Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ"

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ"


Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ

Του μακαριστού Μητροπολίτου Κυρήνειας κυρού Παύλου

Συνεπληρώθησαν δύο χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρήνειας κυρού Παύλου. Ό μακαριστός Μητροπολίτης γεννήθηκε εις την Λάρνακα της Κύπρου το 1945 και κοιμήθηκε  την 1ην Οκτωβρίου 2011. Στενός συνεργάτης της εφημερίδος του «Ο.Τ.» με πολλά και αγωνιστικά άρθρα τόσο εκκλησιαστικού περιεχομένου, καταγγέλλοντα τας διαθρησκειακας συναντήσεις, πού υποκρύπτουν την Νέαν Τάξιν Πραγμάτων. όσο και εθνικού μαχόμενος διά τα δίκαια του Κυπριακού Ελληνισμού.
Ό «Ο.Τ.» διά να τίμηση την μνήμην του μακαριστού ίεράρχου δημοσιεύει το άρθρο του «Η ψυχολογία των εξομολογούμενων έπιπολέως ». Το άρθρο έχει ως ακολούθως:

«Αρκετοί πιστοί ανταποκρίνονται θετικά στην πρόσκληση του Πανάγαθου Θεού για μετάνοια, εξομολογούνται ειλικρινά και με αισθήματα πραγματικής αγάπης προς τον Κύριο εναποθέτουν όλα τα αμαρτήματα τους ενώπιον του Πνευματικού;• ό Έχουν την ορθή πεποίθηση και βαθιά πίστη πώς όσα πουν θα συγχωρηθούν, θα σβηστούν, θα εξαφανιστούν, ωσάν να μη συνέβησαν ποτέ- στην ζωή τους.


Ή δύναμη του Μυστηρίου της  Εξομολογήσεως χαρίζει στον καθένα πού ευσυνείδητα εξομολογείται, την εσωτερική πληροφορία ότι είναι φίλος τού Θεού και αγαπητός αδελφός των Αγίων. Αποκτά δέ την παρρησία προς τον Θεό, το βασικό γνώρισμα των Αγίων.

Βέβαια υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις, όπου οι πιστοί αντιμετωπίζουν επιπόλαια το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Έτσι φεύγουν από το Εξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθυμοι και στεναχωρημένοι παρά αναπαυμένοι. Δεν φταίει όμως για αυτό το Μυστήριο, αλλά οι ίδιοι οι όποιοι προσέρχονται τυπικά και κατ` έθιμο μόνο στις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία και έμπρακτη εκδήλωση μετανοίας. Γι' αυτό βλέπουμε αρκετούς, επειδή προσέρχονται επιφανειακά στο Μυστήριο, να έχουν την ψευδαίσθηση ότι πηγαίνουν για συζήτηση και προσωπική προβολή. Δεν προηγείται καμιά προσευχή, περισυλλογή και αυτοκριτική. Κατά την διάρκεια του Μυστηρίου, διακρίνονται για τον εγωισμό τους, ό όποιος εκδηλώνεται

 με αίσθημα υπεροχής. Δεν διστάζουν να υποκρίνονται και να παρουσιάζονται ως δήθεν ευσεβείς. Προβάλλουν ανύπαρκτες αρετές και καταγγέλλουν ή κατηγορούν τούς συνανθρώπους τους. Μιλούν με γενικότητες και αοριστολογίες και καταφεύγουν σε άσχετες ιστορίες. Όταν αποφασίσουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, εκφράζουν παράπονα, για να αύτοδικαιωθούν ή να δικαιολογηθούν. Όταν επιτέλους μιλήσουν για τις δικές τους αμαρτίες, περιορίζονται στα μικρά και ασήμαντα και αποκρύπτουν με επιμέλεια τα μεγάλα και σοβαρά, δήθεν για να μη εκτεθούν στον Πνευματικό και χάσει την καλή ιδέα πού έχει γι' αυτούς. Έτσι λόγω της ανειλικρίνειας τους, φεύγουν ασυγχώρητοι και λυπημένοι.

Άλλοι, πάλι, για να εντυπωσιάσουν, κατά την εσφαλμένη γνώμη τους, τον Πνευματικό, ότι τάχα έχουν φθάσει σε μεγάλα ύψη αρετής, μιλούν για οράματα και οπτασίες. Στην υπόδειξη του Πνευματικού να μη δίνουν σημασία και να μη επιζητούν αυτά, διαμαρτύρονται και εξανίστανται παρακούοντας τις συμβουλές του ή κατακρίνοντας τον εσωτερικά ότι δεν έχει ό Ίδιος παρόμοιες δήθεν πνευματικές εμπειρίες, γινόμενοι έτσι παίγνιο των πονηρών πνευμάτων.


Αυτοί πού επιπόλαια εξομολογούνται, δεν γνωρίζουν τί σημαίνει ελεύθερη υπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημα τους είναι ή εκτέλεση του ιδίου θελήματος. Εφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικής ζωής και δεν επιδέχονται καμία νουθεσία. Ό δέ Πνευματικός κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως αντιλαμβάνεται την αμετανοησία τους και την έλλειψη αγαθής διαθέσεως έκ μέρους τους. Αποκορύφωμα της υποκρισίας τους είναι ό εμπαιγμός του Ί. Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. Προσποιείται τον ευσεβή. Πηγαίνει δήθεν για να καταθέσει τις αμαρτίες του, αλλά δεν ανέχεται τις παρατηρήσεις και δεν ακολουθεί τις οδηγίες του Πνευματικού.

Επειδή ό εξομολογούμενος απωθεί τα αισθήματα της ένοχης, μη θέλοντας να παραδεχθεί τα σφάλματα του, τα μεταβιβάζει στους άλλους και εκφράζει προσωπικά παράπονα πού έχει γι' αυτούς, αλλά και για τον Ίδιο τον Πνευματικό του. Τολμά μάλιστα να ελέγχει τον Πνευματικό για τις απόψεις και τις θέσεις του πάνω σε διάφορα θέματα, τα οποία είναι άσχετα με το Μυστήριο της 'Εξομολογήσεως.


Ή δύναμη του Ί. Μυστηρίου της Εξομολογήσεως είναι ανυπολόγιστη. Δεν επενεργεί όμως πάνω μας χωρίς την δική μας ελεύθερη συνεργασία. Να έχουμε συναίσθηση της ιερότητας του Μυστηρίου και να προσερχόμαστε σε αυτό με βαθιά ταπείνωση, ειλικρίνεια και συντετριμμένη καρδιά. Μόνο όσοι βιώνουν την μετάνοια και εξομολογούνται πλήρως και τελείως τις αμαρτίες τους φεύγουν αναπαυμένοι, χαρούμενοι και ειρηνικοί, με το Άγιο Πνεύμα να τούς επισκιάζει. Όσοι νομίζουν ότι ξεγελούν τον Πνευματικό, γελιούνται οι ίδιοι, παίζοντας θέατρο και εξοργίζοντας τον Θεό. 'Αν συνεχίσουν με αυτή την λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχώς από την παρούσα ζωή αμετανόητοι προς αιώνια απώλεια.

Ας παρακαλέσουμε λοιπόν θερμά τον Κύριο, ώστε "τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής ημών εν ειρήνη και μετάνοια έκτελέσαι"».

Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2013

"Ήταν ένας δόκιμος μοναχός, ό όποιος..."


       Ο μακαριστός π. Μάρκελλος Καρακαλλινός, διηγείται:  
     "Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι Ή πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει  και τη νύκτα πριν  την ημέρα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει Ένα τρομερό όραμα: Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε. Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.

-           Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;
-           Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.
Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο  μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους
διαδρόμους. Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει

-           Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το  φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.
-           Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια  αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιά σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν  φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.

        Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω!.. Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε! Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.
-           Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί
κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;


-           Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!: Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε. Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.

-           Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;
-           Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.
Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά
πού έχουμε εδώ στο  μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους
διαδρόμους. Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει

-           Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το  φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.
-           Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια  αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιά σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν  φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.

        Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω!.. Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε! Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.
-           Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί
κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;
-           Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε! "


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Γέροντας Παΐσιος: Και η αγάπη χρειάζεται διάκριση!

Γέροντας Παΐσιος: Και η αγάπη χρειάζεται διάκριση!




