγια / κομβολόγιον = κόμβος + λόγιον1), κατασκευασμένα από μικρά σφαιρίδια περασμένα σε χοντρό νήμα. Συνήθως χρησιμοποιούν σαν υλικό κατασκευής των σφαιριδίων το ελεφαντόδοντο, όμως μπορεί αυτά να είναι χρυσά ή αργυρά ή ξύλινα. Ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν σαν υλικό ακόμη και άνθη, αν τα κομβολόγια ήταν μιας χρήσης2.
Τα αντικείμενα αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πιστοί και πιο πολύ οι Χριστιανοί για να μετρούν τις προσευχές προς τον Θεό τους. Πίστευαν πολλοί ότι είχαν θαυματουργικές ιδιότητες, όπως π.χ. το πολωνικό κομβολόγιο, το οποίο οι άνθρωποι, όταν είχε σφοδρές κακοκαιρίες, το περιέφεραν τρείς φορές γύρω από το σπίτι τους3.
Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι τα αντικείμενα αυτά βοηθούσαν τούς πιστούς των θρησκειών να επικαλούνται τον θεό τους με τρόπο συστηματικό και πιο οργανωμένο4. Αποτελούσαν δηλαδή ένα εργαλείο, με την βοήθεια τού οποίου θα έφθαναν στον σκοπό τους, πού ήταν η επίκληση τού θείου. Έτσι μπορούμε να κατατάξουμε τα κομβολόγια στην ομάδα των ιερών αντικειμένων, μέσω των οποίων ο πιστός οδηγείται από τα αισθητά στα αόρατα (per sensibilia ad invisibilia)5.
Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τά αντικείμενα αυτά στα ινδικά θρησκεύματα, όπου και χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα. Στον Ινδουισμό χρησιμοποιήθηκαν για την επίκληση των θεών Βίσνου και Σίβα. Επίσης είναι γνωστά στον Βουδισμό, τον Ζαϊνισμό κ.ά. Στον Βουδισμό μάλιστα, τον ονομαζόμενο Βουδισμό του «Μεγάλου Οχήματος», έχουμε απεικονίσεις όπου οι Boddhisattvas τα κρατούν σαν σύμβολα στα χέρια τους. Σε άλλες εικόνες απεικονίζονται γυναικείες θεότητες πού φέρουν το κομβολόγιο6.
Το κομβολόγιο χρησιμοποιείται επίσης στο Ισλάμ. Οι πρώτοι πού έκαναν χρήση τού αντικειμένου αυτού ήσαν οι «Σούφι» τον 9ο αι. μ.Χ. Στην συνέχεια η χρήση των αντικειμένων αυτών επεκτάθηκε στο υπόλοιπο Ισλάμ. Η χρήση τους διευκόλυνε τον πιστό όταν επεκαλείτο τον Αλλάχ να μην λησμονεί κανένα από τα 99 ονόματά του7.
Βέβαια οι Σούφι, ενώ υιοθετούν την χρήση τού κομβολογίου, δεν υπερεκτιμούν την χρησιμότητά του. Το θεωρούν ότι βοηθά στην προσευχή, δεν χρειάζεται όμως όταν ο Σούφι ανεβεί σε υψηλότερα επίπεδα σοφίας. Τότε, όπως λέει και ένας επιφανής εκπρόσωπός τους8, το κομβολόγιο και οι χάντρες της προσευχής μοιάζουν σαν «το ζωγραφισμένο στο λουτρό λιοντάρι», είναι δηλαδή χωρίς ζωή, νόημα και αξία9.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ και τα φυλακτήρια των Ιουδαίων, δηλαδή τα μικρά εκείνα δερμάτινα κουτάκια πού περιείχαν αποσπάσματα από το Νόμο. Αυτά οι πιστοί Ιουδαίοι τα έδεναν με δερμάτινους ιμάντες στο μέτωπό τους και γύρω από το αριστερό τους χέρι όταν απήγγελναν κάθε πρωί το «Άκουε, Ισραήλ...» (Δευτ. 6,4-9)10. Το μόνο κοινό πού έχουν όμως με τα κομβολόγια είναι οι δερμάτινοι ιμάντες, πού είναι παρεπόμενο τού ιερού αντικειμένου και όχι το ίδιο το ιερό αντικείμενο.

ΕΠΙΣΗΣ, στον Χριστιανισμό είναι γνωστή η χρήση τού κομβολογίου. Μπορούμε μάλιστα να τα διακρίνουμε στο κομβολόγιο πού χρησιμοποιούν οι ρωμαιοκαθολικοί Μοναχοί (κομβολόγιο) και σε αυτό πού χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι Μοναχοί (κομποσκοίνι).
Το κομβολόγιο, όπως βεβαιώνεται μέσα από ταφικά ευρήματα στην Ιταλία, υπάρχει εν χρήσει από τον 13ο αιώνα. Αυτός πού συστηματοποίησε την προσευχή με το κομβολόγιο ήταν ο [παπικός] άγιος Δομίνικος και το αντικείμενο αυτό αποτέλεσε ένα από τα κύρια γνωρίσματα τού Τάγματός του.
Αρχικά το κομβολόγιο κατέληγε σε σταυρό και απετελείτο από πέντε δεκάδες κόκκους (5x10=50). Κάθε δεκάδα χωριζόταν από την άλλη με μεγαλύτερους κόκκους. Σε κάθε μεγάλο κόκκο απήγγελαν το «Πάτερ ημών» και σε κάθε μικρό το «Χαίρε Μαρία». Αργότερα, το 1470, έγινε μεγαλύτερο και περιελάμβανε δεκαπέντε δεκάδες κόκκους (15x10=150)11.

Παράλληλα, ιδρύθηκε και η Αδελφότητα τού Κομβολογίου και το 1583 καθιερώθηκε από τον πάπα Γρηγόριο τον 13ο και η γιορτή τού κομβολογίου (κάθε πρώτη Κυριακή τού Οκτωβρίου) σε ανάμνηση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571)12. Το κομποσκοίνι τού Ορθόδοξου Μοναχισμού13, σε αντίθεση μέ το κομβολόγιο των ρωμαιοκαθολικών, είναι απλό· αποτελείται από ένα μάλλινο14 σχοινί πού έχει συνήθως 33 ή 100 κόμβους. Ο κάθε κόμβος είναι πλεγμένος με τέτοιο τρόπο πού να σχηματίζεται το σημείο τού σταυρού15. Ανάμεσα στους κόμβους τοποθετείται μια χάντρα, πού δηλώνει το τέλος τού κομποσκοινίου. Ο Μοναχός σε όλη τη διάρκεια της πλέξης τού κομποσκοινίου προσεύχεται.
Χρησιμοποιείται από τούς Μοναχούς με πολλούς τρόπους και ένας από αυτούς είναι να κρατά ο Μοναχός το κομποσκοίνι με το αριστερό χέρι και με το δεξιό να κάνει το σημείο τού σταυρού. Το κομποσκοίνι συνδυάζεται με την καθημερινή προσευχή των Μοναχών και μάλιστα με την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»16. Σε κάθε κόμβο ο Μοναχός κάνει το σημείο του σταυρού και επαναλαμβάνει την ευχή. Η μέτρηση αυτή των κόμβων αποσκοπεί να βοηθήσει τον Μοναχό να συγκεντρωθεί και να αποκτήσει ένα ορισμένο ρυθμό και όχι να μετράει απλώς τις φορές πού την επαναλαμβανει17.
Οι Αθωνίτες Μοναχοί επαναλαμβάνουν την προσευχή με την μέτρηση των κόμβων συνήθως 12 φορές18 την ημέρα, συνδυάζοντας την προσευχή και το κομποσκοίνι με τις γονοκλυσίες.

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ των Ορθοδόξων όπως και το κομβολόγιο των Ρωμαιοκαθολικών κατάγονται από την Ανατολή. Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι δάνειο των θρησκειών της ινδικής Χερσονήσου19.
Ο Heiler20 μάλιστα πιθανολογεί ότι το κομβολόγιο διαδόθηκε στην δυτική χριστιανοσύνη μέσω των Μουσουλμάνων, χωρίς να αναφέρεται καν στην ορθόδοξη χριστιανοσύνη. Η θέση αυτή είναι μάλλον λανθασμένη, γιατί στους Μουσουλμανους εμφανίζεται το κομβολόγιο σχετικά αργά (9ος αι. μ.Χ.). Πιο πιθανό είναι να αποτελεί μια κοινή κληρονομιά των λαών της Ανατολής, πού είναι δύσκολο να βρούμε την αρχή.
Εξ' ίσου πιθανό είναι το κομποσκοίνι των Ορθοδόξων όπως και το κομβολόγιο των Ρωμαιοκαθολικών να έλκει την καταγωγή του από τούς Μοναχούς της Αιγύπτου.
Ο Σωζόμενος, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία21, αναφέρει ότι ο αβάς Παύλος εν Φέρμῃ της Θηβαΐδος «...ηύχετο δε μόνον, ώσπερ φόρον τινά τριακοσίας ευχάς εκάστης ημέρας αποδιδούς τώ Θεώ. Ίνα δε μη λαθών διαμάρτῃ τού αριθμού, τριακοσίας ψηφίδας τω κόλπω εμβάλλων, καθ εκάστην ευχήν ψηφίδα εκρίπτει. Αναλωθέντων δε των λίθων, δήλον εγένετο τάς ισαρίθμους τοίς λίθοις ευχάς πεπληρώσθαι».
Το ίδιο περιστατικό αναφέρει και ο Παλλάδιος στο «Λαυσαϊκόν»22 και τονίζει ότι για τον αβά Παύλο «...έργον δε αυτώ της ασκήσεως γέγονεν, το αδιαλείπτως προσεύχεσθαι. Ούτος τετυπωμένας είχεν τάς ευχάς τριακοσίας, τοσαύτας ψήφους συνάγων, και εν τώ κόλπω κατέχων, και ρίπτων καθ εκάστην ευχήν εκ τού κόλπου ψήφον μίαν...».
Στις δύο αυτές αφηγήσεις έχουμε μια σειρά από σημαντικές πληροφορίες χρήσιμες για το θέμα της προέλευσης τού κομποσκοινίου.
Στη προσευχή των Αναχωρητών εφαρμόζεται η προτροπή του Απ. Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Αʹ Θεσ. 5,17). Ο Αναχωρητής επαναλαμβάνει την προσευχή σε τακτά χρονικά διαστήματα πολλές φορές την ημέρα, γεγονός πού τον αναγκάζει να βρει τρόπους, πού θα τον βοηθήσουν να πετύχει τον σκοπό του.
Οι ψηφίδες δίνουν την αρχική λύση στο πρόβλημά του. Μπορεί να βρει πολλές από αυτές στην έρημο, όπου ζει. Είναι σκορπισμένες γύρω του και το μόνο πού χρειάζεται είναι να τις συγκεντρώσει. Η μέτρηση των ψηφίδων βέβαια μπορεί να καταστεί πρόβλημα, γιατί χρειάζεται να επαναλαμβάνεται συχνά. Ένα επιπλέον πρόβλημα ίσως θα αποτελούσε και η φύλαξη των ψηφίδων. Η λύση πού σκέφτηκε ο αβάς Παύλος τον βοηθά στην απομνημόνευση της προσευχής και ανοίγει παράλληλα και τον δρόμο για την επόμενη λύση, πού θα ξεπερνά τα μειονεκτήματα της πρώτης, διατηρώντας όμως τα θετικά στοιχεία. Σε ένα απλό νήμα θα μπορούσε ο Μοναχός να δέσει όσους κόμβους ήθελε και να αποκτήσει έτσι ένα απλό, εύχρηστο εργαλείο, πού θα τον βοηθούσε στην επανάληψη της μονολόγιστης προσευχής.

Συγκρίνοντας το απλό κομποσκοίνι των Ορθοδόξων Μοναχών με το ιδιαίτερα πολύπλοκο και πολυτελές κομβολόγιο των ρωμαιοκαθολικών, διακρίνουμε την έμφαση πού δίνουν οι Ορθόδοξοι Μοναχοί στην λειτουργικότητα τού κομποσκοινιού και όχι στο κομποσκοίνι αυτό καθεαυτό. Το υλικό δεν αυτονομείται ούτε λατρεύεται, απλώς αποτελεί ένα εργαλείο πού βοηθά στην προσευχή. Η απλότητα όμως κυριαρχεί και στην προσευχή. Η επίκληση «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» περιέχει απλώς το όνομα του Ιησού Χριστού23. Ανεξάρτητα αν αργότερα εμπλουτίστηκε και παρουσιάζεται και σαν «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με», διαφαίνονται τα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της προσευχής:
α) από την μιά μεριά η επίκληση πού γίνεται στον Χριστό και β) από την άλλη ο χριστολογικός χαρακτήρας της προσευχής24.

