Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Λόγος εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν.


Αγίου Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
Σταυρού πανήγυρις και ποίος να μην σκιρτήση; Αναστάσεως διακήρυξις και ποίος χαρούμενα να μην γελάση;
Ναι, ανασκίρτησις διά τον Σταυρόν: Διότι όταν αυτός ενεπήχθη εις τον τόπον του Κρανίου έχοντας καρφωμένον επάνω του τον Δεσπότην της κτίσεως, έσχισε το εις βάρος μας χρεωστικόν έγγραφον1, το οποίον είχεν υπογράψει ο προπάτωρ μας ο Αδάμ, όταν παρέβη τας εντολάς του Θεού. Ούτως ο Σταυρός μας ηλευθέρωσεν από τα δεσμά της αμαρτίας κάμνοντάς μας να αναπηδούμε με εύθυμα σκιρτήματα σαν μικροί μόσχοι που έχουν λυθή από κάποια δεσμά. Διότι όπου η αμαρτία επλεόνασεν, εκεί επερίσσευσεν η χάρις του Θεού2.
Διά δε την Ανάστασιν γέλως χαράς: Διότι αυτή εξώρισε την φθοράν του θανάτου και εξεδίωξε το ζοφερόν σκότος του Άδου και ανέστησε τους νεκρούς από τους τάφους. Εξήλειψε το δάκρυον από κάθε πρόσωπον, όπως λέγει ο προφήτης3, και αντ’ αυτού εχάρισε την πραγματικώς ατελείωτον χαράν εις κάθε άνθρωπον. Και αληθώς, το δώρημα της Αναστάσεως δεν είναι μόνον διά μερικούς ούτε το κατόρθωμά της επραγματοποιήθη προς χάριν κάποιων ολίγων. Διότι κατ’ αυτήν εκείνος ο οποίος επραγματοποίησε με ανθρωπίνην σάρκα την ταφήν, μάλλον δε την Ανάστασιν, δεν ήτο άλλος από τον Θεόν ολοκλήρου της κτίσεως, ο οποίος ποτέ δεν χορηγεί χαρίσματα εις μερικούς μόνον ούτε υπάρχει εις Αυτόν καμμία προσωποληψία4. Αποδεικνύοντας λοιπόν τον εαυτόν του αληθή Θεόν των όλων, απλώνει την δωρεάν της σωτηρίας εις όλους τους ανθρώπους, ευσπλαχνιζόμενος την ιδικήν του εικόνα και ανακαινίζοντάς την εξ ολοκλήρου. διότι κατ’ εικόνα Θεού έχει πλασθή κάθε άνθρωπος επί της γης.
Του Σταυρού η επέτειος επρόβαλε. και ποίος άνθρωπος να μην σταυρώση τον εαυτόν του; Διότι ο Σταυρός γνωρίζει ως απολύτως γνήσιον προσκυνητήν του, μόνον εκείνον ο οποίος εσταύρωσε τον εαυτόν του ως προς τον κόσμον5 και απέδειξε έτσι εμπράκτως διά τον εαυτόν του, ότι είναι απροκαλύπτως γνήσιος φίλος του Σταυρού.
Αναστάσεως τα εγκαίνια. και ποίος πιστός δεν θα ανακαινισθή, απορρίπτοντας κάθε νέκρωσιν την εκ των παθών και ενδυόμενος αφθαρσίαν ψυχής; Διότι αλλιώς ορίζεται ο θάνατος της ψυχής και αλλιώς γνωρίζεται ο θάνατος του περί αυτήν σώματος. Τον πρώτον τον κυοφορεί η αμαρτία, όπως έγραψε ο αρχηγέτης και προεξάρχων αυτού του θρόνου, ο αδελφόθεος Ιάκωβος6. Τον δε δεύτερον είναι νόμος της φύσεως να τον γεννά η διάλυσις των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ουσίαν των όντων. Εκτός αυτού δε τον γεννά και η αναχώρησις της αθανάτου ψυχής, κι ας μην είναι αυτό ορατό από τους ιατρούς, των οποίων επάγγελμα είναι να θεραπεύουν μόνον τα σώματα. διότι αφ’ ότου ο άνθρωπος παρήκουσε την θείαν εντολήν, αυτό ακριβώς του εδόθη ως επιτίμιον από τον Κτίστην του.
Ο Σταυρός υψώνεται και ποίος δεν θα υψωθή μυστικώς από την γην; Διότι όπου υπερυψούται ο Λυτρωτής, εκεί πέρα πηδά και παρίσταται και ο λυτρωθείς, ποθώντας να ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Σωτήρα του και να τρυγά Εκείνου την άφθαρτον βοήθειαν.
Σήμερον προβάλλει η Ανάστασις και με την εμφάνισίν της φαιδρύνει τα πάντα. Αύριον εμφανίζεται ο Σταυρός και παρέχει τα δώρα του εις τους προσκυνητάς του.
Σήμερον η Ανάστασις έχει απλωθή και αύριον ο Σταυρός υπεράνω αυτής θα πετασθή. Αυτή στηλιτεύει την φθοράν, εκείνος τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτή αποτελεί αφ’ εαυτής μίαν διακήρυξιν, ότι αληθώς εθανατώθη ο θάνατος. εκείνος διαλαλεί εις πάντας ότι κατηργήθη κάθε κακουργία των δαιμόνων και απενεκρώθη κάθε μιαρά και ψυχοφθόρος ενέργειά τους.
Και, ω του θαύματος! Απορώ με τι λόγους να εκφράσω το μυστήριον! Διότι, ενώ παλαιά της Αναστάσεως είχε προηγήθη ο Σταυρός, τώρα ο Σταυρός έχει προπομπόν και πρόδρομον την Ανάστασιν. Τι θαυμαστή εναλλαγή! Βλέπω λοιπόν και εδώ εις αυτά τα δύο να εκπληρώνεται εμφανέστατα ο λόγος του Σωτήρος. Διότι, ιδού, οι έσχατοι έγιναν πρώτοι και αντιστρόφως οι πρώτοι ανεδείχθησαν έσχατοι7. Και ποίος άραγε θα ημπορέση να εξηγήση την αιτίαν αυτών των εναλλαγών και μεταβολών; Όχι βεβαίως ότι έκαμαν κανένα αγώνα δρόμου και αυτή μεν δι’ άλματος εβγήκε μπροστά, ενώ εκείνος ως βραδύς έμεινε πίσω. Διατί λοιπόν ο θείος Σταυρός να μην αστράψη ανατέλλοντας πρώτος όπως και πριν και η φωτοφόρος Ανάστασις να λάμψη τρεις ημέρας μετά από εκείνον;