Γέροντα, ο Αββάς Ποιμήν λέει: «Μάθε τι θέλει ο αδελφός και ανάπαυσέ τον». Τί θέλει να πη ακριβώς;
- Εννοεί να μάθης τι ανάγκη έχει ο αδελφός σου, ο πλησίον σου, και ανάλογα να τον αναπαύσης, με την καλή έννοια. Γιατί και η αγάπη χρειάζεται διάκριση. Αν κάποιος λ.χ. είναι γαστρίμαργος, δεν πρέπει να του δίνης συνέχεια νόστιμα φαγητά, γιατί αυτό θα τον βλάψη. Θα κάνεις νόστιμο φαγητό για έναν που έχει ανορεξία, για να μπορέση να το φάη. Ή, αν κάποιος έχη ζάχαρο και του δίνης γλυκά, αγάπη είναι αυτή;

- Γέροντα, πως γίνεται να αγαπάη κανείς το ίδιο όλους τους ανθρώπους και να τους αγαπάη με διάκριση;
- Αγαπάει όλους το ίδιο, αλλά δεν εκδηλώνει την αγάπη του σε όλους το ίδιο. Άλλον τον αγαπάει από μακριά, γιατί χρειάζεται να τον κρατήση σε απόσταση, άλλον από κοντά, ανάλογα με το τι ωφελεί τον καθένα. Σε έναν δεν πρέπει καθόλου να μιλήση, σε άλλον πρέπει να πη δυο λόγια, σε άλλον λίγα παραπάνω.
- Μπορεί , Γέροντα, η εκδήλωση της αγάπης μου να βλάψη τον άλλον;
- Αν ο άλλος έχη φιλότιμο και εσύ του δείξης πολλή αγάπη, τότε αλλοιώνεται με την καλή έννοια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσει, να μη σε λυπήση. Ο αναιδής όμως, αν του δείξης πολλή αγάπη, γίνεται ακόμα πιο αναιδής, γιατί η πολλή αγάπη τους μεν φιλότιμους τους κάνει πιο φιλότιμους, τους δε αναιδείς, τους κάνει πιο αναιδείς. Οπότε, όταν δης πως δεν βοηθάς με την αγάπη σου, την λιγοστεύεις με διάκριση∙ αλλά και αυτό από αγάπη το κάνεις.
- Γέροντα, υπάρχει περίπτωση να κάνω μία θυσία με καθαρά ελατήρια και να φθάσω στην αγανάκτηση;
- Ναι, γι’ αυτό η θυσία πρέπει να γίνεται με διάκριση. Να προσέχεις να μην ξεπερνάς την αντοχή σου, γιατί και οι σωματικές δυνάμεις έχουν όριο. Όταν ξεπεράσης την σωματική αντοχή σου, τότε, αν κάποιος σου πη: «τίποτε δεν έκανες απ’ το πρωί», μπορεί να πης μέσα σου :«Βρε τον αχάριστο! Εγώ απ’ το πρωί σκοτώθηκα στην δουλειά, κι αυτός λέει ότι δεν έκανα τίποτε!». Έτσι πάνε όλα χαμένα.
- Αν, Γέροντα, προς στιγμήν μέσα μου αγανακτήσω, αλλά αμέσως σκεφθώ ότι συνέβη αυτό , γιατί τα ελατήριά μου δεν ήταν καθαρά, τότε πάλι τα χάνω όλα;
- Σ’ αυτήν την περίπτωση σου δίνει μια σπρωξιά το ταγκαλάκι κι εσύ του δίνεις μια σφαλιάρα. Οπότε τρώει το ταγκαλάκι την σφαλιάρα και φεύγει.
από το βιβλίο: "Πάθη και Αρετές"

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η θεολογία της Λειτουργικής Αναγεννήσεως (Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)

Η θεολογία της Λειτουργικής Αναγεννήσεως (Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
«Κατά καιρούς στον εκκλησιαστικό μας χώρο γίνεται λόγος, για την λεγομένη λειτουργική αναγέννηση, που υπονοείται ως μία κίνηση, για να επανέλθουν τα αρχαία τυπικά της λατρείας και οι αρχαίες λειτουργικές παραδόσεις.
Παρά τις πολλές προσπάθειες, που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, για μια λειτουργική αναγέννηση, τελικά δεν επεκράτησε, και αυτό οφείλεται στο ότι επεχείρησαν την αλλαγήν των εξωτερικών τυπικών, ανεξάρτητα από την θεολογία της Εκκλησίας. Αν όμως δεν δη κανείς την εκκλησιολογία της λατρείας, την θεολογία, που διαποτίζει την λατρευτική ζωή, αν δεν δη την ασκητική και την ησυχαστική διάσταση κάθε τέτοιας αλλαγής, τότε δεν ορθοποδεί κάθε λειτουργική αναγέννηση.
Για παράδειγμα γίνεται λόγος, για την επαναφορά στην αρχαία εκκλησιαστική τάξη της συχνής θείας Κοινωνίας. Αν, όμως, δεν εξετάσουμε τα αίτια, που οδήγησαν τους Χριστιανούς στην αραιά μετοχή στην θεία Κοινωνία, ή αν δεν δούμε την ασκητική διάσταση του θέματος, τότε θα επικρατήση αυτή η λεγομένη λειτουργική αναγέννηση ή και αν επικρατήση, θα θεωρηθή μια μηχανική λειτουργία και μηχανική αναγέννηση, γιατί η μετάληψη των Τιμίων Δώρων δεν γίνεται απροϋπόθετα.
Στην Παπική «Εκκλησία» με την Β' Βατικάνεια Σύνοδο προσπάθησαν να κάνουν μια λειτουργική αναγέννηση, να απλοποιήσουν, δηλαδή, την λειτουργική ζωή, αλλά επειδή η Παπική "Εκκλησία" διατηρεί την απόκλιση από το δόγμα, όλες αυτές οι λειτουργικές αλλαγές τελικά δεν προσφέρουν τίποτε στο λαό.
Παρά την καλή προσπάθεια των αγωνιζομένων, για την λειτουργική αναγέννηση, εν τούτοις ως όρος και ως κίνηση μου προκαλεί δυσφορία, όταν μάλιστα συνδέεται με μερικές εξωτερικές και τυπικές αλλαγές. Γι αυτό είναι ανάγκη να δούμε, για λίγο την θεολογία της λεγομένης λειτουργικής αναγεννήσεως.
Στην συνέχεια θα εξετάσω το θέμα αυτό μέσα από την θεολογία τής Εκκλησίας και θα διατυπώσω μερικές σκέψεις, οι οποίες στην πραγματικότητα δείχνουν και το τι σημαίνει στην πραγματικότητα λειτουργική αναγέννηση, γιατί μια κακής ποιότητας λειτουργική αναγέννηση όχι μόνο δεν θα επικρατήση, αλλά θα δημιουργήση και πνευματική ζημιά.


1. Της λεγομένης λειτουργικής αναγεννήσεως πρέπει να προηγηθούν έντονες και σύντονες προσπάθειες, για την αναγέννηση των Χριστιανών, οπότε η αλλαγή των εξωτερικών τυπικών διατάξεων πρέπει να φανή ως ανάγκη των Χριστιανών και όχι ως άνωθεν επιβολή, και ως μία καλύτερη φολκλορική εκδήλωση. Ουσιαστικά στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν γίνεται λόγος τόσο για λειτουργική αναγέννηση, όσο για αναγέννηση των ανθρώπων, η οποία συνδέεται με την μετάνοια, την αλλαγή του νοός και την κοινωνία με τον Θεό. Δηλαδή, είναι απαραίτητο να παρουσιασθή τι είναι η Εκκλησία, ποια είναι τα πραγματικά της μέλη και πως από δυνάμει μέλη τής Εκκλησίας γίνονται ενεργεία μέλη της. Στο Αγιον Ορος, στο οποίο οι μοναχοί αγωνίζονται, ο κάθε ένας με τον τρόπον του και τον βαθμό του, μέσα από την όλη ησυχαστική παράδοση, δεν υπάρχει ανάγκη μεγάλων λειτουργικών αλλαγών. Γίνονται και εκεί μερικές μικρές αλλαγές, με την δημιουργία ακολουθιών, τροπαρίων, αλλά δεν γίνονται αλλαγές στον τρόπο και τον βαθμό, που επιδιώκεται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Γιατί εκεί δίνουν προτεραιότητα στην εσωτερική ανακαίνιση, οπότε ο αναγεννημένος άνθρωπος και ο ανακαινισμένος Χριστιανός «κοινοποιεί» τις ίδιες ακολουθίες, δηλαδή, δεν χρειάζεται να τις αλλάξη, για να αποφύγη την συνήθεια και τον κόρο, αλλά τις βιώνει μέσα από την δική του προσωπική αλλαγή, οπότε του φαίνονται κάθε φορά καινούργιες.