Στα δύο αυτά στοιχεία φαίνεται και η βιβλική σφραγίδα της προσευχής. Για την πρώτη Χριστιανική Κοινότητα πηγή σωτηρίας αποτελεί η επίκληση τού ονόματος τού Κυρίου, δηλαδή του Χριστού, η αναγνώριση δηλαδή της σωτηριώδους παρουσίας του: «πας γάρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται...» (Ρωμ. 10,13)25.
Γι αυτό και στην λατρευτική Σύναξή της, η πρώτη Κοινότητα ομολογεί «...ότι εαν ομολογήσῃς εν τώ στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσῃς εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήσῃ...» (Ρωμ. 10,9). Η επίκληση τού ονόματος τού Κυρίου είναι τόσο σημαντική, ώστε καθίσταται πλέον συνώνυμη τού Χριστιανός ή ακριβέστερα είναι η πρώτη περιγραφή-ονομασία τού Χριστιανού. Ο Απ. Παύλος, στον χαιρετισμό του στην Αʹ πρός Κορινθίους επιστολή, αφού χαιρετίζει τούς Κορινθίους, απευθύνεται «πάσι τοίς επικαλουμένοις το όνομα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν παντί τόπω αυτών τε και ημών...» (Αʹ Κορ. 1,2) δηλαδή στους κατοπινά ονομασθέντες Χριστιανούς.

ΑΥΤΗ η Παράδοση των πρώτων Χριστιανών συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο μέχρι σήμερα. Στην Αθωνική Πολιτεία, η Παράδοση αυτή συνδέθηκε ιδιαίτερα με το κομποσκοίνι και την μονολόγιστη ευχή. Αυτό το βλέπουμε και μέσα από ένα περιστατικό από την ζωή τού αγίου Νικόδημου τού Αγιορείτη το οποίο και παραθέτουμε: «...Επιστρέφων εκ της εργασίας του εις τινα Βιβλιοθήκην Μονής, διενυκτέρευσεν ο Άγιος εις ένα Κελλίον Ιβηριτικόν, εν ημέρᾳ εορτής μετ' Αγρυπνίας. Καλώς ωρίσατε διδάσκαλε να συνεωρτάσωμεν, τον υπεδεχθησαν οι Μοναχοί. Όταν έφθασεν η ώρα της Αγρυπνίας και ητοιμάσθησαν τα βιβλία της ψαλμωδίας, ο διδάσκαλος λέγει: Πατέρες, είναι πολύ καλλίτερον το κομβοσχοίνι από τας ψαλμωδίας, διότι κατά τον ουρανοφάντορα Μ. Βασίλειον, αι ψαλμωδίαι επενοήθησαν διά τους νενεκρωμένους τα ήθη . Τότε καλά, διδάσκαλε, ας αρχίσωμε το κομβοσχοίνι· και εκ περιτροπής τούς εύρεν η πρωΐα. Περατωθείσης της Αγρυπνίας, ο διδάσκαλος δηλοί εις τους αδελφούς τού Κελλίου, ότι ποτέ δεν ησθανθη τόσην ευχαρίστησιν εκ της προσευχής, όσην εκείνην την νύκτα μαζύ τους με το κομβοσχοινάκι και το Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού ελέησόν ημας . Και είχεν ασφαλώς δίκαιον, ο θείος Πατήρ, επειδή και οι Άγγελοι λατρεύουν τον Θεόν με ένα μονολεκτικόν αλληλούϊα»26.

ΑΠΟ την Αθωνική Πολιτεία η χρήση τού κομποσχοινίου επεκτάθηκε και στους λαϊκούς.
Χαρακτηριστικές είναι οι συμβουλές τού γνωστού Ισαπόστολου και Εθνομάρτυρα Κοσμά τού Αιτωλού, ο οποίος στις Διδαχές του προτρέπει τούς Χριστιανούς, κυρίως τους λαϊκούς να χρησιμοποιούν το κομποσχοίνι όταν προσεύχονται. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τώρα εις το τέλος σας συμβουλεύω να κάμετε όλοι σας από ένα κομπολόγι, μικροί και μεγάλοι, ανδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και να έχει εκατόν τρία σπυριά και να το κρατήτε με το αριστερόν χέρι και με το δεξιόν να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα, να κάνης τον σταυρόν σου και να λέγης: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου. Μέσα εις το Κύριε Ιησού Χριστέ θεωρείται η Αγία Τριάς, ο Θεός, η ένσαρκος Οικονομία τού Χριστού μας, η Δέσποινά μας η Θεοτόκος και πάντες οι Αγιοι»27.
Ο Άγιος Κοσμάς τούς προτρέπει μάλιστα: «Και αν ημπορήτε, το ημερόνυκτο να κάμετε και πενήντα και εκατό κομποσχοίνια28, καλόν και άγιον είναι έργον. Και να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν και το βράδυ και μάλιστα το μεσόνυκτον όλον οπού είναι ησυχία»29.
Στις προτροπές του προς τούς λαϊκούς να χρησιμοποιούν το κομποσχοίνι, φαίνεται ο Κοσμάς ο Αιτωλός να προτιμά τον όρο «κομπολόγι - κομβολόγι» από τον όρο «κομποσχοίνι».
Αυτό φαίνεται, εκτός από τις προηγούμενες παραθέσεις των Διδαχών του, και στους ακόλουθους λόγους, μέ τούς οποίους ο Άγιος καλεί τούς Χριστιανούς να προσευχηθούν:
«Τώρα τί έχομε να κάμωμε, Χριστιανοί μου; Έχετε σταυρούς, κομβολόγια; Σηκωθήτε επάνου και κρατείτε τα υψηλά εις τα χέρια σας να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν να τα ευλογήση...».
Σε άλλο σημείο: «Φυλάττετε τούς σταυρούς, Χριστιανοί μου, και βάλετε τα κομπολόγια εις τον λαιμό σας, εις βοήθειαν ψυχικά και σωματικά...».
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, λοιπόν, δίνει την εντύπωση, ότι συνδέει τον όρο «κομπολόγι» με τούς λαϊκούς, και επιφυλάσσει τον όρο «κομποσχοίνι» για τούς Μοναχούς. Δίδεται έτσι η εντύπωση ότι θεωρεί αυτά τα αντικείμενα διαφορετικά. Αντίθετα, όταν αναφέρεται στην χρήση των δύο αυτών αντικειμένων, τα θεωρεί ότι είναι ίδια. Γι αυτό, όταν θέλει να προτρέψει τούς λαϊκούς να επαναλαμβάνουν πολλές φορές την προσευχή με το «κομβολόγι - κομπολόγι», χρησιμοποιεί την έκφραση «κάνω τόσα κομποσχοίνια», μια έκφραση πού είναι περισσότερο γνωστή και οικεία στους Μοναχούς.

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ λοιπόν, αυτό το απλό εργαλείο, βοηθά τούς Μοναχούς στην αυτοσυγκέντρωση και στην καθημερινή προσευχή τους. Η επέκταση της χρήσης του κομβοσχοινίου και στους λαϊκούς, όπως επισημάναμε στην αρχή, αν συνδυαστεί και με την επίκληση τού Κυρίου για άμεση βοήθεια στα ποικίλα προβλήματά τους, θα βοηθήσει ασφαλώς τον άνθρωπο της εποχής μας να έλθει ακόμη πιο κοντά στον Θεό, στον συνάνθρωπο και στον κόσμο ολόκληρο.

 



1. Άλλες ονομασίες:
α) Στα ινδικά θρησκεύματα λέγονται «τζεπιαν», ονομασία πού έχει σχέση μέ την λέξη «ζάπα», πού σημαίνει την επανάληψη ιερών λέξεων (Βλ. Σ. Δεβάρη, «Κομβολόγιον», Μεγ. Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 14, σελ. 744· Μπαγκαβάτ Γκίτα, μετ. Γ. Ζωγραφάκη, σελ. 236).
β) Στον Βουδδισμό τού Θιβέτ ονομάζονται tibet-Æpren-ba ή ten-wa (Βλ. W. Zöchler, «Rosenkranz», Realencyklopädie für protestantische Theologie und Kirche, τ. 17, σελ. 145).
γ) Στο Ισλάμ ονομάζονται Tesbih ή Tespi (Βλ. W. Zöchler, ό.π. σ. 145).
δ) Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ονομάζονται Rosarium, Paternoster, Capellina, Preculae, Beatae Mariae Virginis, Corona (Βλ. W. Zöchler, ό.π., σελ. 145).
2. Βλ. Σ. Δεβάρη, ό.π., σελ. 744· W. Zöchler, ό.π., σελ. 145.
3. Βλ. F. Heiler, Erscheinungsformen der Religion, σελ. 69· G. Lanczkowski, LexThK,τ. VIX, σελ. 45· Σ. Δεβάρη, ό.π., τ. 14, σελ. 744.
4. Βλ. A. Bertholet, Wörterbuch der Religionen, σελ. 520.
5. Βλ. A. Bertholet, Wörterbuch der Religion, σελ. 69· G. Lanczkowski, LexThK, τ. VIX, σελ. 45· Σ. Δεβάρη, ό.π., τ. 14, σελ. 744.
6. Αναλυτικά βλ. G. Lanczkowski, ό.π., σελ. 45· Σ. Δεβάρη, ό.π., σελ. 744 εξ.· W. Zöchler ό.π., σελ. 145 εξ.
7. Αναλυτικά βλ. G. Lanczkowski, ό.π., σελ. 45· Σ. Δεβάρη, ό.π., σελ. 744 εξ.·W. Zöchler, ό.π., σελ. 145 εξ. Ειδικά για το Σουφικό dhirk, τη συνεχή δηλαδή μνήμη τού Θεού και την χρήση τού κομβολογίου στο Ισλάμ, βλ. Α. Γιαννουλάτου, Ισλάμ, σελ. 190 κ.εξ. Για την χρήση τού κομβολογίου και των 99 ονομάτων τού Θεού βλ. A. Schimmel, Mystische Dimensionen des islam, σελ. 252 εξ.
8. Ο Ruzbihan BAQLI.
9. A. Schimmel, ό.π., σελ. 245 εξ. Αλλες παρόμοιες περιγραφές Σούφι γιά την χρησιμότητα ή μή τού κομπολογίου βλ. στο ίδιο, σελ. 168-169· 222-223.
10. Δευτ. 6,4-9: «Άκουε, Ισραήλ· Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστίν· και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης τ��ς ψυ��ής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου και έσται τά ρήματα ταύτα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, εν τή καρδίᾳ σου και εν τη ψυχή σου· και προβιβάσεις αυτά τούς υιούς σου και λαλήσεις εν αυτοίς καθήμενος εν οίκω και πορευόμενος εν οδώ και κοιταζόμενος και διανιστάμενος· και αφάψεις αυτά εις σημείον επί της χειρός σου, και έσται ασάλευτον πρό οφθαλμών σου· και γράψετε αυτά επί τας φλιάς των οικιών υμών και των πυλών υμών». Μέσα στα φυλακτήρια, εκτός από το Δευτ. 6, 4-9, ήταν τοποθετημένες περγαμηνές με τα χωρία της Εξ. 13,3 10, 11-16 και τού Δευτ. 11,13-21.
11. Γιά τίς παραλλαγές τού ρωμαιοκαθολικού κομβολογίου, τίς αντίστοιχες ονομασίες του, πού είναι αρκετές (π.χ. το δομινικανικό κομβολόγιο, το συνηθισμένο -rosario, το μεσσαίο, το μικρό, το αγγελικό ροσάριο - Rosarium angelicum, capellaria-corona), καθώς επίσης και για την εν γένει χρήση του, βλ. αναλυτικά W. Zöchler, ό.π., σελ. 146-150.
12. Κατά την ναυμαχία αυτή ο συμμαχικός στόλος της Βενετίας, της Ισπανίας και τού πάπα Πίου τού Εʹ νίκησε κατά κράτος τον τουρκικό στόλο. Ήταν η πρώτη νίκη χριστιανικών δυνάμεων κατά των οθωμανικών και πολύ σημαντική, γιατί απέδειξε ότι οι Τούρκοι δεν ήσαν αήττητοι. Η λαμπρή αυτή νίκη αποδόθηκε στην δύναμη της προσευχής τού κομβολογίου. Βλ. περισσ. W. Zöchler, ό.π., σελ. 149.
13. Βλ. W. Zöchler, ό.π., σελ. 150· F. Kattenbusch, Lehrbuch, σελ. 535.
14. Στο Άγιο Όρος οι Μοναχοί κατασκευάζουν κομποσκοίνια και από το αποξηραμένο άνθος ενός φυτού, πού είναι γνωστό ως το «δάκρυ της Παναγιάς». Βλ. «Το κομποσχοίνι. Σκέψεις ενός Αγιορείτου Μοναχού», (ανάτυπο από το περιοδικό «Αγιορείτικη Μαρτυρία» της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, τ. 12-13, σελ. 155, 1991), Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 8.
15. Κάθε κόμβος πλέκεται επί εννέα φορές και συμβολίζει τα εννέα αγγελικά Τάγματα ή, σύμφωνα με άλλη προφορική παράδοση των Μοναχών, κάθε κόμβος πλέκεται επί επτά φορές και συμβολίζει τα επτά Μυστήρια της Εκκλησίας.
16. Επίσης, με την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών» ή με την ευχή προς ένα Άγιο «Άγιε/Αγία... πρέσβευε υπέρ ημών». Η ευχή προς τον Άγιο επαναλαμβάνεται στην χάντρα τού κομποσκοινίου.
17. Γιά περισσότερα, βλ. Επισκ. Διοκλείας Ware, Η Δύναμη τού ονόματος, σελ. 27-29. Ο συγγραφέας για το θέμα της επανάληψης της ευχής, μεταξύ άλλων, παραθέτει (ό.π., σελ. 28) και την συμβουλή τού Επισκόπου Αγίου Θεοφάνους τού Εγκλείστου, πού είναι διαφωτιστική: «Μη σε πειράζει το πόσες φορές λες την ευχή. Ας είναι τούτη η μοναδική σου έγνοια: να ξεπηδήσει από την καρδιά σου με αυξανόμενη ορμή, σαν πηγή ζωντανού νερού. Απόδιωξε ολοκληρωτικά από το πνεύμα σου κάθε σκέψη για ποσότητα...».
18. Ο αριθμός των επαναλήψεων εξαρτάται από τον Κανόνα τού Γέροντα και ποικίλλει από Μονή σε Μονή.
19. Βλ. K. Nitzschke, «Rosenkranz», Evangelisches Kirchenlexikon, σελ. 629· A. Bertholet, Wörterbuch der Religionen, σελ. 520· την ίδια πιθανότητα υποστηρίζει και ο F. Heiler, Erscheinungsformen der Religion, σελ. 69.
20. Ο.π., σελ. 69.
21. Migne, PG 67, 1377D. 1380Α.
22. «Πρός Λαύσον Ιστορίαν», Migne, PG 34, 1068 B-C.
23. Για να δούμε από πόσο παλιά ίσχυε η αρχή αυτή της απλότητας, θα αναφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την ζωή τού Αβά Μακαρίου πού παραθέτει ο J. Meyendorff (τού ιδίου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σελ. 33): «Ρώτησαν κάποτε τον Αβά Μακάριο: Πώς πρέπει να προσευχόμαστε; Ο Γέροντας απάντησε: Δεν υπάρχει ανάγκη να χάνεσαι στα λόγια. Είναι αρκετό ν απλώσεις τά χέρια και να πεις: Κύριε, όπως θέλεις και όπως ξέρεις ελέησόν με. Αν σε πιέζει η μάχη πες: Κύριε, βοήθα! Αυτός ξέρει τι χρειάζεσαι και θα σε ελεήσει». Μετά την παράθεση ο J. Meyendorff (ό.π., σελ. 33) εκφράζει την άποψη ότι: «Η πρωταρχική μορφή της Προσευχής τού Ιησού φαίνεται λοιπόν πως είναι το Κύριε ελέησον και πού η μόνιμη επανάληψή του στις ανατολικές λειτουργίες ανάγεται ως τούς Πατέρες της Ερήμου».
24. Ο J. Meyendorff, ό.π., σελ. 31, σημειώνει την τεράστια σημασία τού τελευταίου στοιχείου, πού το περιέλαβε η Ορθόδοξη Μοναχική Παράδοση στην αδιάλειπτη νοερή προσευχή, διορθώνοντας τον Ευάγριο Ποντικό († 399 μ.Χ.), πού δεν αναφέρονταν στο πρόσωπο τού Ιησού. Έτσι από την αρχή δόθηκε χριστολογική διάσταση στην νοερή προσευχή.
25. Η Χριστιανική Κοινότητα, ομολογώντας τα παραπάνω, στην ουσία ξαναδιάβασε τον Προφήτη Ιωήλ και την ρήση του, ότι κατά την Ημέρα του Κυρίου, δηλαδή κατά τούς έσχατους χρόνους, «...και έσται πας γάρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται...» (Ιωήλ 3,5) και είδε πλέον την ρήση τού Προφήτη να εκπληρώνεται στο πρόσωπο τού Κυρίου Ιησού Χριστού.
26. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, σελ.262-263.
27. Βλ. Κοσμά τού Αιτωλού, Διδαχή Εʹ (έκδ. Ι. Μενούνου, σελ. 273).
28. Εννοεί να «γυρίσουν», να ολοκληρώσουν τη μέτρηση των κόμβων του κομποσχοινίου και να την επαναλάβουν πενήντα και εκατό φορές.
29. Βλ. Ι. Μενούνου, ό.π., σελ. 274.