Όσον αφορά το τί είχαν εις τον νουν τους οι πατέρες μας και έκαμαν αυτήν την εναλλαγήν, τίποτε δεν ημπορούμε να ειπούμε με απόλυτον βεβαιότητα. Υποθέτουμε όμως και στοχαζόμεθα, πως η αιτία αυτής της αμοιβαίας καθυστερήσεως και προπορεύσεως είναι ο κόσμος, ο οποίος καταφθάνει εδώ από τα πέρατα της γης χάριν της ζωηφόρου προσκυνήσεως αυτών των δύο. Ώστε να εορτάζουν αυτοί πρώτα την περιχαρή και λαμπράν εορτήν της Αναστάσεως και αμέσως μετά από αυτήν να βλέπουν την μακαρίαν ύψωσιν του Σταυρού, ούτως ώστε φεύγοντας να έχουν ως καλόν και σωτήριον εφόδιον διά τον δρόμον τους την παντοδύναμον συνοδείαν του, η οποία να τρέχη μαζί τους κατά τας οδοιπορίας, να συμπλέη εις το πέλαγος, να τους διασώζη εις κάθε τόπον, να τους φυλάγη από όλες τις κακοτυχίες και να σας8 αποδεικνύη εμπράκτως, ότι η πανίσχυρος δύναμις του Σταυρού έχει περιλάβει όλα τα πέρατα της οικουμένης, ότι γεμίζει τα πάντα διά της παρουσίας της και χωρίς κόπον παρευρίσκεται παντού, διασώζει τους πιστούς από τας δυσκολίας και, εφ’ όσον αυτοί ζουν ευσεβώς, τους μεταλαμπαδεύει την σωτηρίαν και καταργεί τα σχέδια όλων των εχθρών.
Ίσως δε να υπάρχη και κάποιος άλλος λόγος κρυφός, τον οποίον εγνώριζαν και είχαν κατά νουν εκείνοι που υπήρξαν παλαιά διδάσκαλοι αυτής εδώ της Εκκλησίας, τον οποίον τώρα εμείς οι ελάχιστοι δεν ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν τον γνωρίζουμε σαφώς. Είθε να δώση ο Θεός να γίνη και αυτός γνωστός, όπως και ακράδαντα πιστεύουμε ότι θα γίνη, μόνον και μόνον διά την ωφέλειαν την ιδικήν σας, που τόσο πιστοί είσθε και ευλαβείς9.
Τι έχουμε λοιπόν υψηλότερον από αυτάς τας μακαρίας εορτάς; Ποίον από όλα όσα έχουμε είναι ιερώτερον από αυτάς τας ιεράς πανηγύρεις; Πώς δεν θα χαρούμε και δεν θα σκιρτήσουμε επιτελώντας τούτων των δύο τας εορτάς; Αναστάσεως ολόλαμπρος φωταψία και Σταυρού πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αυτά τα δύο είναι δι’ ημάς τα τρόπαια ολοκλήρου της σωτηρίας μας. Αυτά μας ελύτρωσαν από τον θάνατον και τα πάθη και την χειρίστην κακοποίησιν των δαιμόνων και μας ωδήγησαν πίσω εις τον Δεσπότην μας. Αυτά κατέλυσαν κάθε κατήφειαν και σκυθρωπότητα και ανέτειλαν εις ημάς την αυγήν της χαράς. — Ή μήπως η ζωοδότρια Ανάστασις δεν μας δωρίζει την είσοδον της αθανάτου ζωής; και ο Σταυρός που υψούται δεν γεννά μέσα μας την απολύτρωσιν των παθών;10 Διότι πράγματι, αυτά μας ανέδειξαν και πάλιν μετόχους της προς τον Θεόν οικειώσεως, χάριν της οποίας και ήλθαν εις τον κόσμον και ανέτειλαν εις όλους εμάς τους γηγενείς.
Γνωρίζοντας λοιπόν εμείς την μυστικήν δύναμίν των και πόσον αυτά μας ευηργέτησαν και ποίων αγαθών υπήρξαν πρόξενα, ας τα εορτάσουμε καλώς και ευσεβώς, όπως δηλαδή αυτά τα ίδια θέλουν να τιμώνται. «Όχι με ακολασίας και ασελγείας, όχι με έριδας και ζηλοτυπίας»11, όχι με αρπαγάς και αδικίας και τα υπόλοιπα όλα, που δεν θέλω τώρα να απαριθμήσω.
Διότι, αδελφοί μου γνησιώτατοι και συγκληρονόμοι της ιδίας πίστεως και συμμέτοχοι της ιδίας πνευματικής γεννήσεως με εμάς, τολμώ να ειπώ, πως τα ιερά μας σεβάσματα όχι μόνον δεν στρέφονται καν να ιδούν και δεν προσδέχονται όποιον θέλει να τα εορτάζη με εκείνα που απηρίθμησα, αλλά και τον αποστρέφονται και τον βδελύττονται, διότι συμπεριφέρεται απρεπώς απέναντί τους και πράττει πράγματα εντελώς μισητά εις αυτά12. Διά τούτο παρακαλώ και προτρέπω να μισούμε και να αποφεύγουμε εκείνα που μισούν τα σεβάσματά μας και μόνο εκείνα να αγαπούμε και να πράττουμε, όσα είμαστε βέβαιοι πως τους είναι ευάρεστα. Εκείνα δε τα έργα τα οποία είναι αρεστά και ευχάριστα, είναι όσα επαναφέρουν προς σωτηρίαν και οδηγούν προς την αιώνιον ζωήν εκείνον που τα πράττει. Ή μήπως όταν αυτά τα σεβάσματά μας εξέλαμψαν από τον Χριστόν εις τους ανθρώπους, δεν ηκτινοβόλησαν εις ημάς ζωήν που δεν τελειώνει και φως που δεν δύει ποτέ;
Ας αλλάξουμε λοιπόν και εμείς την πολιτείαν μας, ας εκδυθούμε τον προηγούμενον τρόπον ζωής μας ως βλαβερόν και ολέθριον και ας βαδίσουμε εις τον καλόν δρόμον μιας νέας ζωής. — Ή μήπως η Ανάστασις δεν μας δωρίζει την κληρονομίαν της ζωής; και ο Σταυρός δεν εσταύρωσε τον παλαιόν μας άνθρωπον;13