2. Πρέπει να εξετασθή σοβαρά το γιατί μερικές λειτουργικές τυπικές διατάξεις ατόνησαν με την πάροδο του χρόνου, γιατί η Εκκλησία δια των ποιμένων της παραθεώρησε μερικές και εισήγαγε άλλες. Για παράδειγμα, το ότι η Εκκλησία εισήγαγε την αγία λαβίδα για την λήψη της θείας Κοινωνίας, υπήρχε λόγος, ο οποίος πρέπει να εξετασθή. Το ότι ακόμη απέσπασε το μυστήριο του γάμου από την θεία Ευχαριστία και πάλι υπήρχε σοβαρός λόγος, ο οποίος πρέπει οπωσδήποτε να εντοπισθή. Δεν είναι δυνατόν να επανέρχωνται αρχαίες συνήθειες χωρίς την παράλληλη εξέταση των αιτίων, που έκαναν τους Πατέρας να τις παραθεωρήσουν. Και αυτή η εξέταση δεν είναι έργο μόνο της επιστήμης, αλλά κυρίως της θεολογίας με την πατερική έννοια του όρου.

3. Στην προσπάθεια μας να δημιουργήσουμε λειτουργική αναγέννηση πρέπει να είμαστε αντικειμενικοί και να βλέπουμε το όλο πνεύμα της απλότητος, που πρέπει να επικρατή στην θεία Λειτουργία. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι συνήθως βλέπουμε τις λειτουργικές αλλαγές μόνο σε ζητήματα, που δεν αγγίζουν προσωπικά μας θέματα. Δηλαδή, γίνεται κατ' επιλογήν λειτουργική αλλαγή. Μερικοί ενδιαφέρονται, για την επαναφορά μας στην απλότητα της αρχαίας λατρείας, παραθεωρώντας τον πλούτο της μεταγενέστερης λατρείας, όπως τον δημιούργησε η ίδια η Εκκλησία, δια των αγίων Πατέρων και περιορίζοντας την σε εξωτερικές μορφές. Για παράδειγμα, δεν μπορεί εύκολα να αλλάξη κανείς ένα λειτουργικό τύπο, που τον δημιούργησε η ίδια η Εκκλησία. Οπως, επίσης, δεν μπορεί κανείς να συντομεύση και να κάνη πιο ξεκούραστη την θεία λατρεία και να αφήση πολλά άλλα πράγματα, τα οποία προσετέθησαν αργότερα, όπως τα άμφια των Κληρικών, τα οφφίκιά τους και τον αγώνα, που γίνεται, για την κατοχύρωση της προσωπικής θέσεως καθενός μέσα στην Εκκλησία. Καθώς επίσης, δεν μπορεί να αμνηστεύση κανείς τον τρόπο της εκκλησιαστικής διοικήσεως, όταν δεν είναι αποστολικός, αλλά δάνειος από άλλες παραδόσεις. Παλαιότερα ήθελαν να χαμηλώσουν τα τέμπλα των Ιερών Ναών ή ακόμη ήθελαν να καθιερώσουν την έκφωνη ανάγνωση των ευχών, χωρίς όμως να εξετάσουν τα αίτια τα οποία καθιέρωσαν την μυστική ανάγνωση και χωρίς να τους απασχολούν άλλες ξένες εισροές στην θεία λατρεία.

4. Πολλές φορές οι λειτουργικές αναγεννήσεις περιορίζονται στην λεκτική κατανόηση των λεγομένων και πραττομένων. Χωρίς να παραθεωρώ και μια τέτοια τακτική, πρέπει όμως να επισημάνω ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην εξωτερική λογική κατανόηση της λατρείας, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε και στο βάθος του προβλήματος. Αλλωστε ο άνθρωπος δεν αποτελείται μόνο από λογική, ούτε και η λογική είναι κέντρο της υπάρξεώς του. Υπάρχουν και άλλες δυνάμεις, που χαρακτηρίζουν και ολοκληρώνουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο, όπως ο νους, η ελευθερία, η αγάπη κ.λ.π. Ετσι, δεν αρκεί η λογική κατανόηση της θείας λατρείας, αλλά είναι ανάγκη να προχωρήσουμε στην μέθεξη του πνεύματος της θείας Λειτουργίας. Και είναι γνωστόν ότι το πνεύμα της θείας Λειτουργίας είναι θυσία, η προσφορά, η εκούσια κένωση. Τελώντας την θεία Λειτουργία μπορούμε να εισδύσουμε στην κένωση του Χριστού, ο οποίος έφθασε μέχρι την θυσία, τον Σταυρό και τον Αδη. Οπότε, αυτή η αυτοθυσιαστική αγάπη του Χριστού γίνεται πρότυπο της κάθε αγάπης, η οποία από την φύση της είναι κένωση, σταυρός, θυσία, προσφορά. Στο κεντρικό σημείο της θείας Λειτουργίας προσφέρονται τα λόγια του Χριστού: «Λάβετε φάγετε τούτο μου εστί το σώμα... Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμα μου...». Το να μάθη ο λειτουργημένος άνθρωπος να προσφέρη το σώμα και το αίμα του, για να ζήσουν οι άλλοι, κατά το πρότυπο του Χριστού, είναι βίωση της θείας Ευχαριστίας και μέθεξη του πνεύματος της ευχαριστιακής προσφοράς. Επίσης, στο κέντρο της θείας Λειτουργίας ακούγεται η φράση: «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Αυτή η προσφορά είναι μέθεξη του πνεύματος της θείας Λειτουργίας. Οσες λειτουργικές αλλαγές και αν γίνουν, αν δεν μάθουμε να μεταμορφωνόμαστε από το πνεύμα της θείας Λειτουργίας, που είναι η θυσία και η προσφορά, τότε δεν ωφελούν τίποτε.

5. Ελπίζω ότι εκείνοι, που ομιλούν, για λειτουργική αναγέννηση εννοούν την προσπάθεια να ενταθή περισσότερο η μετοχή και κοινωνία των πιστών Χριστιανών με τα τελούμενα κατά την διάρκεια των ακολουθιών, με την μέθεξη του πνεύματος της λατρείας, με την βιωματική κατανόηση του σημαινόμενου και του συμβόλου. Ομως αυτό δεν έχει σχέση με μια εξωτερική επέμβαση στα λειτουργικά πράγματα, δεν είναι ένας μονόδρομος. Παράλληλα πρέπει να γίνη προσπάθεια, για την θεραπεία των δυνάμεων και ενεργειών της ψυχής. Διότι, εμπόδιο για την μέθεξη των τελουμένων δεν είναι μόνο το τυπικό, η γλώσσα, το σύμβολο κ.λπ. αλλά και τα πάθη, οι πάρα φύσιν ενέργειες της ψυχής. Επομένως, μια προσπάθεια, για να επανέλθουμε σε αρχαία τυπικά, πρέπει οπωσδήποτε να συντονίζεται με την προσπάθεια, για την βίωση του τρόπου μετοχής μας στα μυστήρια. Γιατί, όπως γνωρίζουμε από τα πατερικά κείμενα, οι Χριστιανοί μετέχουν διαφοροτρόπως στα μυστήρια, ανάλογα με τον βαθμό της μετανοίας. Για παράδειγμα, ο Μ. Βασίλειος στους Κανόνας του, πράγμα το οποίο συναντούμε και σε όλη την εκκλησιαστική πράξη, διακρίνει πέντε στάδια μετανοούντων, δηλαδή είναι οι προσκλαίοντες, οι ακροώμενοι, οι υποπίπτοντες, οι συνιστάμενοι και οι κοινωνούντες των Τιμίων Δώρων. Ετσι, μια διαμόρφωση του τυπικού και επαναφορά σε αρχαίες λειτουργικές πράξεις, χωρίς επαναφορά της ποιμαντικής όπως τις διαγράφουν οι αρχαίες πατερικές πράξεις, δεν είναι αναγέννηση λειτουργική, αλλά εκκοσμίκευση, αφού επηρεάζεται από τον ορθολογισμό του πνεύματος του Διαφωτισμού.

6. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι απαραίτητη προϋπόθεση μετοχής στην θεία λατρεία είναι η ασκητική ζωή. Και όταν κάνουμε λόγο για ασκητική ζωή, εννοούμε την προσπάθεια του ανθρώπου, εφαρμόζοντας τις εντολές του Χριστού και αποκτώντας εκκλησιαστικό φρόνημα, να μετατρέψη την ιδιοτελή αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, να φθάση από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Η λατρευτική ζωή έξω από την ασκητική αυτή ζωή είναι μία θρησκευτική πράξη, που δεν μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και την λειτουργική αναγέννηση δεν μπορούμε να την δούμε έξω από την ασκητική, νηπτική και ησυχαστική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Βασίλειος, που ζούσε ως μοναχός και έγραψε τις ασκητικές διατάξεις και καθόρισε τον τρόπο της μοναχικής ζωής, έκανε και λειτουργικές αλλαγές μέσα στις οποίες πέρασε όλη την θεολογία που ζούσε. Αν διάβαση κανείς τις ευχές, που συνέταξε ο Μ. Βασίλειος στην ομώνυμη θεία Λειτουργία του, θα διαπιστώση ότι εγράφησαν από ένα θεόπτη Πατέρα. Επίσης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που ανέπτυξε όλην αυτήν την ησυχαστική θεολογία, συνέγραψε και λειτουργικές ευχές, έκανε και θεολογία της λατρείας και των μυστηρίων, συνέδεσε στενά τα μυστήρια της Εκκλησίας με την νοερά προσευχή, όπως το συναντούμε και σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση. Το ίδιο βλέπουμε και στον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ομιλούσε για την συχνή θεία Κοινωνία, αλλά παράλληλα βίωνε και παρουσίασε όλη αυτήν την φιλοκαλική παράδοση. Μπορούμε να αναφέρουμε και την περίπτωση του ιερού Νικολάου Καβάσιλα, ο οποίος ανέλυσε την Θεία Ευχαριστία, αλλά την συνέδεσε με την εν Χριστώ ζωή, οπότε κάνει λόγο, για ασκητική ζωή, για μεταμόρφωση του νου δια της προσευχής και της ρυθμίσεως των λογισμών και την μεταμόρφωση της θελήσεως δια της εφαρμογής των εντολών του Χριστού.