Η Ερμηνεία της Μεγάλης Επίκλησης



 

 

 

Η Ερμηνεία της Μεγάλης Επίκλησης


Η Μεγάλη Επίκληση

Από την εστία του Φωτός, μέσα από τη διάνοια του Θεού
Ας διαχυθεί φως μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων
Το Φως ας κατέλθει στη Γη.
Από την εστία της Αγάπης, μέσα από την καρδιά του Θεού
Ας διαχυθεί αγάπη μέσα στις καρδιές των ανθρώπων
Είθε ο Χριστός να γυρίσει στη Γη.
Από το κέντρο όπου η Θέληση του Θεού είναι γνωστή
Ο σκοπός ας καθοδηγεί τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων
Ο Σκοπός που οι Διδάσκαλοι γνωρίζουν και υπηρετούν.
Από το κέντρο που ονομάζουμε φυλή των ανθρώπων
Το Σχέδιο της Αγάπης και του Φωτός ας πραγματοποιηθεί
Και είθε να σφραγίσει την πύλη του κακού.
Το Φως, η Αγάπη και η Δύναμη ας αποκαταστήσουν το Σχέδιο
πάνω στη Γη.


Η ομορφιά και η δύναμη αυτής της Επίκλησης έγκειται στην απλότητά της και στην έκφραση ορισμένων κεντρικών αληθειών που όλοι οι άνθρωποι, έμφυτα και φυσιολογικά δέχονται – την αλήθεια ότι υπάρχει μια βασική Νοημοσύνη στην Οποία αόριστα δίνουμε το όνομα του Θεού. Την αλήθεια ότι πίσω από παν το φαινόμενο, η κινούσα δύναμη του σύμπαντος είναι Αγάπη. Την αλήθεια ότι μια μεγάλη Ατομικότητα, που οι Χριστιανοί αποκαλούν Χριστό, ήρθε στη γη και ενσωμάτωσε εκείνη την αγάπη έτσι ώστε να μπορούμε να την καταλάβουμε. Την αλήθεια ότι και η αγάπη και η νοημοσύνη είναι αποτελέσματα αυτού που αποκαλείται Θέληση του Θεού. Και τελικά η αυταπόδεικτη αλήθεια ότι μόνο μέσω της ίδιας της ανθρωπότητας μπορεί να εκπληρωθεί το θείο Σχέδιο.
Ολόκληρη η Επίκληση αναφέρεται σε εκείνη την επικείμενη, επισκιάζουσα και αποκαλυπτική παρακαταθήκη ενέργειας, την άμεση αιτία όλων των γεγονότων στη Γη που δείχνουν την ανάδυση εκείνου που είναι νέο και καλύτερο. Αυτά τα γεγονότα καταδεικνύουν την κίνηση προς τα εμπρός της ανθρώπινης συνείδησης για περισσότερο φως.
Η συνηθισμένη επικλητική δέηση έως τώρα υπήρξε εγωιστική στη φύση της και ευκαιριακή στη διατύπωσή της. Οι άνθρωποι έχουν προσευχηθεί για λογαριασμό τους. Έχουν επικαλεσθεί θεία βοήθεια για εκείνους που αγαπούν. Έχουν δώσει μια υλική ερμηνεία στις βασικές ανάγκες τους. Αυτή η επίκληση είναι μια παγκόσμια προσευχή. Δεν περιέχει κάποια δέηση προσωπικού χαρακτήρα ούτε κάποια προσωρινή ώθηση για επίκληση. Εκφράζει την ανάγκη της ανθρωπότητας και διαπερνώντας όλες τις δυσκολίες, τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα φθάνει κατ' ευθείαν στη Διάνοια και την Καρδιά του Ενός εντός του Οποίου ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε – ο Ένας ο Οποίος θα μείνει μαζί μας μέχρι το τέλος του ίδιου του χρόνου και "έως ότου κι ο τελευταίος κουρασμένος προσκυνητής να έχει βρει το δρόμο για το σπίτι του."