Εάν λοιπόν ευλαβούμεθα την Ανάστασιν και πανηγυρίζουμε την εορτήν της ας αγαπήσουμε και την νέαν ζωήν, διά της οποίας δεν θα είμεθα πλέον φίλοι της μόνον εις τα λόγια, αλλά και οικειότατοι μύσται της. Εφ’ όσον δε ασπαζόμεθα και τον Σταυρόν, διατί δεν συσταυρώνουμε και εμείς τα επίγεια μέλη μας14, δηλαδή τα γήινα πάθη, ώστε να φωνάξουμε και εμείς μαζί με τον Παύλον: «Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός»;15 Αν λοιπόν εκείνοι με τους οποίους υπόσχεται να ζη ο Χριστός είναι όσοι εσταύρωσαν τους εαυτούς τους ως προς τον κόσμον16 και ενέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους17, όπως βοά και μαρτυρεί ο Παύλος, διατί και εμείς δεν πράττουμε τα ίδια και δεν νεκρώνουμε κάθε επίγειον μέλος μας, δηλαδή τα πάθη, τας κακάς επιθυμίας και όσα άλλα συναριθμούνται εκεί, ώστε να ζήση μέσα μας ο Χριστός και να μας δωρίση την ζωήν της αφθαρσίας;
Λοιπόν ας επιδιώκουμε να έχουμε ειρήνην με όλους και μαζί με αυτήν ας αποκτήσουμε και τον αγιασμόν. Διότι χωρίς αυτά δεν θα ημπορέση ποτέ να ιδή κανείς τον Κύριον, όπως πάλιν ο Παύλος μας διεβεβαίωσε18. Και δι’ αυτόν τον λόγον ο Χριστός και ειρήνη αποκαλείται («διότι αυτός είναι», λέγει, «η ειρήνη μας»19) και αγιασμός ονομάζεται20. Ειρήνη μεν, διότι έφερε εις τον κόσμον ειρηνοποιόν ομόνοιαν, αφού ήνωσε τα ουράνια με τα επίγεια και εκ των δύο απειργάσθη μίαν και μόνην εκκλησίαν. Αγιασμός δε και απολύτρωσις (διότι κοντά εις τα προηγούμενα και με τούτο το όνομα κηρύττεται: απολύτρωσις21), καθ’ όσον έγινε ελευθερωτής ημών των αιχμαλώτων και όχι μόνον μας ελύτρωσεν από τους δαίμονας και τα πάθη, αλλά και ενεφύτευσε μέσα μας τον θειικόν αγιασμόν.
Όσα λοιπόν ηκούσατε από το στόμα μου, ας τα επιδιώκουμε με όλον μας τον ζήλον και την προαίρεσιν, ας τα κατακτούμε, ας τα αρπάζουμε και δι’ αυτών ας συναπτώμεθα μετά του Χριστού με την καλήν και μακαρίαν συνάφειαν. Διότι εκείνον που με τέτοιαν διάθεσιν έρχεται προς αυτόν δεν θα τον εκβάλη έξω22 από την αγαθότητα και μακαριότητά Του, όχι! Ας σπεύσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτήν εδώ την συμφωνίαν με Αυτόν, από την οποίαν τίποτε δεν υπάρχει προτιμότερον, και ας τρέξουμε να οικειωθούμε το να ζη ο Χριστός μέσα μας, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει ανώτερον. Και έτσι, αφού αυτόν τον πλούτον αποκτήσουμε, να απολαύσουμε και την βασιλείαν των ουρανών και να βρούμε την αιώνιον ζωήν μέσα εις τον ίδιον τον Χριστόν, τον Θεόν και Σωτήρα μας, μετά του οποίου ας είναι δόξα εις τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
1. βλ. Κολασ. β’ 14
2. πρβλ. Ρωμ. ε’ 21
3. πρβλ. Ησ. κε’ 8
4. βλ. Εφ. ς’ 9
5. πρβλ. Γαλ. ς’ 14
6. βλ. Ιακ. α’ 15
7. πρβλ. Ματθ. ιθ’ 30
8. Η αιφνιδία χρήσις β’ πληθυντικού προσώπου αποτελεί απροσδόκητον αποστροφήν του ιερού συγγραφέως προς τους ακροατάς του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι παρά τα πλήθη των συγκεντρωθέντων διά την εορτήν από τα πέρατα της γης, διά τους οποίους ωμίλησεν αμέσως προηγουμένως.
9. Η ομιλία αυτή εξεφωνήθη μάλλον κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας του αγίου Σωφρονίου. Διά τούτο ως νεοαφιχθείς δεν γνωρίζει ακόμη πλήρως την παράδοσιν, αλλά ελπίζει συν τω χρόνω είτε να ενημερωθή καλύτερα είτε να δώση ο Θεός με κάποιον τρόπον να λυθή η απορία. Από ιστορικής απόψεως η προσκύνησις του Τιμίου Σταυρού κατά την δευτέραν ημέραν της εορτής των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως εξηγείται, διότι η πανήγυρις των Εγκαινίων καθιερώθη πρώτη, ενώ η επί αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου μαρτυρουμένη πρώτη Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού έγινεν επ’ ευκαιρία εκείνης και διά να δυνηθή το συρρεύσαν πλήθος να ίδη και να προσκυνήση τον άρτι υπό της αγίας Ελένης ανακαλυφθέντα Τίμιον Σταυρόν.
10. Με αυτάς τας ερωτήσεις ο ιερός Πατήρ επιχειρεί να αφυπνίση τεχνηέντως τας συνειδήσεις των ακροατών του.
11. Ρωμ. ιγ’ 13
12. Η ευλάβεια του ιερού Πατρός φθάνει εδώ μέχρι κάποιου είδους προσωποποιήσεως του Σταυρού και της Αναστάσεως.
13. βλ. αν. υποσ. 10
14. βλ. Κολ. γ’ 5
15. Γαλ. β’ 20
16. πρβλ. Γαλ. ς’ 14
17. πρβλ. Κολ. γ’ 5
18. βλ. Εβρ. ιβ’ 14
19. Εφ. β’ 14
20. βλ. Α’ Κορ. α’ 30
21. ένθ. αν.
22. βλ. Ιωάν. ς’ 37
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” 1989
Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
http://www.impantokratoros.gr/ypsosh-arxaia-martyria.el.aspx
ΠΗΓΗ: http://vatopaidi.wordpress.com