7. Η θεία λατρεία και κυρίως το κέντρο της λατρείας, που είναι η θεία Λειτουργία δεν συνδέεται με το παρόν, ούτε απλώς επιδιώκει να δώση μια ζωή στο παρόν, αλλά εμπνέεται από το μέλλον. Η θεία λατρεία συνδέεται στενά με την βίωση και την προσδοκία της εσχατολογικής ζωής, που είναι παρούσα, αλλά και πάντοτε προσδοκώμενη. Δηλαδή, η θεία Λειτουργία δεν αποβλέπει στο να ζήσουμε μόνο την ζωή του μέλλοντος από το παρόν και να ικανοποιηθούν ή να πληρωθούν όλα τα συναισθήματά μας, αλλά να την προσδοκούμε και να την νοσταλγούμε με μεγάλη δίψα. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης έχει τονίσει με ενάργεια αυτήν την πραγματικότητα, ότι δεν πρέπει να εσχατολογοποιούμε την ιστορία. Η κίνηση, που παρατηρούμε μέσα στην λατρεία δεν είναι απλώς μία κίνηση από τα άνω προς τα κάτω, αλλά και από τα κάτω προς τα άνω. Δηλαδή, στην θεία Λειτουργία ανάπτει ο πόθος της απολαύσεως κατά τον τελειότερο βαθμό αυτής της εν Χριστώ ζωής, στο μέλλον. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Μ. Βασιλείου μετά τη θεία Μετάληψη: «Ήνυσται και τετέλεσται, όσον εις την ημετέραν δύναμιν, Χριστέ ο Θεός ημών, το της σης οικονομίας μυστήριον· έσχομεν γαρ του θανάτου σου την μνήμην· είδομεν της αναστάσεώς σου τον τύπον· ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου σου ζωής· απηλαύσαμεν της ακενώτου σου τρυφής, ης και εν τω μέλλοντι αιώνι πάντας ημάς καταξιωθήναι ευδόκησον, χάριτι του ανάρχου σου Πατρός, και του αγίου και αγαθού και ζωοποιού σου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

8. Γίνεται φανερό ότι οι λειτουργικές αλλαγές δεν είναι αποτέλεσμα μερικών Συνοδικών αποφάσεων ούτε επεξεργασία και συμπεράσματα σεμιναρίων, αλλά δημιουργήματα των αγίων. Η Εκκλησία, άλλωστε, εργάζεται δια των αγίων της. Ισχυριζόμαστε ότι η Εκκλησία γράφει την Αγία Γραφή και η Εκκλησία την ερμηνεύει. Και αυτό, βέβαια, γίνεται δια των αγίων, που είναι τα ζωντανά μέλη της Εκκλησίας. Ολες οι μεγάλες αλλαγές έγιναν μέσα στην Εκκλησία και την ιστορία από μεταμορφωμένες υπάρξεις, που είναι οι άγιοι Πατέρες. Αυτοί καθιέρωσαν ένα νέο τύπο, ο οποίος επεκράτησε στο ποίμνιό τους και στη συνέχεια λόγω της ακτινοβολούσας προσωπικότητας του συγκεκριμένου αγίου πέρασε και σε ολόκληρη την Εκκλησία. Το ίδιο παρατηρούμε και στο γεγονός της επιδράσεως του μοναχικού τυπικού πάνω στο ενοριακό κοσμικό τυπικό. Το πραγματικό πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που διαφυλάχθηκε στις Ιερές Μονές, επέδρασε σωστικά και αναγεννητικά και επηρέασε το κοσμικό τυπικό, όταν οι Χριστιανοί είχαν εκκοσμικευθή. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Και όπως συμβαίνει στο ανθρώπινο σώμα, το οποίο κρατά ό,τι το ωφελεί και απορρίπτει ό,τι το βλάπτει, το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία. Αυτή είναι εκείνη, που με την μακροχρόνια διαδικασία απορρίπτει κάτι, που εισάγεται από αμεταμόρφωτους ανθρώπους και αυτή κρατά κάτι το υγιές, που προέρχεται από αγίους ανθρώπους. Οπότε, κάθε λειτουργική αλλαγή επικρατεί ή απορρίπτεται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, που την εισαγάγει.

9. Η λειτουργική αναγέννηση πρέπει να έχη σχέση με την αναγέννηση της κοινωνίας, δηλαδή πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο και στην οικογενειακή και την κοινωνική του ζωή. Αν μια αναγέννηση έχη σχέση με την βελτίωση των συναισθημάτων εντός του Ναού και δεν αγγίζη την πραγματικότητα εκτός του Ναού, δεν προέρχεται από το Αγιον Πνεύμα. Οπότε, αντί να κάνουμε λόγο για λειτουργική αναγέννηση, είναι προτιμότερο να κάνουμε λόγο, για ευχαριστιακό ήθος που αγγίζει τον άνθρωπο σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Όταν το ήθος και το πνεύμα της θείας Λειτουργίας δεν επηρεάζει και δεν αγγίζει την διοίκηση της Εκκλησίας και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, αλλά εκτός του Ναού επικρατούν κοσμικοί τρόποι επιβολής, τότε αυτή η αναγέννηση παραμένει στο περιθώριο της ζωής μας, στην επιφάνεια και δεν προχωρεί στο βάθος, οπότε όχι μόνο δεν αναπαύει το ανήσυχο πνεύμα του ανθρώπου, αλλά το απογοητεύει ακόμη περισσότερο.

Ολα όσα αναφέρθηκαν είχαν σκοπό να υπογραμμίσουν ότι η λειτουργική αναγέννηση είναι σημαντική και απαραίτητη, όταν όμως εντάσσεται μέσα στο πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και εμπνέεται από την ευαγγελική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας και όταν προέρχεται από αναγεννημένους ανθρώπους ή αποβλέπει στην αναγέννηση των ανθρώπων. Διαφορετικά, μπορεί να υπενθυμίζη τις βατικάνειες λειτουργικές αναγεννήσεις ή τις προτεσταντικές αλλαγές και απορρίψεις, χάριν της απλότητος. Και είναι κρίμα να βιώνουμε ένα βατικάνειο και προτεσταντικό Χριστιανισμό μέσα στην πλούσια παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.



(«Ορθόδοξος Τύπος», 29/6/2001)


(Πηγή ηλ. κειμένου: "Αναλόγιον")

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο


Περί του ότι   όλη  η καινή  διαθήκη  είναι αποτέλεσμα  της  παράδοσης  και  περί  της  τιμής  στην  υπεραγια  Θεοτόκο 
Πότε  γράφτηκαν  τα 4 ευαγγέλια και  ποιος  τα καθιέρωσε??? Διότι ευαγγέλια  γράφτηκαν  πολλά  τα οποία όμως δεν  τα αναγνωρίζει  η εκκλησία  εκτός  από αυτά τα 4α που  γνωρίζουμε  , ποιος  απέρριψε και καταδίκασε  σαν αιρετικά  τα υπόλοιπα??
Μέχρι τον 3ο  αιώνα  κυκλοφορούσαν  πολλά  ευαγγέλια  ,του  Θωμά, Νικοδήμου, Ιούδα, Βαρνάβα, κ.α.  ποιος  τα καταδίκασε αυτά  σαν ψευδεπίγραφα  και  αιρετικά  και  καθιέρωσε  τα  4α  που  δεχόμαστε  όλοι σήμερα ??