Από την εστία του Φωτός, μέσα από τη διάνοια του Θεού
Ας διαχυθεί φως μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων
Το Φως ας κατέλθει στη Γη.
Στις πρώτες τρεις γραμμές, γίνεται μνεία στη Διάνοια του Θεού, ως σημείου εστίασης για θείο φως. Αυτό αναφέρεται στην ψυχή όλων των πραγμάτων. Ο όρος ψυχή με τη σημαντική ιδιότητα της φώτισής της περιλαμβάνει την ανθρώπινη ψυχή και εκείνο το συγκεντρωτικό σημείο του φωτός που θεωρούμε ως 'επισκιάζουσα' ψυχή της ανθρωπότητας. Εκείνη η ψυχή φέρνει φως και εξαπλώνει το φωτισμό. Είναι απαραίτητο πάντα να θυμούμαστε ότι το φως είναι δρώσα ενέργεια. Όταν επικαλούμαστε τη Διάνοια του Θεού και λέμε: "Ας διαχυθεί φως μέσα στις διάνοιες τω ανθρώπων, το φως ας κατέλθει στη γη", εκφωνούμε μια από τις μεγάλες ανάγκες της ανθρωπότητας και – εάν η επίκληση και η προσευχή σημαίνουν κάτι – η απάντηση είναι σίγουρη. Όταν βλέπουμε ότι ανέκαθεν όλοι οι άνθρωποι, κάθε ηλικίας και σε κάθε κατάσταση, έχουν την παρόρμηση να απευθύνουν μια δέηση προς το αόρατο πνευματικό Κέντρο, αποκτούμε σταθερά τη βεβαιότητα ότι ένα τέτοιο κέντρο υπάρχει. Η Επίκληση είναι τόσο παλαιά όσο και η ανθρωπότητα η ίδια.
Μας έχει λεχθεί από το Χριστό ότι οι άνθρωποι "αγαπούν το σκότος παρά το φως επειδή τα έργα τους είναι κακά." Εντούτοις, μια από τις μεγάλες αναδυόμενες ομορφιές του παρόντος είναι ότι το φως ρίχνεται σε κάθε σκοτεινό τόπο και δεν υπάρχει τίποτα κρυφό που δεν θα αποκαλυφθεί. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν το σκοτάδι που υπάρχει και τη δυστυχία και συνεπώς προσμένουν το φως. Ο φωτισμός των διανοιών των ανθρώπων, έτσι ώστε να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, μπορεί να φέρει την κατανόηση των ορθών κινήτρων και τώρα πλέον αποτελεί σημαντική ανάγκη να επέλθουν ορθές ανθρώπινες σχέσεις. Στο φως που ο διαφωτισμός φέρνει, θα δούμε τελικά το φως και η ημέρα θα έρθει που χιλιάδες γιοι των ανθρώπων και αμέτρητοι όμιλοι θα είναι σε θέση να λέγουν μαζί με τον Ερμή και τον Χριστό: "Εγώ Ειμί (ή είμαστε) το φως του κόσμου."
Από την εστία της Αγάπης, μέσα από την καρδιά του Θεού
Ας διαχυθεί η αγάπη μέσα στις καρδιές των ανθρώπων
Είθε ο Χριστός να γυρίσει στη Γη
Το δεύτερο τρίστιχο, αφορά την Καρδιά του Θεού και έχει να κάνει με το σημείο εστίασης της αγάπης. Αυτή η 'καρδιά' του εκδηλωμένου κόσμου είναι η πνευματική Ιεραρχία – εκείνος ο μεγάλος παράγοντας μεταβίβασης της αγάπης σε κάθε μορφή στη θεία εκδήλωση. Η αγάπη είναι μια ενέργεια που πρέπει να φθάσει στις καρδιές των ανθρώπων και να γονιμοποιήσει την ανθρωπότητα με την ποιότητα της με αγάπη κατανόησης. Αυτός είναι ό,τι εκφράζεται όταν η αγάπη και η νοημοσύνη έρχονται σε σύζευξη.
Όταν οι μαθητές εργάζονται για την αναγνώριση του Χριστού, θα έρθει ο καιρός που Εκείνος θα μπορεί και πάλι να κινηθεί μεταξύ των ανθρώπων δημόσια. Θα μπορεί να αναγνωριστεί δημόσια και να εκτελέσει έτσι το έργο Του στα εξωτερικά επίπεδα της ζωής όπως κάνει στα εσωτερικά. Ο Χριστός είπε όταν αποχαιρετούσε τους μαθητές του: "Θα είμαι μαζί σας για πάντα, ως το τέλος των ημερών."
Όταν έλθει ο Χριστός, θα σημειωθεί άνθιση και μεγάλη δραστηριότητα του δικού Του τύπου συνείδησης μεταξύ των ανθρώπων. Θα απελευθερώσει μέσα στον κόσμο των ανθρώπων τη δύναμη και τη διακρίνουσα ενέργεια της ενορατικής αγάπης. Τα αποτελέσματα της διανομής αυτής της ενέργειας της αγάπης θα είναι διπλά:
Πρώτον, η δρώσα ενέργεια της με αγάπη κατανόησης θα κινητοποιήσει μια τεράστια αντίδραση ενάντια στη δύναμη του μίσους. Το μίσος, ο διαχωρισμός και ο αποκλεισμός θα φθάσουν να θεωρούνται ως η μόνη αμαρτία, γιατί θα αναγνωριστεί ότι όλες οι αμαρτίες, όπως απαριθμούνται και εκλαμβάνονται τώρα απορρέουν από το μίσος ή από το προϊόν της, την αντικοινωνική συνείδηση.
Δεύτερον, αμέτρητοι άνδρες και οι γυναίκες σε κάθε τόπο θα σχηματίσουν ομίλους για την προώθηση της καλής θέλησης και την προαγωγή ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Τόσο μεγάλος θα είναι οι αριθμός τους που από μια μικρή και σχετικά ασήμαντη μειονότητα, θα γίνουν η μεγαλύτερη και πιο δραστική δύναμη στον κόσμο.
Από το κέντρο όπου η Θέληση του Θεού είναι γνωστή
Ο σκοπός ας καθοδηγεί τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων
Ο Σκοπός που οι Διδάσκαλοι γνωρίζουν και υπηρετούν.
Στο τρίτο τρίστιχο, έχουμε την προσευχή να οδηγηθεί σε συμμόρφωση προς το θέλημα του Θεού η ανθρώπινη θέληση, έστω κι αν αυτή μπορεί να μη κατανοείται. Υπάρχει η ένδειξη, σε αυτές τις τρεις γραμμές, ότι η ανθρωπότητα από μόνη της δεν μπορεί ακόμα να συλλάβει το σκοπό του Θεού, εκείνη την όψη του θείου που επιδιώκει να βρει άμεση έκφραση πάνω στη γη. Αλλά σίγουρα, δεδομένου καθώς ο σκοπός της Θέλησης του Θεού επιδιώκει να επηρεάσει την ανθρώπινη θέληση, εκφράζεται με τους ανθρώπινους όρους ως καλή θέληση, ως ζωντανή αποφασιστικότητα ή σταθερή πρόθεση για να επιφέρει ορθές ανθρώπινες σχέσεις. Παραμένει μεγάλο μυστήριο το τι είναι ουσιαστικά η θεία θέληση. Ακόμη και Χριστός ο ίδιος αγωνίστηκε με το πρόβλημα της θείας θέλησης, και απευθυνόμενος στον Πατέρα τη στιγμή που συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την έκταση και την πολυπλοκότητα της αποστολής Του ως παγκόσμιο λυτρωτή. Φώναξε τότε: "Πάτερ, το δικό σου θέλημα ας γίνει και όχι το δικό μου." Εκείνα τα λόγια χαρακτήρισαν την εγκατάλειψη των μέσων δια των οποίων προσπαθούσε να σώσει την ανθρωπότητα. Του έδειξε αυτό που εκείνη την περίοδο εμφανιζόταν ως προφανής αποτυχία και ότι η αποστολή του δεν είχε ολοκληρωθεί. Επί δύο σχεδόν χιλιάδες έτη περιμένει να φέρει εκείνη την αποστολή σε καρποφορία. Δεν μπορεί να προχωρήσει στην αποστολή που Του ανατέθηκε, χωρίς αμοιβαία δράση από την ανθρωπότητα.
Αυτή η Επίκληση είναι παραδόξως και ουσιαστικά το Μάντραμ του Χριστού και "ο ήχος της απευθύνεται" σε ολόκληρο τον κόσμο δια της δικής Του εξαγγελίας και μέσω της χρήσης της από την πνευματική Ιεραρχία. Τώρα τα λόγια της πρέπει να προβάλουν σε όλο τον κόσμο με τη βοήθεια της απαγγελίας της από ανθρώπους άτομα παντού και η έννοιά της πρέπει να εκφραστεί από τις μάζες εν ευθέτω χρόνω. Τότε ο Χριστός θα μπορεί και πάλι "να κατεβεί στη γη" και "να δει το μόχθο της ψυχής του και θα ικανοποιηθεί."
Από το κέντρο που ονομάζουμε φυλή των ανθρώπων
Το Σχέδιο της Αγάπης και του Φωτός ας πραγματοποιηθεί
Και είθε να σφραγίσει την πύλη του κακού.
Στο τέταρτο τρίστιχο, αφού έχει γίνει πλέον η επίκληση των τριών όψεων ή δυνάμεων, ήτοι της Διάνοιας, της Αγάπης και της Θέλησης, έχουμε ένδειξη της αγκυροβόλησης όλων αυτών των δυνάμεων στην ίδια την ανθρωπότητα, "το κέντρο που ονομάζουμε φυλή των ανθρώπων." Εδώ, και μόνον εδώ, μπορούν και όλες οι τρεις θείες ποιότητες – σε χρόνο και χώρο – να εκφραστούν και να βρουν την εκπλήρωση τους. Εδώ και μόνον εδώ μπορεί αληθινά να γεννηθεί η αγάπη, να λειτουργήσει ορθά η νοημοσύνη, και η θέληση του Θεού να εκτυλίξει αποτελεσματικά τη θέληση-για-το καλό. Από την ανθρωπότητα, μόνη και χωρίς βοήθεια (εκτός από το θείο πνεύμα μέσα σε κάθε άνθρωπο), θα μπορέσει να σφραγιστεί η "πύλη του κακού". Αυτή η τελική γραμμή της τέταρτης στροφής χρειάζεται ίσως εξήγηση. Πρόκειται για ένα συμβολικό τρόπο να εκφραστεί η ιδέα του να καταστούν οι κακοί σκοποί ανενεργοί και μη δραστικοί. Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη τοποθεσία όπου το κακό ενοικεί. Στην Αποκάλυψη, η Καινή Διαθήκη μιλά για το κακό και την καταστροφή του διαβόλου και την αποδυνάμωση του Σατανά.
Η "θύρα του κακού" διατηρείται ανοικτή από την ανθρωπότητα μέσω των εγωιστικών επιθυμιών της, του μίσους και της χωριστικότητας, από την πλεονεξία και τα φυλετικά και εθνικά εμπόδια, τις ποταπές προσωπικές φιλοδοξίες και την αγάπη για δύναμης και σκληρότητα. Καθώς η καλή θέληση και το φως θα διαχύνονται στις διάνοιες και τις καρδιές των ανθρώπων, αυτές οι κακές ποιότητες και αυτές οι κατευθυνόμενες ενέργειες που διατηρούν την θύρα του κακού ανοικτή, θα δώσουν τη θέση τους στις ορθές ανθρώπινες σχέσεις, σε μια αποφασιστικότητα να δημιουργηθεί ένας καλύτερος και ειρηνικότερος κόσμος και σε μια παγκόσμια έκφραση του καλού. Δεδομένου ότι αυτές οι ποιότητες εκτοπίζουν τιςς παλαιές και ανεπιθύμητες, η θύρα όπου το κακό ενοικεί συμβολικά θα αργοκλείσει κάτω από το βάρος της κοινής γνώμης και μέσω της ορθής ανθρώπινης επιθυμίας. Τίποτα δεν είναι δυνατόν αυτό να το σταματήσει.
Έτσι το αρχικό Σχέδιο θα αποκατασταθεί πάνω στη γη. Ταυτόχρονα, η θύρα προς τον κόσμο της πνευματικής πραγματικότητας θα ανοίξει ενώπιον της ανθρωπότητας και η θύρα όπου το κακό ενοικεί θα κλείσει. Κατά συνέπεια μέσω του "κέντρου που ονομάζουμε φυλή των ανθρώπων" το σχέδιο της Αγάπης και του Φωτός θα εκπληρωθεί και θα χτυπήσουν το θανάσιμο πλήγμα του κακού, του εγωισμού και της χωριστικότητας, σφραγίζοντας το για πάντα στον τάφο του θανάτου, και κατά συνέπεια ο σκοπός του Δημιουργού των πάντων επίσης θα εκπληρωθεί.
Το Φως, η Αγάπη και η Δύναμη ας αποκαταστήσουν το Σχέδιο πάνω στη Γη.
Είναι προφανές ότι οι πρώτες τρεις στροφές επικαλούνται, προσκαλούν, ή απευθύνουν δέηση, στις τρεις όψεις της θείας ζωής που αναγνωρίζονται παγκοσμίως – ήτοι τη διάνοια του Θεού, την αγάπη του Θεού και τη θέληση ή το σκοπό του Θεού. Η τέταρτη στροφή επισημαίνει τη σχέση της ανθρωπότητας με τις τρεις ενέργειες: της νοημοσύνης, της αγάπης και της θέλησης. Επίσης τη βαθιά ευθύνη της ανθρωπότητας να συντελέσει την εξάπλωση της αγάπης και του φωτός πάνω στη γη, προκειμένου να αποκατασταθεί το Σχέδιο. Αυτό το Σχέδιο προσκαλεί την ανθρωπότητα να εκφράσει Αγάπη και καλεί τους ανθρώπους "να αφήσουν το δικό τους φως να διαλάμψει." Τότε έρχεται η τελική ιεροπρεπής αίτηση αυτό το "Σχέδιο της Αγάπης και του Φωτός," να εκπληρωθεί μέσω της ανθρωπότητας, που μπορεί "να σφραγίσει τη θύρα του κακού." Η τελική γραμμή μετά, περιέχει την ιδέα της αποκατάστασης, που δείχνει την τονική σκέψη για το μέλλον και ότι θα έρθει η ημέρα που η αρχική ιδέα του Θεού και η αρχική πρόθεσή Του δεν θα αναστέλεται πλέον από την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου και από το κακό, από τον απόλυτο υλισμό και τον εγωισμό. Τότε ο θείος σκοπός, μέσω της αλλαγής στην καρδιά και στις επιδιώξεις της ανθρωπότητας, θα επιτευχθεί.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Ὁ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­έν­νι­ος, βί­ος - ἔρ­γα - δι­δα­σκα­λί­α

Ὁ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­έν­νι­ος, βί­ος - ἔρ­γα - δι­δα­σκα­λί­α


Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χ. Ιωαννίδης, Καθηγητής

Ἡ ἐρ­γα­σί­α αὐ­τή ὑ­πο­βλή­θη­κε ὡς δι­δα­κτο­ρι­κή δι­α­τρι­βή, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Βε­λι­γρα­δί­ου, ἀπό τήν ὁποία καί ἐ­γκρί­θη­κε ἀ­π᾿ αὐ­τήν (1981). Ἀ­πο­τε­λεῖ συ­στη­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση τοῦ βί­ου, τοῦ ἔρ­γου καί τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου, σημαντικῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος τοῦ τέ­λους τοῦ ΙΔ΄ καί τῶν ἀρ­χῶν τοῦ Ι­Ε΄ αἰ­ῶ­νος.

Τό ὅ­λο ἔρ­γο ἐ­κτός Προ­λό­γου, Πε­ρι­ε­χόμενα, Συ­ντο­μο­γρα­φίες καί βι­βλι­ο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νει Εἰ­σα­γω­γή, παρουσίαση τοῦ  βί­ου καί τοῦ συγ­γ­ρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ  Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου (Μέ­ρος πρῶ­το), τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Βρυ­εννί­ου (Μέ­ρος δεύ­τε­ρο), Ἐ­πι­λε­γό­με­να καί πε­ρί­λη­ψη στή γαλ­λι­κή γλώσ­σα.