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Απόστολος Παύλος ΣΑΟΥΛ ΣΑΟΥΛ ΤΙ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙΣ??

Απόστολος Παύλος Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Παύλος ο Απόστολος των εθνών Saint Paul in Holy Stavronikita Monastery.jpg Ισαπόστολος, Άγιος Γέννηση 5-15 μ.Χ. Ταρσός της Κιλικίας Κοίμηση 66-68 μ.Χ. Ρώμη Ο Απόστολος Παύλος (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68; μ.Χ.), συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος και άγιος, και ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Ιησού. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα "Απόστολος των εθνών" και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων. Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. 7:58, 8:1 κ.ά.) κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό. Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη] 1 Καταγωγή και παιδεία 2 Εξωτερική περιγραφή 3 Ο Παύλος ως διώκτης του Χριστιανισμού 4 Χρονολογικός πίνακας 5 Μεταστροφή στο Χριστιανισμό 5.1 Ασυμφωνίες των διηγήσεων της μεταστροφής 5.2 Η εμφάνιση του Χριστού στον Παύλο 6 Στο αποστολικό έργο 7 Η πρώτη αποστολική περιοδεία 7.1 Η Αποστολική Σύνοδος 8 Η δεύτερη αποστολική περιοδεία 9 Ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο 9.1 Η ομιλία του Παύλου 10 Η τρίτη αποστολική περιοδεία 11 Η τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα και η πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη 12 Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου 13 Η Θεολογία του Παύλου 14 Οι Επιστολές 14.1 Η αυθεντικότητα των Ποιμαντικών Επιστολών 15 Παραπομπές 16 Βιβλιογραφία 17 Εξωτερικές συνδέσεις Καταγωγή και παιδεία[Επεξεργασία] Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό: "Άνθρωπος ειμί Ιουδαίος Ταρσεύς" (Πράξ. 21:39), "γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη (Ιερουσαλήμ) παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού" (Πράξ. 22:3), "ω λατρεύω από προγόνων εν καθαρά συνειδήσει" (Β' Τιμ. 1:3). "Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων", "Φαρισαίος υιός Φαρισαίου", "κατά ζήλον διώκων την εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος" (Φιλιπ. 3:5.6, Πράξ. 23:6, πρβλ. και Β' Κορ. 11:22, Ρωμ. 11:1). "Και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων" (Γαλ. 1:14). Και "την βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ' αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες Ιουδαίοι, προγινώσκοντές με άνωθεν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος" (Πράξ. 26:4.5) και "ότι καθ' υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν" (Γαλ. 1:13). Επιπλέον, λέει, Ρωμαίος "εγώ δε και γεγέννημαι" (Πράξ. 22:28), καθώς κληρονόμησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη από τον πατέρα του. Έτσι, ο Απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις. Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως "νεανίας", ενώ στην Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται "πρεσβύτης", είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ. Αναπαράσταση του λιθοβολισμού του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, τον οποίο φέρεται να παρακολούθησε ο Παύλος. Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ (Σαύλος) αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus). Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η κοινή Εβραϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του και γι αυτό μετέπειτα στην Ιερουσαλήμ μιλά "τη Εβραΐδι διαλέκτω" (Πράξ. 22:2). Αλλά και οι παραθέσεις που κάνει στις επιστολές του, μολονότι βασίζονται στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, δείχνουν γνώση και του Εβραϊκού κειμένου, άρα και της αρχαίας Εβραϊκής. Από το χωρίο Πράξ. 23:16 ("ακούσας δέ ο υιός τής αδελφής Παύλου [...]"), μαθαίνουμε περί ενός ανιψιού του Παύλου, γιου της αδελφής του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως η αδελφή του ήταν εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ και έτσι είχε έναν επιπλέον λόγο να μεταβεί εκεί όπου έγινε τελικά μαθητής του Γαμαλιήλ. Καθώς μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αυτό διδάσκαλο, έγινε κάτοχος, όσο λίγοι, της Ιουδαϊκής θεολογίας, ενώ το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα "περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων" και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη Μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού. Αν και δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γνώση του επάνω στους εθνικούς ποιητές, εντούτοις υπάρχουν 3 αποσπάσματα τα οποία ο ίδιος παραθέτει: "φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί" (Α' Κορ. 15:33), στίχος από τη Θαΐδα του Μενάνδρου, του Αθηναίου κωμικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ. "Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί" (Τίτ. 1:12), χωρίο που πιθανόν προέρχεται από το "Περί χρησμών" απολεσθέν σύγγραμμα του Επιμενίδη (7ος π.Χ. αιώνας) και επανέλαβε αργότερα ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας) στον ύμνο του προς τον Δία. "Του γαρ και γένος εσμέν" (Πράξ. 17:28), τμήμα από στίχο που έγραψε ο Άρατος ο Σολεύς από την Κιλικία (3ος π.Χ. αιώνας). Είναι πάντως πιθανό, οι δύο πρώτες παραθέσεις να είχαν τον χαρακτήρα παροιμίας στην εποχή του Παύλου. Η τρίτη παράθεση όμως, είναι δυνατόν να αποτελέσει τεκμήριο κάποιας, περιορισμένης έστω, γνώσης των "θύραθεν" ποιητών. Επιπλέον όμως, καθώς ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ για τον οποίο το Ταλμούδ αναφέρει ότι ήταν γνώστης της ελληνικής φιλολογίας, και καθώς ο Παύλος μετά τη στροφή του προς το Χριστιανισμό επέστρεψε στην Ταρσό (Πράξ. 9:30, 11:25, Γαλ. 1:21), σε αυτή την περίοδο μπορεί να απέκτησε κάποιες γνώσεις επάνω στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία. Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Πιθανόν δηλ. να έπλεκε ύφασμα που χρησίμευε για σκηνοποιία καθώς η Ταρσός όπως και όλη η Κιλικία, όπως μαρτυρά ο λατινικός όρος Cilicium (=ύφασμα από τρίχα κατσίκας), ήταν τόπος κατασκευής τέτοιων υφασμάτων.