Ευαγγελιστής Λουκάς
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λουκάς, πορτρέτο απ' τον Αντρέα Μαντένια (1431).
Ο Λουκάς ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, βιβλία τα οποία περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή.
Ο Λουκάς ήταν ιατρός[1], πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Έγινε χριστιανός προερχόμενος από τους Εθνικούς. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Παύλου και τον συνόδεψε σε πολλές από τις περιοδείες του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις κήρυξε στη Νότια Ευρώπη και μαρτύρησε στην Ελλάδα.
Δεν είναι γνωστά με ακρίβεια τα γεγονότα της ζωής του Λουκά μετά το μαρτύριο του Παύλου. Είναι πιθανό ότι λόγω του διωγμού των χριστιανών, θα πρέπει να εγκατέλειψε τη Ρώμη. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο Λουκάς συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας. Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο, ο Λουκάς υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον κρέμασαν σε ένα ελαιόδενδρο στην Έφεσο[2] σε ηλικία 80 ετών, ενώ σύμφωνα με τον Ιερώνυμο πέθανε στη Θήβα της Βοιωτίας σε ηλικία 84 ετών. Ευαγγελιστής Μάρκος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάρκος, ο Ευαγγελιστής
Ευαγγελιστής, Μάρτυρας
Γέννηση               περ. 20
Παλαιστίνη
Θάνατος              68
Αλεξάνδρεια
Ευαγγελιστής Μάρκος
Ο Μάρκος (20 - 68) ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου, το οποίο περιλαμβάνεται στην Αγία Γραφή.
Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Το Ρωμαϊκό όνομα Μάρκος, του δόθηκε αργότερα [1]. Ήταν γιος της Μαρίας, μιας Χριστιανής από την Ιερουσαλήμ, στης οποίας το σπίτι συναθροίζονταν Χριστιανοί για να προσευχηθούν[2]. Ήταν ανιψιός του Βαρνάβα[3]. Ο Πέτρος, τον αποκαλεί γιο του[4], κάτι που δείχνει τη σχέση που είχαν μεταξύ τους.
Ο Μάρκος συνόδεψε τον Παύλο και τον Βαρνάβα στην αρχή του πρώτου τους ιεραποστολικού ταξιδιού[5], μέχρι την Πέργη της Παμφυλίας απ' όπου επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ[6]. Αργότερα, στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι, υπήρξε διαφωνία μεταξύ του Βαρνάβα και του Παύλου σχετικά με το αν θα έπρεπε να πάρουν μαζί τους τον Μάρκο. Ως αποτέλεσμα της διαφωνίας οι δύο απόστολοι χωρίστηκαν, με τον Βαρνάβα να πηγαίνει στην Κύπρο με τη συνοδεία του Μάρκου, και τον Παύλο μαζί με το Σίλα να ξεκινούν περιοδεία η οποία κατέληξε στη Μακεδονία[7]. Αργότερα στη Ρώμη, ο Παύλος κατά τη διάρκεια της πρώτης φυλάκισής του, βρέθηκε πάλι μαζί με το Μάρκο[8]. Αργότερα ο Παύλος ζήτησε από τον Τιμόθεο να φέρει το Μάρκο στη Ρώμη[9]. Επίσης, ο Μάρκος ήταν μαζί με τον Πέτρο στη Ρώμη όταν έγραφε την πρώτη επιστολή του[4].
Κατά την παράδοση ο Μάρκος αργότερα κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα, ιδρύοντας την εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την οποία ποίμανε από το 43 μέχρι το 68 μ.Χ.. Είχε μαρτυρικό θάνατο. Το λείψανό του φυλασσόταν στην Αλεξάνδρεια μέχρι το 828, οπότε μεταφέρθηκε από δύο εμπόρους[10] στη Βενετία και έκτοτε φυλάσσεται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Έχει εκφρασθεί η άποψη πως ο Μάρκος ο συνοδός του Πέτρου στη Ρώμη και ο Μάρκος ο συνοδός του Βαρνάβα στην Κύπρο είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, που όμως δεν έχει αποδειχθεί.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι ο Μάρκος μετέβη από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης και εκεί μαρτύρησε αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της πόλης.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 25 Απριλίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 18 Οκτωβρίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Απόστολος Ματθαίος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματθαίος ο Τελώνης
Απόστολος, Ευαγγελιστής, Άγιος
Γέννηση              
Γαλιλαία
Εορτασμός         16 Νοεμβρίου
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ένας από τους αποστόλους, μαθητής του Ιησού Χριστού. Καταγόταν από την Γαλιλαία και εργαζόταν ως τελώνης, δηλ. φοροεισπράκτορας. Κάποια ημέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας την εσωτερική του ψυχή του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε την εργασία του και από τότε ήταν δίπλα Του.
Η πορεία του Αποστόλου Ματθαίου ήταν μεγάλη αφού κήρυττε για δώδεκα χρόνια μετά την Πεντηκοστή στην Παλαιστίνη και έπειτα κήρυξε σε άλλα έθνη για την διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Ματθαίος είναι ο συγγραφέας του φερόμενου πρώτου Ευαγγελίου που φέρει και το όνομά του.
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Ματθαίου. Αν και μεταγενέστερες παραδόσεις μιλούν για μαρτυρικό θάνατο στην πυρά ή εκτέλεση με ξίφος, η πιθανότερη εκδοχή είναι αυτή του Ηρακλείωνα την οποία παραθέτει ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αναφέρει ότι ο Ματθαίος πέθανε από φυσικό θάνατο[1].
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Νοεμβρίου. Θεωρείται άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Γιατί τιμούμε την Μητέρα του Κυρίου.
Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούμε την Παναγία Παρθένο Μαρία πιό πολύ απ’ όλους τους αγίους και αγγέλους του ουρανού, διότι αυτή καταξιώθηκε να γεννήσει τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου, διά της επισκιάσεως του Αγίου Πνεύματος. Η τιμή την οποία αποδίδουμε στην Μητέρα του Κυρίου είναι εξαιρετική, τιμιωτέρα ή ευλαβεστέρα, επειδή αυτή δεν είναι μια μόνο «φίλη Του», όμοια με τους άλλους αγίους, αλλά είναι υπέρ-αγία (Παναγία) απ’ όλους τους αγίους και τους αγγέλους.
Γι’ αυτό, τόσο οι άγγελοι όσο και οι άνθρωποι την προσκυνούν και την τιμούν με προσευχές, άσματα, ακολουθίες και εγκώμια. Τοιουτοτρόπως χαιρέτησε αυτήν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισμό (Λουκ. 1,28-29) και η Αγία Ελισάβετ, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού (Λουκ. 1, 40-43).
Η ίδια η Παναγία Παρθένος Μαρία προφητεύει διά του Αγίου Πνεύματος: «ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός…» ( Λουκ. 1, 48-49). Απ’ αυτά τα λόγια καταλαβαίνουμε, ότι η εξαιρετική τιμή της Μητέρας του Κυρίου είναι ηθελημένη και ορισθείσα από τον Ίδιον τον Θεό. Αυτή την εξαιρετική τιμή την οποία προσδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία στην Παρθένο Μαρία συγκροτεί τη λατρεία της Μητέρας του Κυρίου.
Στα πλαίσια της λατρείας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αναφέρουμε κατά πρώτον τις μεγάλες Θεομητορικές εορτές οι οποίες είναι: Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, Τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κατόπιν οι ακολουθίες οι οποίες γίνονται στις Εκκλησίες και τα μοναστήρια προς τιμήν της, οι χαιρετισμοί, οι παρακλητικοί κανόνες, οι αγιογραφημένες εικόνες και στολισμένες τόσο όμορφα, προ πάντων οι θαυμαστές και πολλές άλλες προσευχές διά των οποίων ζητούμε την βοήθεια της Μητέρας του Κυρίου όλες τις ημέρες της ζωής μας.