Ἡ Εἰ­σα­γω­γή (σ. 17-67) ἐξετάζει τό ἱ­στο­ρι­κο­θε­ο­λο­γι­κό πλαί­σι­ο τῆς ἐ­πο­χῆς ὅ­που ἔ­ζη­σε καί ἔ­δρα­σε ὁ Βρυ­έν­νι­ος. Ἐκτίθεται ἡ πο­λι­τι­κή, ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κή καί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς περιόδου ἐ­κεί­νης μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρά στήν Κρή­τη καί τήν Κύ­προ, ὅ­που ἔ­δρα­σε σέ ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κό καί θε­ο­λο­γι­κό ἐπίπεδο ὁ Βρυ­έν­νι­ος, κα­θώς ἐ­πί­σης καί στίς ἡ­συ­χα­στι­κές ἔ­ρι­δες στό Βυ­ζά­ντι­ο, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὑπῆρξαν πο­λύ ση­μα­ντι­κές καί γι­ά τόν ἴ­δι­ο τόν Βρυ­έν­νι­ο, νε­ώ­τε­ρο δι­ά­δο­χο τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ. Στήν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο τῆς Εἰ­σα­γω­γῆς πε­ρι­γρά­φο­νται τά θε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα τῆς πε­ρι­ό­δου καί ἐ­κτί­θε­νται οἱ βα­σι­κές θε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις τοῦ πα­λα­μι­σμοῦ, τίς ὁ­ποῖ­ες υἱ­ο­θέ­τη­σε καί ὁ Βρυ­έν­νι­ος.

Στό πρῶ­το μέ­ρος τῆς ἐρ­γα­σί­ας (σ. 69-136) παρουσιάζεται ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου. Ἀ­π᾿ αὐ­τήν προ­κύ­πτει ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­σήφ γεν­νή­θη­κε πε­ρί τό 1350 καί πέ­θα­νε τό 1431 στήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ἔ­δρα­σε στήν Κων/λη, τήν Κρή­τη καί τήν Κύ­προ καί ἐρ­γά­στη­κε γι­ά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δό­ξων καί Λατίνων. Στή συ­νέ­χει­α ἀκολουθεῖ πε­ρι­γρα­φή τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου μέ βά­ση τή χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση. Κα­τα­βλή­θη­κε με­γά­λη προ­σπά­θει­α γι­ά τήν ἀ­νεύ­ρε­ση καί τα­ξι­νό­μη­ση ὅ­λων σχε­δόν τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν χει­ρο­γρά­φων τῶν ἔρ­γων τοῦ Βρυ­εν­νί­ου τά ὁποῖα βρί­σκο­νται διεσπαρμένα σέ πολ­λές βι­βλι­ο­θῆ­κες, μοναστηριακές ἤ μή ἀνά τόν κό­σμο. Με­ρι­κά ἀ­π᾿ αὐ­τά τά χει­ρό­γρα­φα χρησιμοποιήθηκαν κα­τά τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α τῆς με­λέ­της αὐ­τῆς, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅσα πε­ρι­λαμ­βά­νουν τά ἀ­νέκ­δο­τα ἔρ­γα, ἐ­νῶ γιά τά ἐκδιδόμενα χρησιμοποιήθηκε ἡ ἔκδοση τοῦ Εὐ­γε­νί­ου Βούλ­γα­ρη (Τά Εὑρεθέντα, Λει­ψί­α 1768, 3 τό­μοι).

Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς με­λέ­της, τό καί ἐκτενέστερο (σ. 137-404), εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στήν θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου ἐκτίθεται σέ τέσ­σε­ρα κε­φά­λαι­α: 1. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος (σ. 139-262). 2. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου καί τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ πε­πτωκότος ἀν­θρώ­που (σ. 263-313). 3. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῆς ἀ­σκή­σε­ώς του (σ. 315-382) καί 4. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῶν ἐ­σχά­των (σ. 383-404). Λαμ­βά­νο­ντας ὑ­πό­ψη τή θεματολογία τοῦ συνόλου τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ Βρυ­εν­νί­ου,  κυ­ρι­ώ­τε­ρο καί λε­πτο­με­ρέ­στε­ρο κε­φά­λαι­ο εἶ­ναι τό πε­ρί τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, πού καταλμβάνει σχε­δόν τό 1/4 σχεδόν ὁ­λό­κλη­ρης τῆς με­λέ­της. Σ᾿ αὐ­τό ἐκ­τίθεται ἡ ἐν γέ­νει χρι­στι­α­νι­κή καί ὀρ­θό­δο­ξη ἀντίληψη τοῦ Βρυεννίου πε­ρί Θε­οῦ ὡς Τρι­ά­δος, δη­λα­δή πε­ρί τρι­α­δι­κό­τη­τας τῶν θεί­ων ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἑ­νό­τη­τας τῆς θεί­ας φύ­σε­ως. 

Γίνεται ἀναφορά στίς προ­σω­πι­κές (ὑ­πο­στα­τι­κές) ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Πα­τρός, τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καί το­νί­ζεται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ πα­ρα­δο­σι­α­κή ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­ντί­λη­ψη τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς Μο­ναρ­χί­ας τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός ὡς πη­γῆς καί ἑ­νό­τη­τας τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων. Στή συ­νέ­χει­α ἐκ­τίθεται ἡ -ἐμ­φα­νῶς πα­λα­μι­κή- ἀ­ντί­λη­ψη τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί δι­α­κρί­σε­ως οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας στόν Θε­ό, καί τέ­λος ἐ­ξε­τά­ζεται λε­πτο­με­ρῶς ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Στό τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό θέ­μα, πού πε­ριλαμβάνει τρεῖς ἐπιμέρους πα­ρα­γρά­φους, ἔχει δοθεῖ ἰδιαίτερη προ­σο­χή γι­α­τί, ὅ­πως ἀ­ναφέρεται καί στά ἐ­πι­λε­γό­με­να, με­τα­ξύ τῶν θε­μά­των μέ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­σχο­λή­θη­κε ὁ Βρυ­έν­νι­ος, τό πρό­βλη­μα τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τέ­χει κε­ντρι­κή θέ­ση, καθῶς ὑ­πῆρ­ξε βα­σι­κό θέ­μα στίς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κο­θε­ο­λο­γι­κές συ­να­ντή­σεις καί συ­νο­μι­λί­ες πού εἶ­χε ὁ Βρυ­έν­νι­ος  μέ ἐκπροσώπους τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.

Ἡ λε­πτο­με­ρής πα­ρου­σί­α­ση τοῦ τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ κε­φα­λαί­ου θά ἀ­παι­τοῦ­σε πο­λύ χῶ­ρο, σέ ἕ­να δέ τέ­τοι­ου εἴ­δους ὑ­πό­μνη­μα πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε νά το­νί­σου­με μό­νο τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς τρι­α­δι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Βρυ­εν­νί­ου. Ἡ τρι­α­δο­λο­γί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πη­γά­ζει ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας πε­ρί ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Βρυ­έν­νι­ος ἄ­ρι­στα γνω­ρί­ζει καί εὑ­ρέ­ως χρη­σι­μο­ποι­εῖ. Ἰ­δι­αί­τε­ρα το­νί­ζου­με τόν πα­λα­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς τρι­α­δο­λο­γί­ας του (δι­ά­κρι­ση ἐν τῷ Θε­ῷ οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γει­ας, δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῶν ἀ­κτί­στων θείων ἐ­νερ­γει­ῶν), χά­ρη στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Βρυ­έν­νι­ος γί­νε­ται καί σή­με­ρα ἐπίκαιρος, ἄν λά­βου­με ὑ­πό­ψη τήν ἀ­να­ζω­πύ­ρω­ση  τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντος γι­ά τόν ἡ­συ­χα­σμό καί τήν ἡ­συ­χα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α στό σύ­νο­λό της, καί μά­λι­στα ὄ­χι μό­νο στόν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο. Ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α δίδεται στή στά­ση τοῦ Βρυ­έν­νι­ου στό θέμα τῆς ὑ­πο­στα­τι­κῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μό­νον ἐκ Πα­τρός καί στήν ἀδυναμία τῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῆς λα­τι­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί τοῦ Filioque, ἐφόσον ἡ λα­τι­νι­κή σχο­λα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α δέν δέχεται τήν ἀρ­χαί­α ἀ­να­το­λι­κή δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν καί ἐ­νερ­γη­τι­κῆς, ὄ­χι ὑ­πο­στα­τι­κῆς, ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στόν κό­σμο ἐκ Πα­τρός καί Υἱ­οῦ. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὁ Βρυ­έν­νι­ος -πα­ρά τήν πο­λε­μι­κή θε­ο­λο­γί­α του- ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἕ­νας πρα­γμα­τι­κός οἰ­κου­με­νι­στής τῆς Ἀ­να­το­λῆς κα­τά τήν ἐποχή πρίν ἀ­πό τήν σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρε­ντί­ας, γι­α­τί ἡ κρι­τι­κή του στό λα­τι­νι­κό Filioque δέν ἔ­κλει­σε ὅ­λες τίς θύ­ρες γι­ά τήν ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν, ἀλ­λά στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἔ­δει­χνε δρό­μους καί δυ­να­τό­τη­τες μι­ᾶς ὀρ­θῆς ἑ­νό­τη­τας μέ βά­ση τήν κοι­νή πί­στη τῶν ἀρ­χαί­ων Πα­τέ­ρων.

Τά ἑ­πό­με­να δύ­ο κε­φά­λαι­α τῆς με­λέ­της ἀναφέρονται   στήν Χρι­στο­λο­γί­α καί Σω­τη­ρι­ο­λο­γί­α (Κεφ. 2), καθώς καί στή δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί ἀν­θρώ­που καί ἀ­σκη­τι­κῆς ζω­ῆς (Κεφ. 3). Τά κε­φά­λαι­α αὐ­τά εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρης ἔκτασης λόγῳ τοῦ περιορισμένου ὑλικοῦ τῶν πηγῶν (ἰδιαίτερα τό περί Ἐκκλησίας θέμα θίγεται στίς πηγές πολύ λίγο, γι’ αὐτό μόλις καί μπορέσαμε νά βροῦμε κάποιο σχετικό ὑλικό). Στό Κεφ. 2 το­νί­ζεται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή γι­ά ὁ­ρι­σμέ­νες θέσεις τῆς Βυ­ζα­ντι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να. Στό κεφ. 3 παρουσιάζεται ἀρ­κε­τά λε­πτο­με­ρῶς ἡ ἀ­σκη­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐ­πί­σης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή γι­ά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α καί τόν ἀ­σκη­τι­κό ἡ­συ­χα­σμό τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Στό τε­λευ­ταῖ­ο κε­φά­λαι­ο πού εἶ­ναι καί τό μι­κρό­τε­ρο (σ. 383-404), ἐ­κτί­θε­ται ἡ πε­ρί ἐ­σχά­των δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου. Ἀναλύονται τά σχε­τι­κά λί­γα στοι­χεῖ­α ἀπό τά ἔρ­γα τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πού ἀναφέρονται στήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, τή Μέλλουσα Κρί­ση καί τήν Αἰ­ώ­νι­α ζω­ή. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζεται ὁ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὑ­στε­ρο­βυ­ζα­ντι­νός τρό­πος θε­ω­ρή­σε­ως τῆς ἐ­σχα­το­λο­γί­ας ἀ­πό τόν Βρυ­έν­νι­ο, κα­θώς καί ἡ πο­λε­μι­κή του ἐ­να­ντί­ον τῆς νε­ο­φα­νοῦς λα­τι­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῶν πι­στῶν με­τά τόν θά­να­το.

Τό ἔρ­γο κα­τα­κλεί­ε­ται μέ τά Ἐ­πι­λε­γό­με­να (σ. 405-415), ὅ­που δίνου­με πε­ρι­λη­πτι­κῶς τά πο­ρί­σμα­τα τῆς ὅ­λης ἔ­ρευ­νας, μέ πε­ρί­λη­ψη στήν γαλ­λι­κή γλώσ­σα (σ. 412-418), πί­να­κα βι­βλι­ο­γρα­φί­ας (σ. 419-435) καί πί­να­κα τῶν ὀ­νο­μά­των καί πρα­γμά­των (437-441).
 
6. «Εὐ­χαί εἰς τήν Ἑλ­λη­νι­κήν καί Σερ­βι­κήν γλῶσ­σαν ἀ­πο­δι­δό­με­ναι εἰς τόν Ἅ­γι­ον Γρη­γό­ρι­ον Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τόν θαυ­μα­τουρ­γόν».
Ἡ με­λέ­τη αὐ­τή πα­ρου­σι­ά­ζει κεί­με­να εὐ­χῶν στήν ἑλ­λη­νι­κή καί σερ­βι­κή γλώσ­σα πού ἀ­πο­δί­δο­νται στόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τόν θαυ­μα­τουρ­γό. Δι­αι­ρεῖ­ται σέ τρί­α μέ­ρη: α) τήν εἰ­σα­γω­γή, β) τό κεί­με­νο τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν εὐ­χῶν καί γ) τό κεί­με­νο τῶν σερ­βι­κῶν εὐ­χῶν.