«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Λαμπρος Κ. Σκοντζος Θεολογος- Καθηγητης

«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ»
Λαμπρος Κ. Σκοντζος Θεολογος- Καθηγητης
Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.
      Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!
      Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περ-γράφεται στα κεφάλαια 13ο - 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».


       Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.
     Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ  (Πραξ.9,1).
       Όμως καθ' οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.
      Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας.Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.                      
      Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ' όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ' αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).
      Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.  
     Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων».   Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση. 
       Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.
        Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι' αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28οκεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».
        Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.
       Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.  
       Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.  

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Η ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία Δημήτρης Μπαλτάς, Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

La philosophie religieuse russe_UPΜία δυναμική, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα πλευρά της ρωσσικής φιλοσοφικής σκέψεως των τελευταίων αιώνων αναδεικνύει το βιβλίο τήςTeresa Obolevitch, καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο Jean-Paul  II Κρακοβίας, το οποίο προσφάτως μεταφράστηκε στα γαλλικά. 
  • Teresa Obolevitch
  • La philosophie religieuse russe,
  • trad. M. Gawron-Zaborska
  • Les Éditions du Cerf, Paris 2014, σελ. 275
 Η ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία διατηρεί μία ιδιαίτερη θέση στην Ιστορία της ρωσσικής φιλοσοφίας, επικεντρωνόμενη κυρίως, με βάση την πραγμάτευση της συγγραφέως, στα προβλήματα της ελευθερίας του ανθρώπου, της γνώσεως του Θεού, της συνθέσεως ιδεαλισμού και ρεαλισμού και, τέλος, της φιλοσοφίας του ονόματος. Για την προβληματική αυτή ηTeresa Obolevitch έχει αφετηρία την σκέψη του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ (σσ. 119-140), του Νικολάου Λόσσκυ (σσ. 140-151) του Παύλου Φλωρένσκυ (σσ. 153-170), του Σεμιόν Φρανκ (σσ. 170-188), του Νικολάου Μπερντιάγιεφ (σσ. 189-203), του Λέοντα Σεστώβ (σσ. 204-214), του Σεργίου Μπουλγκάκωφ (σσ. 221-228) και του Αλεξέϊ Λόσεφ (σσ. 228-236). Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι τα αναφερόμενα στον Σέργιο Μπουλγκάκωφ περιορίζονται μόνον στην φιλοσοφία του ονόματος και δεν αφορούν το συνολικό φιλοσοφικό έργο του.
Της παρουσιάσεως των αναφερθέντων Ρώσσων φιλοσόφων, οι περισσότεροι των οποίων εξορίστηκαν από τους μπολσεβίκους το 1922 και έζησαν στην δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, έχει προηγηθεί μία εκτενής αναφορά στον χαρακτήρα της ρωσσικής φιλοσοφίας από τον μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αι. (σσ. 17-109). Επισημαίνεται ότι «οι Ρώσσοι διανοούμενοι του 18ου αι. δέχθηκαν επιδράσεις της σκέψεως του Ντεκάρτ και του Λάϊμπνιτς» (σ. 59). Επίσης ενδιαφέρουσες είναι οι σελίδες που καλύπτουν τα «φιλοσοφικά μοτίβα στην ρωσσική λογοτεχνία» (σσ. 97-109), με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόϊ.
Μεταξύ των βασικών τοποθετήσεων της συγγραφέως θα αναφερθεί ότι «η φιλοσοφία στην Ρωσσία, περισσότερο από υπηρέτρια της θεολογίας, είναι, τρόπον τινα, το τέκνο της» (σ. 45).
Σε μία συνολική αποτίμηση, το βιβλίο τής Teresa Obolevitch είναι μία χρήσιμη εισαγωγή στην ρωσσική φιλοσοφία, και ιδιαιτέρως στην ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία του 20ου αι. Η συγγραφέας παρακολουθεί την πρωτογενή φιλοσοφική παραγωγή των Ρώσσων διανοητών, αλλά και την πλούσια δευτερογενή βιβλιογραφική παραγωγή.