Τιμούμε την Θεομήτορα διότι αυτή είναι η μητέρα η οποία εγέννησε τον Υιόν του Θεού και η πρώτη η οποία πρεσβεύει υπέρ του κόσμου εμπρός στην Παναγία Τριάδα. Αυτή μας βοηθά πιό πολύ στην κατάκτηση της σωτηρίας διά των αγίων της προσευχών.
Όμως, κατά την μακραίωνα ιστορία εμφανίσθηκαν και μερικοί βλάσφημοι τόσον εναντίον του Σωτήρος και του Ευαγγελίου Του, όσον και εναντίον της Μητέρας του Κυρίου, τους οποίους ονομάζουμε αιρετικούς η οπαδούς άλλων ομολογιών (νεοπροτεστάντες).
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος στις επιστολές του δείχνει ότι στις έσχατες ημέρες θα εμφανισθούν άνθρωποι οι οποίοι δεν θα ανέχονται τη διδασκαλία της ορθής πίστεως, αλλά θα θέσουν διδασκάλους κατά τα έργα των, παρεκκλίνοντας προς τα παραμύθια. Δηλαδή, έχοντας την όψη της αληθινής πίστεως, θα αρνούνται την δύναμή της, συνεχώς διδάσκοντες και μη μπορώντας να φθάσουν στην αλήθεια της πίστεως, «Όν τρόπον δε Ιαννής Ιαμβής αντέστησαν Μωϋσεί, ούτω και ούτοι ανθίστανται τη αληθεία, άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν αδόκιμοι περί την πίστιν. Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι». (Β’ Τιμ. 3,8 και 13).
Εμείς από την αρχή της πλάσεως αυτού του έθνους, έτσι γνωριζόμαστε, ρουμάνοι και ορθόδοξοι χριστιανοί. Έτσι γεννηθήκαμε και έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε αγνό και πλήρες ό,τι κληρονομήσαμε από τους προγόνους, ως από τον Ίδιον τον Θεό. Διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θες. 2, 15)
Οι Προτεστάντες (Διαμαρτυρόμενοι) και μαζί με αυτούς οι αιρετικοί νεοπροτεστάντες – οπαδοί των άλλων σύγχρονων ομολογιών – των ημερών μας, ονομαζόμενοι και «μεταμελημένοι», μεταξύ των πολλών τους συσκοτίσεων του νου τους και των ψευδών διδασκαλιών τους, βλασφημούν πιο πολύ την Παναγία Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία. Λένε αυτοί οι βλάσφημοι της Μητέρας του Κυρίου ότι δεν πρέπει να της αποδίδουμε μεγάλη τιμή διότι ούτε ο Ίδιος ο Υιός της Ιησούς Χριστός δεν την ετίμησε. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Σωτήρος: «είπε δε τις αυτώ, ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ζητούντές σε ιδείν, ο δε αποκριθείς είπε τω λέγοντι αυτώ, τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου; και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη, ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου, όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. 12, 47-50). Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Παρθένος Μαρία του ήταν μητέρα δεν έχει καμία σημασία έμπροσθέν του, οι εξ αίματος σχέσεις Του ή η σαρκική συγγένεια δεν έχουν καμία αξία ούτε προτίμηση εμπρός στις πνευματικές Του σχέσεις με εκείνους οι οποίοι κάνουν το θέλημα του Πατρός, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Επίσης προσθέτουν ακόμη αυτοί, ότι αυτό, φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίον της απευθύνεται ο Σωτήρας και με άλλες ευκαιρίες, την ονομάζει γύναι, το οποίο σημαίνει ότι ήταν νυμφευμένη, δηλαδή όχι παρθένος, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον επαληθεύεται ο λόγος της Γραφής: « Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ιδού ο υιός σου…» (Ιωάν. 19,26). Επίσης την ονομάζει περιφρονητικά και στο γάμο της Κανά της Γαλιλλαίας: «Λέγει αυτή ο Ιησούς, τι εμοί και σοί γύναι;» (Ιωαν. 2,4). Έτσι, λοιπόν, εμείς σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε υπέρ-άνω (Υπεραγία) και δεν μπορούμε να της προσάγουμε μια λατρεία διαφορετική.
Αλλά δεν είναι έτσι όπως πιστεύουν όλοι αυτοί οι πλανεμένοι από την αλήθεια την οποία ερμηνεύουν κατά το δικό τους αρρωστημένο μυαλό και γεμάτο εγωισμό, διότι κατά την πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για άλλο και ειδικά ότι, εκτός από τη σαρκική συγγένεια, υπάρχει και μια άλλη συγγένεια με τον Χριστό, πολύ πιο μεγάλη και πιο σημαίνουσα, η ψυχική συγγένεια, η οποία συνίσταται στο να γίνεται το θέλημα του Θεού. Αυτή η συγγένεια όμως, δεν καταργεί και δεν μικραίνει τη σαρκική. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι την ψυχική συγγένεια μπορεί να την κερδίσει ο οποιοσδήποτε, εκτελώντας το θέλημα του Πατρός. Συγγένεια σημαίνει όχι μόνο μία σχέση σαρκικής συγγένειας, αλλά και μια σχέση αγάπης και ψυχικής ενότητας. Εκείνος ο οποίος κάνει το θέλημα του Θεού, εκείνος γίνεται ψυχικά συγγενής με τον Θεό. Τοιουτοτρόπως, διά των λεγομένων πιο πάνω λόγων, ο Σωτήρας όχι μόνο δεν παραμέρισε τη σαρκική Του συγγένεια με τη Μητέρα Του, ούτε εμίκραινε την τιμή η οποία ήρμοζε σε μια μητέρα από τον υιό της, αλλά μόνο προσπάθησε να τονίσει ότι η άλλη συγγένεια με Αυτόν, η ψυχική, αν και είναι μεγάλης αξίας, μπορεί ωστόσο να την επιτύχει ο οποιοσδήποτε πιστός.
Συνεπώς, ήταν ένας λόγος προτρεπτικός και ενθαρρυντικός προς την μεριά του πλήθους, και όχι ένας περιφρονητικός προς τη Μητέρα Του. Ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, όσο βρισκόταν με τη Μητέρα Του στη γη, συνεχώς την άκουγε και την αγαπούσε και ήταν υποταγμένος προς αυτή (Λουκ. 2,51), και όταν του ζητούσε κάτι δεν έδειχνε ανυπάκουος προς αυτή. Έτσι, στο Γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, στη ζήτηση της Μητέρας Του, Εκείνος έκανε το πρώτο θαύμα, μετατρέποντας το νερό σε κρασί (Ιωάν. 2,3-10). Κατόπιν είχε μεγάλη φροντίδα για την Μητέρα Του και ακόμη όταν ήταν κρεμάμενος στο σταυρό, της συμπεριφερόταν με φροντίδα και δίδοντας να την φροντίζει ο πιό αγαπημένος μεταξύ των μαθητών Του - ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής – κατά τις γραφές: «Ιησούς ούν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ίδε ο υιός σου. Είτα λέγει τω μαθητή, ιδού η μήτηρ σου, και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. 19, 26-27). Βλέπεις ότι ο Σωτήρ εδώ, τον καιρό των πιο μεγάλων δοκιμασιών Του επί του σταυρού, δεν αμέλησε να δείξει φροντίδα προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, η οποία τον γέννησε και τον ανέθρεψε; Και πώς θα ήταν δυνατόν να περιφρονήσει την Μητέρα Του, όταν ο Ίδιος ο Θεός έδωσε εντολή να τιμούμε τους γονείς, καθώς είναι γραμμένο: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου …» (Δευτ. 5, 16).
Κατά δεύτερο δεν υπάρχει λόγος περιφρονήσεως, αλλά, τουναντίον, φαίνεται πως την εφρόντησε εμπιστεύοντάς την στην φροντίδα του Αποστόλου Ιωάννη – ξέροντας ότι Εκείνος δεν θα βρίσκεται πλέον στη γη για να την φροντίζει στο υπόλοιπο της ζωής της, καθώς δείξαμε και πιο πάνω. Αυτό το γεγονός δεν είναι μία ανεντιμότητα, αλλά αληθινά, μια μεγάλη τιμή και σεβασμός προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, για την οποία ούτε στα βάσανα επί του σταυρού δεν ξεχνά να την φροντίζει, επακόλουθο της πιο μεγάλης αγάπης, την οποία είχε προς το πρόσωπό της, ως μητέρα. Εάν όμως την ονομάζει «γύναι», σε καμιά περίπτωση με την έννοια της παντρεμένης γυναίκας η με τον σκοπό της περιφρονήσεως, αλλά μόνο με την έννοια του γένους, του φύλου. Διότι κατά τον ίδιο τρόπο απευθύνθηκαν και οι δύο άγγελοι στον τάφο στη Μαρία την Μαγδαλινή: «Γύναι, τι κλαίεις;» (Ιωάν. 20, 12-13). Ενώ οι δύο άνδρες οι οποίοι παρέστησαν στην Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, είπαν προς τους Αποστόλους: Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν;» (Πράξ. 1,11). Ούτε οι άγγελοι, ούτε οι δύο άνδρες δεν απηύθυναν τα λόγια «γύναι» η «άνδρες» περιφρονητικά, αλλά τουναντίον κατά τρόπο θωπευτικό.