α) Στήν εἰ­σα­γω­γή ἀ­να­φέ­ρο­νται οἱ πηγές τῶν κειμένων. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στίς τρεῖς εὐχές στή σερβική γλῶσσα, προέρχονται ἀπό μία συλλογή κειμένων πού περιέχει προσευχές ὑπέρ ἀσθενῶν καί ὑ­πέρ δι­α­φυ­λά­ξε­ως ἀ­πό κά­θε πει­ρα­σμό καί ὀ­νο­μά­ζε­ται Abagarum. Ἡ ἑλληνική εὐχή παραδίδεται, ἀπό ἕξι χειρόγραφους κώδικες. Ἀ­πό τή σύ­γκρι­ση τῶν  εὐ­χῶν προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ εὐ­χή 1 στά σερβικά ἔ­χει κοι­νά ση­μεῖ­α μέ τήν εὐ­χή στά ἑλληνικά, ὥ­στε ἡ πρώ­τη νά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς δι­α­σκευ­ή τῆς δεύ­τε­ρης (σέ πα­ράλ­λη­λες στῆ­λες δίνονται με­ρι­κά ἀ­πό τά κοι­νά ση­μεῖ­α τῶν δύ­ο εὐ­χῶν). Στίς ὑπόλοιπες σερ­βι­κές εὐ­χές, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­να­φο­ρά σέ με­ρι­κούς ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δέν ὑ­πάρ­χουν κοι­νά ση­μεῖ­α μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή εὐ­χή. Στήν συ­νέ­χει­α ἐ­ξε­τά­ζε­ται τό πρό­βλη­μα τοῦ συντάκτη τῶν εὐχῶν. Ἀ­πό ἐ­σω­τε­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ κει­μέ­νου κα­τα­λή­γου­με στό συ­μπέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ Γρη­γό­ρι­ος Νε­ο­και­σα­ρεί­ας δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι ὁ συγ­γ­ρα­φέ­ας τῶν εὐ­χῶν, τό­σο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ὅ­σο καί τῶν σερ­βι­κῶν. Περαιτέρω προ­σπά­θει­ες προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ τοῦ συγ­γ­ρα­φέ­α πα­ρα­μέ­νουν στό στά­δι­ο τῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων. Στη­ρι­ζό­με­νοι σέ μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ κει­μέ­νου θε­ω­ροῦ­με ὡς terminus post quem γιά τή σύνταξή τους τόν Ζ΄ αἰ­ώ­να (πριθανότατα ὅ­μως ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀρκετά ἀρ­γό­τε­ρα, πρά­γμα πού κα­θι­στᾶ τό ἀ­ντι­κεί­με­νο αὐ­τῆς τῆς με­λέ­της οἰκεῖο πρός τό γνω­στι­κό ἀντικείμενο πού καλ­λι­ερ­γεῖ ὁ συγγραφέας). Τέ­λος ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἡ γλώσ­σα τοῦ κει­μέ­νου καί ἐ­πι­ση­μαί­νο­νται οἱ σπά­νι­οι συντακτικοί καί λεκτικοί τύποι.

β) Ἡ εὐ­χή στήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ἀ­πό τόν A. Strittmatter, ἀλ­λά ὄ­χι μέ βά­ση ὅ­λους τούς κώ­δι­κες ποῦ ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ. Κρί­να­με χρή­σι­μο νά τήν ἐ­πα­νεκ­δώ­σου­με χρησιμοποιώντας τούς κώ­δι­κες πού δέν ἔ­λα­βε ὑ­πό­ψη ὁ Strittmatter καί νά ἐπισημάνουμε στή συνέχεια τίς δι­α­φο­ρές πού ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξύ τοῦ κει­μέ­νου τῆς δι­κῆς μας ἔκ­δο­σης καί τοῦ κει­μέ­νου τῆς ἔκ­δο­σης Strittmatter. Νο­μί­ζου­με ὅ­τι ἡ ἐ­πα­νέκ­δο­ση δι­και­ώ­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τήν ἐ­πι­σή­μαν­ση καί χρη­σι­μο­ποί­η­ση τεσ­σά­ρων νέ­ων κω­δί­κων, ἀλ­λά καί ἀ­πό τή συνέκδοσή της μέ τίς εὐχές στά σερβικά. Κά­τω ἀ­πό τό κεί­με­νο τῆς εὐ­χῆς δί­νο­νται πα­ρα­πο­μπές σέ συγ­γε­νῆ ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά χω­ρί­α καί τό κριτικό ὑπόμνημα (apparatus criticus).

γ) Τό κεί­με­νο στά σερβικά δημοσιεύεται γι­ά πρώ­τη φο­ρά, ὅ­πως βρί­σκε­ται στή σερ­βι­κή συλ­λο­γή Abagarum, καί πα­ράλ­λη­λα δίνεται καί ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρου­με καί στήν εἰ­σα­γω­γή, θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἡ ἔκ­δο­ση τῶν εὐ­χῶν αὐ­τῶν ἀποτελεῖ μία μι­κρή συμ­βο­λή στόν ἐμπλου­τι­σμό τοῦ εὐ­χο­λο­γί­ου, ἐνῶ ἐ­πιπλέ­ον προστίθεται στά πολ­λά ἀποδεικτικά στοι­χεῖ­α τῶν στε­νῶν ἑλ­λη­νο­σερ­βι­κῶν σχέ­σεων κα­τά τό Με­σαί­ω­να.
 
11. «Σχέσεις ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα (᾿Ιωσήφ Βρυέννιος – Φώτιος Κιέβου – Βησσαρίων)».
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ ἀνακοίνωση πού ἔγινε στό “Πανελλήνιο ᾿Επιστημονικό Συνέδριο”  “Tό Βυζαντινό Φῶς” : “Mορφές τοῦ Βυζαντίου-῾Ορόσημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ”, ᾿Αθήνα 27, 28 καί 29 Μαρτίου 1998. ᾿Ερευνᾶται μιά πτυχή τῶν σχέσεων τῶν ᾿Εκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα, ὅπως παρουσιάζεται στά πρόσωπα δύο λαμπρῶν ἐκπροσώπων τους, τοῦ διάσημου βυζαντινοῦ θεολόγου ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου (1350-1431) καί τοῦ μητροπολίτου Κιέβου Ρωσίας Φωτίου (1408-1431), ἀναφορικῶς πρός τήν ἑνωτική σύνοδο πού εἶχε ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν ᾿Ανατολική καί Δυτική ᾿Εκκλησία. Παρουσιάζονται ἐπίσης, γιά πρώτη φορά ἀπ᾿ ὅτι γνωρίζουμε, κάποια νέα στοιχεῖα πού θά διευκόλυναν τήν περαιτέρω ἔρευνα γιά τή βιογραφία τοῦ καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Συγκεκριμένα παρατίθενται στοιχεῖα, βάσει τῶν ὁποίων μποροῦμε νά ὑποθέσουμε πολύ πιθανόν ὅτι ὁ Βυσσαρίων σέ νεαρή ἡλικία ἐκτελοῦσε χρέη γραμματέως τοῦ ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου. Αὐτό θεωροῦμε ὅτι ἔχει σημασία γιά τήν προσδιορισμό τῆς  πρώιμης θεολογικῆς στάσης τοῦ Βησσαρίωνα, ἐφόσον ὁ Βρυέννιος ὑπῆρξε ὑπερασπιστής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καί μέ τή διδασκαλία του ἐπηρέασε πολύ ἐκείνους πού στή μετέπειτα σύνοδο τῆς Φλωρεντίας ἀρνήθηκαν κάθε συμβιβαστική λύση ἀντίθετα πρός τόν Βησσαρίωνα.
 
12. “Tέσσερεις ὁμοϊδεάτες τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ διδασκαλία τους περί θείας οὐσίας καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος”.
῾Η μελέτη ἀποτελεῖ ἐπηυξημένη μορφή εἰσηγήσεως στό Διεθνές ᾿Επιστημονικό Συνέδριο “῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί στό παρόν”  (Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999).

Μεταξύ τῶν φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρη-γορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπῆρξαν οἱ γνωστοί γιά τή δράση καί τήν ἡσυχαστική θεολογία τους πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, ᾿Ιωσήφ Καλόθετος, Δαβίδ Δισύπατος καί ὁ ἐλάχιστα γνωστός μοναχός Μᾶρκος ὁ Κυρτός. Στήν ἀρχή παρουσιάζεται σύντομο βιογραφικό σημείωμα τῶν τριῶν πρώτων καί λεπτομερέστερο γιά τόν ἐν πολλοῖς ἄγνωστο Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στή συνέχεια ἀπό τή διδασκαλία τους ἐκτίθενται: 1. Τό πρόβλημα τῆς διακρίσεως θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, καί 2. Τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό θέμα θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τό ἐξετάζουν οἱ τέσσερεις παλαμιστές ἔχοντας ὑπόψη ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα σπουδαῖο μέρος τῆς περί ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτό τή διδασκαλία τους περί διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τήν τοποθετοῦν μέσα στό τριαδολογικό πλάισιο. Κατ᾿ αὐτούς οἱ βάσικές θέσεις τῆς ἄνομης διδασκαλίας τῶν ἀντιησυχαστῶν εἶναι δύο: ῾Η ταύτιση τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας καί ἡ θεώρηση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ὡς κτιστῶν. Γύρω ἀπ᾿ αὐτές τίς θέσεις διεξάγεται ὅλος ὁ ἀντιρρητικός ἀγώνας τους. Πιστεύουν ὅτι ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας εἶναι θεολογικῶς ἀναγκαία, διότι μέ αὐτή διασφαλίζεται τόσο ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἡ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ἡ πίστη τους αὐτή βασιζόταν στήν ῾Αγία Γραφή καί στήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησλίας, ἡ ὁποία βρῆκε τήν τέλεια ἔκφρασή της στήν παλαμική διδασκαλία.

Μέ βάση τή διάκριση αὐτή ἀντιμετώπισαν καί τό θέμα  τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Υποστήριζαν ὅτι ἡ πρόοδος τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι διττή: Καθ᾿ ὕπαρξιν καί κατ᾿ ἐνέργειαν. ῾Η καθ᾿ ὕπαρξιν πρόοδος θεμελιώνεται στήν Πατρική ὑπόσταση καί ἀνήκει στό ἀμέθεκτο μυστήριο τοῦ Θείου τριαδικοῦ ῎Οντος. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν πρόοδος εἶναι κοινό ἔργο τῶν θείων ὑποστάσεων καί ἄρα ἰδιότητα τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Συνεπῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιο προ-έρχεται ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά χαρισματικῶς δίνεται στά κτίσματα διά τοῦ Υἱοῦ. Αὐτή ἡ διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἔργο τῆς κοινῆς ἐνέργειας τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἔχει ἀποκαλυπτικό χαρα-κτήρα.

῾Η διδακαλία αὐτή τῶν τεσσάρων φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄν καί δέν τούς ἀναδεικνύει πρωτότυπους συγγραφεῖς, τούς ἀποκα-λύπτει ὡστόσο ἄξιους ἑρμηνευτές τῆς πατερικῆς παραδόσε-ως καί ἰδιαίτερα τῆς ἡσυχαστικῆς.
Ἰδιαίτερη συμβολή  τῆς παρούσης ἐγασίας στήν ἔρευ-να ἀποτελεῖ ὁ βίος καί οἱ θεολογικές ἀπόψεις τοῦ μοναχοῦ Μάρκου τοῦ Κυρτοῦ, ὅπως ἐκτέθηκαν βάσει τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων του.
 