Ψυχανάλυση τῆς συνείδησης.Tοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη.

Ψυχανάλυση τῆς συνείδησης

 Tοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη

Τά τελευταῖα χρόνια ὑπάρχει μεγάλη ἔξαρση στά ψυχικά νοσήματα. Ὅλο καί περισσότεροι συνάνθρωποί μας ἐπισκέπτονται ψυχολόγους-ψυχιάτρους-ψυχαναλυτές γιά νά βροῦν τήν θεραπεία στήν ὁμολογουμένως δύσκολη κατάστασή τους. Σέ μεγάλες πόλεις ἀλλά καί στήν ἐπαρχία ὁπωσδήποτε θά συναντήσεις γραφεῖα ἱατρῶν μέ τίς συγκεκριμένες εἰδικότητες. Οἱ ἐπιστήμονες αὐτοί, πολλές φορές, ἀσκοῦν μέ ὑπευθυνότητα τήν δουλειά τους καί εἶναι ἀναγκαῖοι στίς σύγχρονες κοινωνίες πού ταλαιπωροῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό ἄγχος. Ἄλλοι συνάνθρωποί μας, πού ἔχουν καί αὐτοί φυσικά τήν πίεση τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ἐπισκέπτονται τόν πνευματικό τους καί νιώθουν μιά ἀπίστευτη ἀνακούφιση ἀπό τήν συνομιλία καί συναναστροφή μαζί του. Ἔτσι, τίθεται τό ἐρώτημα: « Κάποιος πού ἔχει πνευματικό πατέρα χρειάζεται νά ἐπισκέπτεται καί τόν ψυχολόγο; ἤ μπορεῖ νά ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο;». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἕνας καλός πνευματικός πατέρας, ἄν τό κρίνει ἀπαραίτητο μπορεῖ νά κατευθύνει τόν ἄνθρωπο σέ κάποιον ψυχολόγο, πού ὅμως νά πιστεύει στόν Θεό καί ἕνας ἐπιστήμονας ψυχολόγος ὀφείλει νά στείλει τόν ἄνθρωπο πού τόν ἐμπιστεύθηκε σέ πνευματικό πατέρα. Φυσικά, ἄν κάποιος ἔχει μιά οὐσιαστική, εἰλικρινῆ ἐπικοινωνία μέ τόν πνευματικό του δέν χρειάζεται κάνεναν ἄλλον βοηθό –τό νιώθει ἄλλωστε- παρά τήν ἴδια του τήν θέληση καί πίστη νά παλέψει γιά τήν ἐφαρμογή ὅσων τόν συμβουλεύει ὁ πνευματικός. Ἐάν τώρα ὁ πνευματικός εἶναι στά μέτρα τοῦ ὁσίου Παϊσίου, πού πρόσφατα ἀνακυρίχθηκε ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε τά πράγματα γίνονται σαφῆ.  
Ἀφορμή γιά τά παρόντα ὑπῆρξε ἡ ἀνάλυση, οὐσιαστικά ἡ ψυχανάλυση, πού κάνει ὁ ἁγιασμένος γέροντας στό ζήτημα τῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά ἕνα ἐξαιρετικό μάθημα διάγνωσης καί θεραπείας τῆς ψυχικῆς νόσου, πού ὀνομάζεται «λανθασμένη συνείδηση».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Πολλοί ἄνθρωποι λένε «γιά μένα Θεός εἶναι ἡ συνείδηση μου· ἀρκεῖ πού δέν κάνω κακό σέ κανέναν». Αὐτό κατά βάση εἶναι σωστό, ἀφοῦ ὁ Θεός ὄντως ἔδωσε στόν πρῶτο ἄνθρωπο τήν συνείδηση ὡς «τόν πρῶτο θεῖο νόμο». «Τήν χάραξε βαθιά στίς καρδιές τους (τῶν πρωτοπλάστων) καί ἀπό τότε ὁ κάθε ἄνθρωπος τήν παίρνει κληρονομιά ἀπό τούς γονεῖς του καί, ὅταν δέν ἐνεργῆ σωστά, αὐτή δουλεύει μέσα του, τόν ἐλέγχει καί τόν ὁδηγεῖ στήν μετάνοια. Πράγματι λοιπόν ἡ συνείδηση εἶναι ἕνα θεῖο δῶρο καί ἀφορᾶ, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς. Καί ἄν κάποιος δέν γνώρισε τόν Θεό θά κριθεῖ μέ τόν νόμο τῆς συνείδησής του.