Ακόμη μας ερωτούν εκείνοι, που υπάρχει στην Αγία Γραφή ότι η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, ήταν Παρθένος και Αειπάρθενος, έτσι όπως την ονομάζουμε εμείς. Ότι γέννησε όντως παρθένος, η Αγία Γραφή μας το δείχνει κατ’ αυτό τον τρόπο: Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ απεστάλη στη Ναζαρέτ και της ανήγγειλε ότι θα γεννήσει τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), εισερχόμενος σ’ αυτήν την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. 1,28). Φαίνεται πως ο Αρχάγγελος προσκύνησε (τίμησε) την Παρθένον Μαρία, ονομάζοντάς την «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» και ότι βρήκε μεγάλη χάρη από τον Θεό, πως δύναμη υψίστου την είχε επισκιάσει, και ότι συνέλαβε και γέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού. Αν και ήταν Παρθένος, μη γνωρίζοντας άνδρα, ο άγγελος Κυρίου δεν της είπε «ευλογημένη είσαι συ μεταξύ των παρθένων», αλλά «ευλογημένη συ εν γυναιξίν», με αυτό δεν δείχνει την περιφρόνηση προς την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι «κεχαριτωμένη», αλλά αποκαλύπτει ένα παλαιό μυστήριο: «την συντριβή της κεφαλής του φιδιού διά της γυναικός» (Γεν. 3,15), και ότι αυτή θα είναι η μυστική και πνευματική Εύα η οποία θα γεννήσει τον νέον Αδάμ, Χριστό, ο Οποίος θα φέρει τη ζωή στον κόσμο.
Οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο Χριστός ονομάστηκε το σπέρμα της γυναικός (Γεν. 3,15), καθότι Αυτός δεν γεννήθηκε εκ σπέρματος ανδρός, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και από τα αμόλυντα αίματα της Υπεραγίας Παρθένου και έλαβε Σώμα.
Κατά την ημέρα της μεγάλης κρίσεως (Δευτέρας Παρουσίας), αυτή η Βασίλισσα και Παρθένος Μαρία, θα κάθεται εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της, με μεγάλη και απερίγραπτη δόξα, καθώς μας φανερώνει ο ψαλμωδός, λέγοντας: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,10 – 12,18)
Επειδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την ονόμασε και αυτή γυναίκα, όταν είπε: «ευλογημένη σύ εν γυναιξίν», κατόπιν αυτού, σημαίνει, ότι η Παρθένος Μαρία ήταν γυναίκα νυμφευμένη;
Γιατί άραγε είπε αυτή στον χαιρετισμό του αγγέλου ότι «άνδρα ου γινώσκω» (δηλαδή είμαι παρθένος); Ή όταν ο Θεός έπλασε την Εύα από την πλευρά του Αδάμ (Γεν. 2,21 – 22) και την έφερε προς αυτόν, ενώ εκείνος την ονόμασε «γυνή», μήπως και τότε η Εύα ήταν γυναίκα νυμφευμένη, διότι ο Αδάμ την ονόμασε γυναίκα; Άραγε δεν ήταν τότε η Εύα παρθένος πλασμένη εκ της πλευράς του αγνού Αδάμ, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει γυναίκα;
Συνεπώς, αν η Εύα ήταν πλασμένη από τον Θεό παρθένος, και ενώ ο ίδιος ο Θεός και ο Αδάμ, αυτή την παρθένο, την ονομάζουν «γυνή», κατόπιν την ονομάζει αυτή γυναίκα με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας – πώς λανθασμένα καταλαβαίνουν όλοι οι νεοπροτεστάντες και οι αιρετικοί; Διότι καθώς η Εύα ήταν παρθένος, τότε όταν την είπε γυνή, έτσι, και η μυστική και πνευματική Εύα, η Άχραντος Παρθένος Μαρία, η οποία γέννησε τον Νέο Αδάμ, Χριστό, Παρθένος είναι στους αιώνας των αιώνων αν και η Αγία Γραφή την ονομάζει γυνή, δεικνύοντας με αυτό μόνο το φύλο η το γυναικείο γένος.
Τότε ο Αδάμ, διά της ενέργειας του Θεού γέννησε από το παρθένο του σώμα, γυναίκα, χωρίς γυναίκα (δηλ. χωρίς να γνωριστεί με γυναίκα), ενώ στο πλήρωμα του χρόνου, η γυναικεία φύση, διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, γέννησε άνδρα χωρίς τον άνδρα, στην παρθενία γεννώντας η Παρθένος και μένοντας παρθένος καθώς και στην αρχή γέννησε ο Αδάμ μέσα στην παρθενία. Έτσι ευαρεστήθηκε ο Θεός, όπως διά της Παρθένου Μαρίας να δανείσει τη φύση του παλαιού Αδάμ διά του Νέου Αδάμ, γεννήθηκε εκ Παρθένου, και ο οποίος ήλθε στον κόσμο και ντύθηκε τη φύση μας από το απερίγραπτό Του έλεος και την αγαθωσύνη, για να λυτρώσει τον παλαιό Αδάμ με όλο το γένος του από την καταδίκη και το θάνατο. «Διότι καθώς διά του Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι διά του Χριστού, όλοι ανασταίνονται» (Ρωμ. 6,5 – Ιωάν. 3,16 5,24 εξής).
Λοιπόν αναλογίσου, άνθρωπε πλανεμένε – συ και οι όμοιοί σου _ ότι η Αγία Γραφή δεν ονομάζει την Μητέρα του Κυρίου «γυνή» με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας όπως το καταλαβαίνετε εσείς αλλά διά της λέξεως «γυνή», η Αγία Γραφή δείχνει μόνο το θηλυκό γένος της Αγίας Παρθένου Μαρίας και ταυτόχρονα δείχνει κατά τρόπο σκιερό και μυστικό ότι είναι η γυναίκα της οποίας ο απόγονος (Χριστός) θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού και διά του Οποίου θα έλθει η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
Στα προαναφερθέντα πρέπει να προσθέσουμε:
- όντως Μητέρα του Σωτήρος, η Παρθένος Μαρία δέχθηκε την πιο μεγάλη τιμή την οποία μπορεί να έχει ένα πλάσμα.
- Συλλαμβάνοντας εκ Πνεύματος Αγίου τον Σωτήρα, καθαρίστηκε ολοκληρωτικά από την αμαρτία, όσο κανείς άλλος άνθρωπος, όσο και άγιος να ήταν,
- Επειδή είχε προλεχθεί από τον Θεό η εξαιρετική τιμή της – όπως καμιάς άλλης τιμής κάποιου ανθρώπου – η Αγία Παρθένος Μαρία πρέπει να λογαριάζεται η πρώτη μεταξύ των αγίων, έτσι όπως και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ των προφητών (Μαλαχ. 3. Ησαΐα 40,3).
Για όλα αυτά, της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας της αξίζει μια τιμή μεγαλύτερη από τους άλλους αγίους (εξαιρετική τιμή) επειδή είναι η βασίλισσα και η κορώνα όλων των αγίων. Ενώ πως και μετά την γέννηση έμεινε παρθένος διάβασε και βλέπε τα προφητευμένα γι’ αυτήν από τον προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3).
Προσθέτουν ακόμη αυτοί οι πλανεμένοι ότι δεν πρέπει να της δίδουμε πάρα πολύ τιμή της Παρθένου Μαρίας και ούτε να την ονομάζουμε Αειπάρθενο, διότι είχε περισσότερα παιδιά, τα οποία ονομάζονται από την Αγία Γραφή «αδελφοί και αδελφαί» του Ιησού ενώ ο Ιησούς ονομάζεται «πρωτότοκος» (Ματθ. 1,25), απ’ όπου συνεπάγεται ότι κατόπιν είχε και άλλα παιδιά.
Αληθινά, η Αγία Γραφή μας μιλά για μερικούς αδελφούς του Κυρίου και επίσης για τις αδελφές Του, όταν αποδίδει τα λόγια των Ιουδαίων, εκπλησσόμενοι από το θαυμαστό πρόσωπο του Κυρίου: «Ουχ ούτος εστιν ο του τέκτονος υιός; Ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; Και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισί;» (Ματθ. 13,55-56. Μαρκ.6,3). Αλλά στο χωρίο αυτό διά της φράσεως «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πάραυτα ότι πρέπει να υποθέσουμε και την ύπαρξη άλλων γεννηθέντων μεταγενέστερα (δεύτερος, τρίτος…). Αυτός είναι ένας τρόπος ομιλίας στην Παλαιά Διαθήκη, «πρωτότοκος» ονομάζεται εκείνος ο οποίος διανοίγει πρώτος την μήτραν, ανεξάρτητα αν θα έχει και άλλους αδελφούς η όχι (Έξοδ. 13,2) και όπου πολλές φορές το απόλυτο αριθμητικό (1, 2, 3…) αντικαθίσταται η χρησιμοποιείται ανακατεμένο με τον τακτικό (πρώτος, δεύτερος).