13. Ὁ Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἱ­ε­ρό­θε­ος (ΙΓ΄ Αἰ.) καί τό ἀ­νέκ­δο­το συγ­γ­ρα­φι­κό ἔρ­γο του,  Κριτική ἔκδοση.
Ἡ με­λέ­τη αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρώ­τη -ὅ­σο γνω­ρί­ζου­με- πα­ρου­σίαση τοῦ ἄ­γνω­στου καί ἀ­νέκ­δο­του συγ­γ­ρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου τοῦ ΙΓ΄ αἰ­ώ­να Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ βά­ση τούς χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες πού ἐντοπίσαμε.
Τό ὅ­λο ἔρ­γο, ἐ­κτός ἀ­πό τόν πρό­λο­γο καί τίς συ­ντο­μο­γρα­φί­ες, δι­αι­ρεῖ­ται σέ δύ­ο μέ­ρη:
Τό πρῶ­το μέ­ρος πε­ρι­λαμ­βά­νει εἰ­σα­γω­γή, ὅ­που ἐ­κτί­θε­ται μέ συ­ντο­μί­α τό ἱ­στο­ρι­κό πλαί­σι­ο τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ συγ­γ­ρα­φέ­α, καί δύ­ο τμή­μα­τα. Στό πρῶ­το τμῆ­μα ἐ­κτί­θε­ται ὁ βί­ος τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν ἴ­δι­ων τῶν ἔρ­γων του. Στό δεύ­τε­ρο τμῆ­μα πα­ρου­σι­ά­ζο­νται συ­στη­μα­τι­κά ὅ­λα τά γνωστά ἔρ­γα τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἡ χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση, ὁ τίτ­λος, τά αἴ­τι­α καί ὁ σκο­πός συγ­γ­ρα­φῆς, ὁ χρό­νος συγ­γ­ρα­φῆς καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο κά­θε ἔρ­γου χω­ρι­στά, κα­θώς καί γενικῶς οἱ πη­γές, ἡ γλώσ­σα καί τό ὕ­φος καί ἡ ἀ­ξί­α ὅ­λων τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Στό τμῆ­μα αὐ­τό παρουσιάζεται ἐ­πί­σης καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, στίς ἑ­ξῆς ἐπιμέρους πα­ρα­γρά­φους: 1) Οἱ τρεῖς θεῖ­ες ὑ­πο­στά­σεις στήν Θε­ό­τη­τα, 2) Οὐ­σί­α καί ὑ­πο­στά­σεις, 3) Οὐ­σί­α καί ἐ­νέρ­γει­ες, 4) Οἱ σχέ­σεις τῶν θεί­ων ὑ­πο­στά­σε­ων ὡς βά­ση γι­ά τήν ὀρ­θή θε­ώ­ρη­ση τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί 5) Εἰ­κο­νι­κή πα­ρά­στα­ση τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ἡ τρι­α­δι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου ἔ­χει πο­λε­μι­κό καί ἀ­ντιρ­ρη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ἀ­κο­λου­θώ­ντας τήν δο­γμα­τι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς ὀρ­θοόδοξης Ἐκ­κ­λη­σί­ας ἐ­ξε­τά­ζει τήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος βά­σει τῶν σχέ­σε­ων τῶν θεί­ων τρι­α­δι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἐ­λέγ­χει μέ ὀ­ξύ­τη­τα ὅ­σους φρο­νοῦν καί γρά­φουν αἱ­ρε­τι­κά γι­' αὐ­τή.

Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος πε­ρι­λαμ­βά­νει σέ κριτική ἔκδοση κείμενο τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ τήν ἑ­ξῆς σει­ρά: Α. «Λό­γος πρός τούς συ­κο­φα­ντοῦ­ντας», Β. «Λό­γος προ­σφω­νη­μα­τι­κός», Γ. «Ὁ­μι­λί­α κα­τά Λα­τί­νων», Δ. «Στι­χη­ρά» καί Ε. «Ἀ­πό­δει­ξις».
Κά­τω ἀ­πό τό κρι­τι­κό κεί­με­νο ση­μει­ώ­νου­με τά ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά καί πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας, καί δίδονται οἱ δι­α­φο­ρές τῶν κω­δί­κων (ὅ­ταν τό ἔρ­γο ἐκ­δί­δε­ται μέ βά­ση πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πό ἕ­να κώ­δι­κες) ἤ τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ορ­θώ­σεις (apparatus criticus).
 
14. ῾Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης καί ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία του.
῾Η ὅλη ἐργασία, στήν ὁποία προτάσσεται Πρόλογος, Πίνακας Περιεχομένων, Συντομογραφιες καί Εἰσαγωγή διαιρεῖται σέ δύο Μέρη. Στο πρῶτο Μέρος  παρουσιάζεται ὁ βίος (Κεφάλαιο Α΄), οἱ λοιπές δραστηριότητες (Κεφάλαιο Β') καί τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη (Κεφάλαιο Γ΄). Στό δεύτερο Μέρος ἀναλύεται ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη σέ δύο κεφάλαια: Στό Κεφάλαιο Α΄ παρουσιά-ζεται ἡ θέση τοῦ συγγραφέα ἔναντι τοῦ Filioque, στό Κεφάλαιο Β΄  ἐκτίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος βάσει τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, καί στό Κεφάλαιο Γ΄ βάσει τῆς πατερικῆς διδασκαλίας. ῾Η ἐργασία κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα καί τή Βιβλιο-γραφία. 

Ἀναλυτικότερα:

῾Η εἰσαγωγή περιλαμβάνει τό ἱστορικο-ἐκκλησιαστικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ὅπου ἔζησε καί ἔδρασε ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης. Ἐκτίθεται ἡ πολιτική, πολιτιστική καί ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς ἐποχῆς, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, ὅπου ἔδρασε ἐκ-κλησιαστικῶς καί θεολογικῶς ὁ Βλεμμύδης. Στήν τελευταία παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς ἐκτίθεται τό status quo τῆς ἔρευνας.

Στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται “Tά κατά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη ἐν γένει”, περιγράφεται ἡ ζωή τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Α΄). Ὅπως προκύπτει, ὁ Νικηφόρος γεννήθηκε τό 1197 ἤ 1198 πιθανῶς στήν Κων-σταντινούπολη καί πέθανε τό 1272 στή μονή τοῦ ῎Οντος Θεοῦ στήν περιοχή τῶν ᾿Ημαθίων τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. Μέ κάθε δυνατή λεπτομέρεια περιγράφονται τά πρῶτα ἔτη τοῦ βίου του, ἡ παιδεία τήν ὁποία ἔλαβε, ἡ μοναχική ζωή του στίς μονές τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καί τοῦ ῎Οντος Θεοῦ, οἱ σχέσεις του μέ τούς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του, καί ἐπιχειρεῖται ὁ χαρακτηρισμός τοῦ προσώπου του. ᾿Επίσης ἐκτίθενται οἱ θεολογικές καί παιδαγωγικές δραστηριότητές του (Κεφ. Β΄), οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν τόν προταγωνιστικό ρόλο του στίς θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στή Νίκαια-Νύμφαῖο (1234) καί στή Νίκαια (1250), καθώς καί τό παιδαγωγικό ἔργο πού ἄσκησε στίς σχολές-φροντηστήρια πού ἵδρυσε στίς μονές ὅπου ἐγκαταβίωνε. ᾿Από τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Λατίνους προκύπτει ὅτι ὁ Βλεμμύδης ὑπῆρξε βαθύς θεολόγος, ἱκανός νά ἐκθέτει καί νά ὑπερασπίζεται τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ ἀπό τίς παιδαγωγικές δραστηριότητές του ἀναδεικνύεται μέγας διδάσκαλος πού προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν ὑπόθεση τῆς παιδείας στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό πρόγραμμα σπουδῶν πού ἀκολουθοῦσε ὁ Νικηφόρος στίς σχολές του). Στή συνέχεια δίνεται περιγραφή τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Γ΄). ᾿

Εξετάζοντας τό κάθε ἔργο, παρουσιάζουμε τή χειρόγραφη παράδοση -γι᾿ αὐτά πού παραμένουν ἀκόμη ἀνέκδοτα ἤ δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς-, τίς ἐκδόσεις -γιά τά ἐκδεδομένα-, τό χρόνο συγγραφῆς καί τό περιεχόμενο. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια γιά τήν ἀνεύρεση καί ταξινόμηση σχεδόν ὅλων τῶν χειρογράφων τῶν ἔργων τοῦ συγγραφέα πού βρίσκονται διασκορπισμένα σέ πολλές βιβλιοθῆκες, μοναστηριακές ἤ μή, ἀνά τόν κόσμο. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά τά χειρόγραφα λάβαμε ὑπόψη κατά τήν προετοιμασία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἰδιαίτερα αὐτά πού περιλαμβάνουν  ἀνέκδοτα ἔργα, πράγμα ἀπαραίτητο γιά τήν παρουσίαση  τοῦ περιεχομένου τους. ῾Η ἀναζήτηση τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη, ἔργο δύσκολο καί ὁπωσδήποτε ἀπό τή φύση του ἀτελές, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρώτη προσπάθεια καταγραφῆς τῆς χειρόγραφης παράδοσης, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς στό μέλλον θά συμπληρωθεῖ ἀπό τή σχετική ἔρευνα.

Στό δεύτερο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφε-ται “῾Η περί ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος διδασκα-λία” ἐκτίθεται ἡ θέση τοῦ Βλεμμύδη ἔναντι τοῦ Filioque (Κεφ. Α΄). Στίς συζητήσεις πού ἔγιναν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων ὁ Νικηφόρος ὑπερασπίσθηκε τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “ἐκ μόνου τοῦ Πατρός” ἀπορρί-πτοντας τό λατινικό Filioque. ῾H ἀποτυχία ὅμως τῶν συζη-τήσεων τόν λύπησε βαθύτατα καί ἀποφάσισε νά στραφεῖ πρός τό θησαυρό τῆς πατερικῆς γραμματείας, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θά βρεῖ κάποιο σημεῖο σύγκλισης τῶν δύο διαφορε-τικῶν ἀπόψεων ὡς πρός τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύμα-τος. ῾Η μελέτη τῶν πατερικῶν ἔργων, παρ᾿ ὅτι ἔγινε ἐκ μέρους  του μέ προσοχή καί διεισδηκότητα, τόν ὁδήγησε σέ λανθασμένα συμπεράσματα, διότι ἀντιμετώπιζε τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ὄχι μόνο ὡς ἀντικείμενο πίστεως, ἀλλά καί ὡς ἀντικείμενο διανοητικῆς ἐπεξεργασίας. ῎Ετσι θεώρησε ὅτι ἡ πατερική φράση “δι᾿ Υἱοῦ” μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή λύση τοῦ προβλήματος˙ τήν ἑρμήνευσε ὅμως μέ τή λατινίζουσα ἐκδοχή τῆς “μεσιτείας” τοῦ Υἱοῦ (ἀναλύεται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κεφ. Γ΄). Παρά ταῦτα οὐδέποτε δέχθηκε τό λατινικό Filioque καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀντίθετο πρός τή λατινική διδασκαλία. Στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔπαυσε νά ἐνδιαφέρεται  γιά τό θεολογικό ἀγῶνα σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐγκατέλειψε κάθε περαιτέρω προσπάθεια γιά τήν ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῎Ετσι ἐπέστρεψε στίς προηγούμενες θέσεις του, τονίζοντας τή διάκριση μεταξύ φυσικῶν καί ὑποστατικῶν ἰδιοτήτων˙  παραλείποντας τήν ἔκφραση “δι᾿ Υἱοῦ”, διατύπωνε τήν πίστη του μέ τίς φράσεις: “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἀεί ἐκπορευόμενον” καί “ἐκπορευόμενον οὐσιωδῶς παρά Πατρός”.