Πῶς ὅμως μποροῦμε νά ξέρουμε ὅτι ἡ συνείδηση λειτουργεῖ κανονικά· ὅτι δέν ἔχει βλαφτεῖ;


Ἀπαντᾶ ὁ γέροντας:

«Πρέπει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά κάνη σωστή πνευματική ἐργασία καί νά μελετάη τήν συνείδησή του, γιά νά μπορῆ νά ἀκούη πάντοτε τήν φωνή της. Ἐάν δέν τήν μελετάη, δέν θά ὠφεληθῆ οὔτε ἀπό πνευματικές μελέτες οὔτε ἀπό συμβουλές ἁγίων Γερόντων, ἀλλά οὔτε καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν θά μπορέση νά τηρήση». Κάνει λοιπόν μιά σπουδαία διευκρίνιση ἀφοῦ λέει ὅτι ὑπάρχει καί «καπακωμένη συνείδηση».

Πῶς κάποιος μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι αὐτό πού τοῦ λέη ἡ συνείδησή του;


«Αὐτό θά γίνει ὅταν παρακολουθῆ τόν ἐαυτό του καί τόν ἐκθέτη στόν πνευματικό του. Γιατί μπορῆ νά ἔχη καταπατήση τήν συνείδηση του καί νά νομίζη ὅτι πάει καλά. Ἤ νά ἔχη φτιάξει λανθασμένη συνείδηση καί, ἐνῶ ἔχει κάνει ἔγκλημα, νά νομίζη ὅτι ἔκανε εὐεργεσία. Ἤ, ἀκόμη, νά ἔχη κάνει τήν συνείδησή του ὑπερευαίσθητη καί νά πάθη ζημιά ». Μάλιστα μᾶς δίνει καί παραδείγμα περί τοῦ θέματος: «Θέλει πολλή προσοχή. Βλέπεις, ὅταν κάνη κανείς μιά ἁμαρτία γιά πρώτη φορά, νιώθει κάποιον ἔλεγχο, στεναχωριέται. Ἄν τήν ἐπαναλάβη γιά δεύτερη φορά, νιώθει λιγότερο ἔλεγχο καί, ἄν δέν προσέξη καί συνεχίση νά ἁμαρτάνη, πωρώνεται ἡ συνείδησή του. Μερικοί, ὅταν λ.χ. τούς κάνης παρατήρηση γιά κάποιο σφάλμα τους, ἀλλάζουν θέμα, γιά νά μήν τούς πειράξη ἡ συνείδηση καί στεναχωριοῦνται, σάν τούς Ἰνδούς πού κάνουν νιρβάνα. Ἕνας νεαρός, ἐκεῖ στά Ἰμαλάια, σκότωσε πέντε Ἰταλούς ὀρειβάτες καί, ἀφοῦ τούς ἔθαψε, ἄρχισε νά κάνη αὐτοσυγκέντρωση. Κάθησε κάτω καί ἔλεγε δύο ὧρες «ξύλο-ξύλο…», γιά νά βγῆ στό κενό, νά ξεχάση καί νά μήν τόν πειράζη ὁ λογισμός.» Καί γιά νά γίνει πιό σαφής τό θέμα αὐτό ἀνέφερε καί ἕνα ἀκόμα γεγονός: «Μιά γυναίκα,ὅταν πῆγε νά ἐξομολογηθῆ, ἔκλαιγε συνέχεια καί ἔλεγε: <Δέν ἤθελα νά σκοτώσω>. < Κοίταξε της εἶπε ὁ πνευματικός, ἄν ὑπάρχη μετάνοια, ὁ Θεός συγχωρεῖ· συγχώρεσε τόν Δαβίδ>. «Ναί, ἀλλά δέν τό ἤθελα>, ἔλεγε ἐκείνη. <Καλά, πῶς ἔγινε καί σκότωσες;>, τήν ρώτησε ὁ πνευματικός. <Νά, καθῶς ξεσκόνιζα, τήν χτύπησα μέ τήν πετσέτα καί τήν σκότωσα τήν μύγα. Δέν τό ἤθελα>! Ἐν τῷ μεταξύ αὐτή κορόιδευε τόν ἄνδρα της, εἶχε ἐγκαταταλείψει τά παιδιά της, εἶχε διαλύσει τό σπίτι της καί γύριζε στούς δρόμους, καί αὐτά τά ἀνέφερε σάν νά μή συνέβαινε τίποτε».


Γίνεται λοιπόν ἀντιληπτό πῶς ἡ συνείδηση μπορεῖ νά βλαφτεῖ καί νά ἔχουμε τραγικά ἀποτελέσματα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσφαλίζεται στήν ἰδέα ὅτι ἔχει «καθαρή τήν συνείδησή του» βρίσκεται σέ ὀλισθηρό δρόμο διότι μπορεῖ νά ἔχει φτιάξει μέσα του «ἀρρωστημένη συνείδηση». « Ὅταν ἀναπαύη τόν λογισμό του γιά πολύ καιρό, κάνει μιά ἄλλη, δική του, συνείδηση, μιά συνείδηση στά μέτρα του, δηλαδή μιά λανθασμένη συνείδηση.»