Στή συνέχεια ἐκτίθενται οἱ κατά πάντα ὀρθόδοξες ἀντιλήψεις του περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τίς ὁποῖες ἐξέθεσε στούς Λατίνους κατά τίς συζητήσεις τοῦ 1234 καί 1250 (Κεφ. Β΄). Οἱ ἀντιλήψεις του αὐτές βασίζονταν ἀποκλειστικά στήν ῾Αγία Γραφή καί ἀπαντοῦσαν στά ἐπιχείρηματα τῶν Λατίνων, πού ἐπικεντρώνονταν στά βιβλικά χωρία “Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ” (Γαλ. 4,6), “Πνεῦμα τῆς ἀληθείας” (᾿Ιω. 14,17· 15,26· 16,13) καί “ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν” (᾿Ιω. 16,15)˙ ὑποστήριζαν δηλαδή ὅτι ἐπειδή τό Πνεῦμα ὀνομάζεται Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ ἤ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας -ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του ἀλήθεια (᾿Ιω.14,6)-, ἕπεται ὅτι ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βλεμμύδη ἦταν ὅτι τά χωρία αὐτά δέν εἶναι δηλωτικά τῆς ἀΐδιας ὑπαρκτικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, ἀλλά ἀναφέρονται κυρίως στή χορηγία τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας. ῎Ετσι μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ἀποκλείει “τοῦ τόν Υἱόν ἀρχήν (ὑπαρκτικήν) ὅλως εἶναι τοῦ Πνεύματος”, δέχεται ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅτι στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας ὁ Υἱός εἶναι “δοτήρ τοῦ Πνεύματος”, δηλαδή ὅτι μεταδίδει στά κτίσματα τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρίς, βέβαια, νά ἔχει τό ρόλο τοῦ αἰτίου. ᾿Επιπλέον, μέ διάφορα παραδείγματα πέτυχε νά παραστήσει ἐναργέστατα τίς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν ἔγχρονη καί πρός τόν κτιστό κόσμο φανέρωσή τους, ἀλλά καί ἀπό τήν προαιώνια ὕπαρξή τους. Κατόρθωσε δηλαδή  ὄχι μόνο νά τονίσει τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός καθ᾿ ὕπαρξιν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τή συμμετοχή τοῦ Υἱοῦ μόνο στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή του, ἀλλά καί νά ὑπογραμμίσει ὅτι αὐτή δέν εἶναι μόνο ἔγχρονη, ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται καί στήν προαιώνιο ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος. ῾Η ἀντίληψη αὐτή τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη γιά τήν ἀΐδιο καί προαιώνιο ἔκφανση τοῦ Πνεύ-ματος δι᾿ Υἱοῦ ἀποτέλεσε σημαντικό σταθμό στήν περαι-τέρω ἀνάπτυξη τῆς “κατ᾿ ἔκφανσιν”  ἤ “κατ᾿ ἐνέργειαν” ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος δι᾿ Υἱοῦ, καί τόν ἀναδεικνύει θεολόγο πού κατόρθωσε νά ὑπερβεῖ τό ἀντιρρητικό κλίμα τῆς ἐποχῆς του, νά ἀποφύγει τή στείρα χρήση ἐπιχει-ρημάτων μέ πολεμικό μόνο χαρακτήρα, καί νά ἀρθρώσει λόγο θεολογικό, πού τοῦ ἐπέτρεπε νά διεισδύει κριτικῶς στά ἐπιχειρήματα τῶν συνομιλητῶν του.
Μετά τό 1250, θέλοντας νά συμβάλει στήν ὑπέρβαση τῶν δογματικῶν διαφορῶν πού χώριζαν τίς δύο ᾿Εκκλησίες, στράφηκε, ὅπως ἀναφέραμε, στήν πατερική διδασκαλία καί θεώρησε ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀνακάλυψε τή μέση ὁδό πού θά μποροῦσε νά ἑνώσει τίς διιστάμενες ἀπόψεις τῶν Λατίνων καί τῶν ᾿Ορθοδόξων (Κεφ. Γ΄). ῾Η ὁδός αὐτή συνίστατο στήν πατερική φράση “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ”. Πίστεψε ὅτι ἡ φράση αὐτή δίνει τή λύση τοῦ προβλήματος καί ἄρχισε νά τήν ἑρμηνεύει μέ ἰδιαίτερο ζῆλο. Κατέληξε ὅμως στή λατινίζουσα ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συμμετέχει στήν ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “μετά τοῦ Πατρός”, χωρίς βεβαίως νά δέχεται τή λατινική ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συνιστᾶ αὐτόνομη καί ἀρχική αἰτία καί πηγή τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό, ὅπως διακήρυττε, ἀνήκει μόνο στόν Πατέρα ὡς “ἴδιον” ἰδίωμά του. 

Θεωροῦσε ὅμως ὅτι ἡ “διά τοῦ Υἱοῦ”  συμμετοχή καί “μεσιτεία” του στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀναγκαία. ῾Η ἔννοια ὅμως πού ἀπέδωσε στή φράση αὐτή, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος “διά τοῦ Υἱοῦ”, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σαφῶς στή διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη, χορήγηση ἤ καί φανέρωση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι στήν  ὑποστατική του ἐκπό-ρευση. Πάντως πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Βλεμμύδης πίστευε ὅτι κινεῖται μέσα στήν πατερική παράδοση ὅταν πρότεινε τήν ἀποδοχή τοῦ Υἱοῦ ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβη-τῆ στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γι᾿ αὐτό μέμφεται ἐκείνους πού ἀντιτίθενται σ᾿ αὐτή τήν προσπά-θειά του.

῾Η μελέτη αὐτή, φιλοδοξώντας νά προωθήσει περαιτέρω τήν ἔρευνα γιά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη, ἐπεδίωξε:

α) Νά φωτισθεῖ ὅσο τό δυνατόν πληρέστερα ἡ προσωπικότητα καί ἡ  δράση τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη. ῎Αν καί ἔχουν δημοσιευθεῖ κατά καιρούς βιογραφίες τοῦ Βλεμμύδη σέ ἐκτενέστερη ἤ μή μορφή, πιστεύουμε ὅτι πρώτη φορά δημοσιεύεται σέ τόσο ἐκτεταμένη μορφή καί μέ κάθε λεπτομέρεια -βάσει τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ συγγραφέα καί τῶν μαρτυριῶν τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν- ἡ βιογραφία του, τουλάχιστον στήν ἑλληνική γλώσσα.

β) Νά γίνει συστηματική παρουσίαση τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη. Τά ἔργα τοῦ συγγραφέα ἔχουν γίνει μέχρι σήμερα ἀντικείμενο μελέτης, ἀλλά ἀποσπασμα-τικῶς καί ἀτελῶς. Ὅσον ἀφορᾶ αὐτά πού δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς, γίνεται ἡ πληρέστερη δυνατή ἀναφορά στή χειρόγραφη παράδοσή τους καί παρουσιάζεται σχετικά λεπτομερῶς τό περιεχόμενό τους, ὥστε να προλειανθεῖ τό ἔδαφος γιά μία μελλοντική κριτική ἔκδοση καί αὐτῶν.

γ) Νά ἐκτεθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά καταδειχθεῖ κατά πόσον ἀκολουθεῖ τήν ὀρθόδοξη βιβλικο-πατερική παράδοση. Οἱ περισσότεροι μελετητές τῆς πνευματολογίας τοῦ Βλεμμύδη προσέγγισαν τά σχετικά ἔργα του ἀπο-σπασματικά, τά δέ συμπεράσματά τους δέν συμπίπτουν, μάλιστα πολλές φορές εἶναι καί ἀντιφατικά. Ἦταν ἀναγκαία λοιπόν μία διεισδυτική ἀνάλυση τῆς θεολογικῆς σκέψης καί ἐπιχειρηματολογίας τοῦ συγγραφέα, γιά νά ἐλεγχθεῖ σέ ποιό βαθμό ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ὡς πρός τί ἀποκλίνει ἀπ᾿ αὐτήν. ῎Αλλωστε, ἀπ᾿ ὅσο εἶναιο γνωστό, εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά  ἐπιχειρεῖται μία συστηματική ἀνάλυση καί παρουσίαση τῆς περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλίας τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη.
Τό ἔργο κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα, ὅπου ἐκτί-θεται συνοπτικῶς τό περιεχόμενο τῆς ὅλης μελέτης, καθώς καί μέ πίνακα βιβλιογραφίας.

15. “Προσπάθειες Λειτουργικῆς ᾿Ανανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Ρωσσίας”, Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ. Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία.
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ εἰσήγηση πού ἔγινε στό     “Β΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο”, τό ὁποῖο διοργάνωσε ἡ “Εἰδική Συνοδική ᾿Επιτροπή Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως”  τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἀπό 22-25 ᾿Οκτωβίου 2000 στό Βόλο, μέ γενικό θέμα “"Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ". Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία”.

῾Η ἐργασία περιλαμβάνει, ἐκτός ἀπό τά προλεγόμενα, τίς ἑνότητες: Α΄ περίοδος (ι΄-ιε΄ αἰώνας), Β΄ περίοδος (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας), Γ΄ περίοδος (κ΄ αἰώνας), Δ΄ περίοδος (σύγχρονη ἐποχή), ᾿Επιλεγόμενα καί Παραπομπές.
Στά προλεγόμενα ἐπισημαίνεται ὡς κύριο χαρακτηρι-στικό τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας ὁ αὐστηρός συντηρητι-σμός της, ὁ ὁποῖος τήν ὁδηγοῦσε κατά καιρούς νά ἀντιμετωπίζει μέ μεγάλες ἐπιφυλάξεις κάθε σοβαρή προσπάθεια ἀλλαγῆς στή θεία λατρεία. Ὅσον ἀφορᾶ στήν Α΄ περίοδο (ι΄-ιε΄ αἰ.) ἐπιχειρεῖται μιά σύντομη ἀνασκόπηση τῆς ἱστορίας τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας κατά τήν ἀρχαία περίοδο. ῾Η μετάδοση τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς ἔγινε εἴτε ἀπευθείας ἀπό τό Βυζάντιο, εἴτε διαμέσου τῶν νοτιοσλαβικῶν λαῶν πού εἶχαν ἤδη βαπτισθεῖ. Τό τυπικό τῆς Μονῆς Στουδίου κατά τόν ια΄ αἰώνα υἱοθετήθηκε ἀπό τή Μονή Πετσέρσκυ (τῶν Σπηλαίων) τοῦ Κιέβου καί ἀπό ἐκεῖ διαδόθηκε σέ ὅλη τή Ρωσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στά τέλη τοῦ ιγ΄ αἰώνα τό τυπικό αὐτό ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα. ᾿Επίσης τήν περίοδο αὐτή μεταφράσθηκε καί εἰσήχθη στή λειτουργική χρήση ἡ “Διάταξη τῆς θείας Λειτουργίας”  τοῦ πατριάρχη Φιλοθέου Κόκκινου.

Σχετικά μέ τή Β΄ περίοδο (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας) ἐξετάζεται ἡ Σύνοδος “Στογκλάβι”  (τῶν ῾Εκατό Κεφαλαίων) τοῦ ἔτους 1551, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε κυρίως μέ λειτουργικά καί κανονικά θέματα καί ἔδειξε ἰδιαίτερη προσκόλληση στά ἔθιμα τοῦ παρελθόντος. Τό σπουδαιότερο γεγονός τῆς λειτουργικῆς ζωῆς στή Ρωσία κατά τήν περίοδο αὐτή συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Νίκωνα, ὁ ὁποῖος θέλησε νά συντονίσει τό λειτουργικό τυπικό τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ ἐκεῖνο πού ἐπικρατοῦσε στίς ᾿Εκκλησίαες τῆς ᾿Ανατολῆς. Συνεκάλεσε τό 1645 σύνοδο στή Μόσχα, ἡ ὁποία ἀποφάσισε τήν ἄμεση διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων μέ βάση τά ἑλληνικά καί ρωσικά πρωτότυπα, καί ἐνδιαφέρθηκε γιά τή συλλογή ἑλληνικῶν χειρογράφων καί ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέ σκοπό τή ὁμοφωνία στή λειτουργική τάξη καί τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ τίς ἄλλες ὄρθόδοξες ᾿Εκκλησίες. Οἱ ἐνέργειες αὐτές τοῦ Νίκωνα προκάλεσαν ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στή καθαίρεσή του καί στή δημιουργία ξεχωριστῆς ἐκκλησια-στικῆς κονότητας, τῆς λεγομένης ἐκκλησίας τῶν Ρασκόλνι-κων (σχισματικῶν) ἤ Σταροβιέρων (Παλαιοπίστων).

Ἀναφορικῶς πρός τή Γ΄ περίοδο (κ΄ αἰ.), ἀναφέρονται οἱ ἀποφάσεις τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (1917-1918), πού ἀφορούσαν τόσο στή γενική κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως διαμορφώθηκε μετά τήν ἐπανάσταση, ὅσο καί τή λειτουργική ζωή· ἀποφασίσθηκε ἡ ἐπαναφορά πολλών παραδόσεων πού εἶχαν κατά τό παρελθόν ἀπεμποληθεῖ, συμπεριλαμβανομένων καί λειτουργικῶν. Τό κλῖμα τῶν ἀλλαγῶν πού ἐπέφερε ἡ ἐπανάσταση τῶν μπολσεβίκων, δημιούργησε ὡστόσο καί ἕνα κίνημα τό ὁποῖο ἔπαιξε ἐξαιρετικά ἀρνητικό ρόλο στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας. Πρόκει-ται γιά τό κίνημα τῶν λεγομένων “᾿Ανανεωτῶν”  (Obnovlentsi), πού ἀποτελοῦσαν κυρίως κληρικοί καί διανοούμενοι μέ “ἀριστερές” ἀντιλήψεις.

Σχετικά μέ τή Δ΄ περίοδο (σύγχρονη ἐποχή), γίνεται λόγος γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τά δεσμά τοῦ σοβιετικοῦ κράτους καί γιά ὅ,τι ἐπακολούθησε μέχρις ὅτου ἡ ᾿Εκκλησία βρεῖ τό δρόμο της μέσα στή νέα πραγματικότητα πού διαμορφώθηκε.

Τέλος στά ᾿Επιλεγόμενα ἀναφέρεται συμπερασματι-κῶς ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία, ὅταν τό ἀπαιτοῦσαν οἱ περιστάσεις καί χάριν τῆς πραγμάτωσης τῆς σωτηριώδους πορείας της στόν κόσμο, προχώρησε πολλές φορές σέ βαθιές μεταβολές, ὄχι μόνο λειτουργικές ἀλλά καί γενικότερες. Κάθε ἀνα-νέωση στήν ᾿Εκκλησία ὅμως πρέπει νά ἑστιάζεται στήν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὄχι στόν παρόντα κόσμο καί τίς ἀπαιτήσεις του.

ΠΗΓΗ