Πῶς θά καταλάβει κάποιος ὅτι ἔχει βλαφθεῖ ἡ συνείδησή του;


Θά νιώθει μέσα του ἕνα κενό ἤ μιά ἀνησυχία ἐνώ λέει στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους ὅτι δέν ἔχει τίποτα καί νά πῶς γίνεται αὐτό: « Ἄν προσέξης, θά δῆς πώς, ἐνῶ λές ὅτι δέν ἔχεις τίποτε, δέν νιώθεις καί καλά. Γι᾽αὐτό χρειάζονται ἐξετάσεις. Ὅταν ἕνας δέν νιώθη καλά, ἔχη σωματική κατάπτωση κ.λπ., τοῦ κάνουν ἐξετάσεις μικροβιολογικές, ἀξονική τομογραφία, γιά νά βροῦν ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτό πού αἰσθάνεται. Ἄν βλέπης ὅτι δέν ἔχεις γαλήνη ἀλλά στεναχώρια, νά ξέρης ὅτι ὑπάρχει μέσα σου κάτι ἀτακτοποίητο καί πρέπει νά τό βρῆς, γιά νά τό διορθώσης. Κάνεις, ἄς ὑποθέσουμε, ἕνα σφάλμα· στεναχωριέσαι, ἀλλά δέν τό ἐξομολογεῖσαι. Σοῦ συμβαίνει μετά ἕνα εὐχάριστό γεγονός καί νιώθεις χαρά. Αὐτή ἡ χαρά σκεπάζει τήν στεναχώρια γιά τό σφάλμα σου καί σιγά-σιγά τό ξεχνᾶς· δέν τό βλέπεις, ἐπειδή καπακώθηκε ἀπό τήν χαρά.


Οἱ χαρές σκεπάζουν τό σφάλμα, τό πᾶνε πιό κάτω, πιό βαθιά, ἀλλά ἐκεῖνο ἐσωτερικά δουλεύει. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά σκληραίνη, γιατί καταπατᾶ τήν συνείδησή του καί ἡ καρδιά του πιάνει σιγά-σιγά γλίτσα. Ὕστερα τό ταγκαλάκι (ὁ διάβολος) ὅλα τοῦ τά δικαιολογεῖ: <αὐτό δέν ἔχει τίποτε, ἐκεῖνο εἶναι φυσιολογικό>, ἀνάπαυση ὅμως δέν ἔχει, γιατί ἡ στεναχώρια δουλεύει ἀπό κάτω. Νιώθει μιά ἀνησυχία, δέν ἔχει ἐσωτερική γαλήνη. Ζῆ μέ ἕνα συνεχές ἄγχος. Εἶναι βασανισμένος. Δέν βρίσκει τί φταίει, γιατί τά σφάλματα του εἶναι καπακωμένα. Δέν καταλαβαίνει ὅτι ὑποφέρει, ἐπειδή ἁμάρτησε.


-Γέροντα, μπορεῖ νά βοηθηθῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἄν τοῦ πῆς ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του;


- Κοίταξε, θέλει προσοχή, γιατί, ὅταν τοῦ βάλης τά πράγματα στήν θέση τους, ξυπνάει ἡ συνείδηση καί ἀρχίζει ὁ ἔλεγχος. Καί ἄν δέν ταπεινωθῆ, μπορεῖ νά φθάση στήν ἀπελπισία, ἐπειδή δέν ἀντέχει τήν ἀλήθεια. Ἄν ὅμως ταπεινωθῆ, θά βοηθηθῆ.


-Γέροντα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γεννιοῦνται μέ πωρωμένη συνείδηση;


-Ὄχι, δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γεννήθηκαν μέ πωρωμένη συνείδηση. Δέν ἔκανε ὁ Θεός τέτοια συνείδηση. Ὅταν ὅμως καπακώνη κανείς τά σφάλματά του, ἡ συνείδηση του σιγά-σιγά πιάνει πουρί καί δέν τόν ἐλέγχει.»



Πῶς κάποιος ἐλέγχει καί θεραπαύει στήν συνέχεια τήν ἀσθενοῦσα συνείδησή του;


Μέ τό νά σκέφτεται ταπεινά, χωρίς νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό του καί μέ τήν συζήτηση μέ τόν πνευματικό του πατέρα, πού ἐννοεῖται ὅτι θά πρέπει νά ἔχει.


Κλείνοντας, τήν «ψυχανάλυση τῆς συνείδησης» παραθέτουμε μιά σκέψη ἀκόμη τοῦ μέγιστου θεραπευτοῦ ἀμέτρητων ψυχῶν: «Ἡ συνείδηση…, φοβερό! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη φωτιά, μεγαλύτερη κόλαση ἀπό τό κάψιμο τῆς συνειδήσεως. Δέν ὑπάρχει φοβερώτερο καί βασανιστικώτερο σαράκι ἀπό τό σαράκι τῆς συνειδήσεως. Οἱ κολασμένοι θά ὑποφέρουν αἰωνίως, γιατί θά τούς βασανίζη ἡ σκέψη πώς ἔχασαν τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου γιά λίγα χρόνια ἐπιγείου ζωῆς, ἄν καί αὐτά ἦταν γεμάτα τύψεις καί ἄγχος. Τά πάθη τότε δέν θά ἰκανοποιοῦνται καί αὐτό θά εἶναι ἄλλο βάσανο».