Αυτός ο Εβραϊσμός εισήλθε και στη χρήση του λόγου της Καινής Διαθήκης. Επί του παρόντος «πρωτότοκος» σημαίνει «ο μονογενής», με την έννοια «ο μοναδικός γεννηθείς». Άλλη ερμηνεία απορρίπτεται διότι εάν αληθινά ο Ιησούς είχε και άλλους κατά σάρκα αδελφούς (παιδιά της Μαρίας), δεν θα άφηνε την Μητέρα Του στη φροντίδα κάποιου Αποστόλου, αλλά στη φροντίδα κάποιου υιού της.
Στο δεύτερο χωρίο γίνεται λόγος στα αλήθεια για τους «αδελφούς» και τις «αδελφές» του Κυρίου. Οι αδελφοί αναφέρονται ακόμη με το όνομα και είναι τέσσεροι, ενώ οι αδελφές, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο. Αυτοί όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να ήταν φυσικοί αδελφοί του Ιησού Χριστού και υιοί της Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, διότι:
- Κατά μια παλαιά και ομόφωνη παράδοση, η Μαρία, η Μητέρα του Ιησού, έμεινε μετά την γέννηση παρθένος, έτσι καθώς ήταν προεικονισμένη στο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3),
- Η μητέρα αυτών των έτσι λεγομένων αδελφών του Κυρίου είναι ένα άλλο πρόσωπο από την Παρθένον Μαρία, διότι ονομάζεται στη Αγία Γραφή «Μαρία» ή «η άλλη Μαρία» ή «η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά», όντως αναφερομένη ακόμη στο πλευρό της Μητέρας του Κυρίου και κοντά της (Ματθ. 27, 55-56. 28,1. Μαρκ. 15,40-47 Ιωαν. 19,25),
- Οι «αδελφοί» του Κυρίου ούτε εκείνοι οι ίδιοι δεν ονομάζονται αδελφοί αλλά «δούλοι» (Ιακ. 1,1) και «δούλοι - υπηρέτες» (Ιουδ.1,1) του Κυρίου, οι συγγραφείς των δύο καθολικών επιστολών. Ή εκεί εκείνοι ονομάζονται «δούλοι» (Ιακ. 1,1. Ιουδ. 1,1) του Κυρίου, και όχι αδελφοί.
- Εάν ήταν φυσικοί αδελφοί Του, ο Χριστός θα τους είχε κάνει αποστόλους. Αν και μερικοί υποθέτουν ότι αυτοί οι δύο από τους «αδελφούς του Κυρίου», ονόματι Ιάκωβος και Ιούδας, είναι ταυτόσημοι με τους αποστόλους οι οποίοι φέρνουν αυτό το όνομα (ο Ιάκωβος όντως ταυτίζεται με τον μικρότερο «αδελφό του Κυρίου» - σ’ όλους τους καταλόγους των Αποστόλων – ενώ ο Ιούδας, «ο αδελφός του Κυρίου», ίσως είναι ο Ιούδας ο Θαδδαίος). Ωστόσο, αυτό είναι μιά απλή υπόθεση, μια αρκετά θεμελιωμένη, προπάντων ότι οι ίδιοι δεν αυτοαποκαλούνται απόστολοι, όπως δεν αυτοαποκαλούνται «αδελφοί του Κυρίου». Για τον Ιάκωβο – «τον αδελφόθεο» - γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και έχαιρε της πιο μεγάλης εκτιμήσεως έμπροσθεν των πιστών όσο και των αποστόλων (Πράξ. 12,17. 15,13), αφού ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου είχε φονευθεί (Πράξ. 12,2).
- Ο Χριστός θα είχε εμπιστευθεί στη φροντίδα του την Παρθένο Μαρία, και όχι του αποστόλου Ιωάννη, ο οποίος οπωσδήποτε θα ήταν πιο ξένος αυτής παρά ένας υιός η θυγατέρα της,
- Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι σ’ όλη την Ανατολή, αλλά ειδικά στην Ιουδαία, η έννοια «αδελφός» χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, του εξαδέλφου η για άλλους συγγενείς πιο κοντινούς η πιο μακρυνούς, όπως για παράδειγμα στη Γένεση (13,8), όπου ο Αβραάμ ονομάζει τον Λώτ αδελφό, αν και ήταν ανεψιός από αδελφό (Γεν.11,27), πρέπει να δεχθούμε ότι «οι αδελφοί του Κυρίου» ήταν εξαδέλφια του Ιησού. Αλλά όχι πρώτα εξαδέλφια, διότι αν και η μητέρα των ονομάζεται αδελφή της Μητέρας του Κυρίου (Ιωάν. 19,257), αυτή δεν μπορεί να ήταν αδελφή της, από τον ίδιο πατέρα, διότι έφερε το ίδιο όνομα με την Μαρία, αλλά η λέξη αδελφή, πρέπει να έχει εδώ επίσης την έννοια της κουνιάδας, διότι η Παρθένος Μαρία είναι μοναχοπαίδι. Θα μπορούσε να σημαίνει κουνιάδα από τον Ιωσήφ, ο οποίος δεν αποκλείεται να είχε κάποια αδελφή νυμφευμένη. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα αγόρια της, ονομαζόμενα οι αδελφοί του Κυρίου, θα μπορούσαν να είναι το πολύ δεύτερα ξαδέλφια του Ιησού Χριστού.
Αν και δεν έχουν τι να συμπληρώσουν (να πουν) για την παρθενία της Θεομήτορος και μετά την γέννηση, αυτοί προσθέτουν και αυτό το χωρίο της Αγίας Γραφής: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. 1,25), εννοώντας αυτοί ότι κατόπιν η Παρθένος Μαρία θα μπορούσε να έχει και άλλα παιδιά.
Αλλά να λάβουμε υπ’ όψη και να καταλάβουμε ότι στην Αγία Γραφή η φράση «έως ου», σημαίνει αιωνιότητα. Επειδή είπεν ο Κύριος: «Και ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28.20). Άραγε αυτό σημαίνει ότι θα μας εγκαταλείψει μετά το τέλος αυτού του αιώνος; Μήπως δεν λέγει ο Θείος Απόστολος Παύλος: «Και ούτω (μετά την κοινή ανάσταση) πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα»; (Α’ Θες. 4,17). Σε άλλο χωρίο της Αγ. Γραφής είναι γραμμένο: « Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμ. 109,1). Μήπως αυτό σημαίνει ότι μετά απ’ αυτό ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δεν θα καθίσει εκ δεξιών του Πατρός Του για να κυβερνήσει μαζί Του εις άπαντα τον αιώνα, καθότι ξέρουμε πολύ καλά ότι «της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος»; (Λουκ. 1,33).
Πάλι σε άλλο χωρίο της Αγίας Γραφής λέγεται ότι ο Νώε απέστειλε τον κόρακα και εξελθών ο κόρακας δεν επέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γης (Γεν. 8,7), αυτό σημαίνει ότι επέστρεψε στο πλοίο κάποτε;
Πάλι είναι γραμμένο στη Θεία Γραφή ότι η Μελχόλ, η θυγατέρα του Σαούλ, η γυναίκα του Δαυίδ, δεν έκανε παιδί «έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6,23). Μήπως αυτό σημαίνει ότι εγέννησε παιδιά αφού πέθανε, γιατί λέγει «έως της…»;
Λοιπόν, ας ανοίξουν τα μάτια της ψυχής τους όλοι αυτοί οι βλάσφημοι της αληθείας, έναντι αυτών των μαρτυριών που έχουν ληφθεί οι περισσότερες από την Αγία Γραφή και να καταλάβουν ότι η φράση «έως ου» στην Αγία Γραφή σημαίνει αιωνιότητα, καθώς και Σωτήρας αιώνια θα υπάρχει με τους αποστόλους Του, και με όλους εκείνους που εκπληρώνουν τι εντολές Του, καθώς εκείνος αιώνια θα κάθεται εκ δεξιών του Πατρός βασιλεύοντας στη Βασιλεία Του της οποίας ουκ έσται τέλος, καθώς ο κόρακας στους αιώνας δεν επέστρεψε στο πλοίο του Νώε, και καθώς η Μελχόλ στους αιώνας, η θυγατέρα του Σαούλ, δεν έκανε παιδιά μετά την ημέρα του θανάτου, κατά τον ίδιο τρόπο ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ, αιωνίως (στον αιώνα) δεν την γνώρισε αυτήν που ήταν παρθένος πριν από την γέννηση, έμεινε παρθένος κατά την γέννηση και εις αεί Παναγία και Άσπιλη Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος και Μητέρα του Φωτός, η βασίλισσα των αγγέλων και των ανθρώπων, μετά την γέννηση.
Μετά απ’ όλα αυτά, οι εχθρικώς κείμενοι προς την Θεομήτορα λέγουν ότι δεν πρέπει να απευθυνόμαστε στις προσευχές μας προς αυτή με τις παρακλήσεις: «Μη έχοντας άλλη προστασία – Δεν έχουμε άλλην βοηθόν εκτός από σε» και «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», όντως ένα μεγάλο λάθος, διότι θέτουμε τη Θεομήτορα όπως και τον Σωτήρα, μεσίτρια της σωτηρίας μας, καθότι ένας είναι ο μεσίτης μας, ο Ιησούς Χριστός.
Όσον αφορά την παράκλησή μας προς τη Θεομήτορα, κατ’ αυτόν τον τρόπο: « μη έχοντας άλλη προστασία», δι’ αυτού εμείς δεν αρνούμαστε την μοναδικότητα του Ιησού Χριστού ως μεσίτη της αντικειμενικής μας σωτηρίας, αλλά δεν παραμελούμε ούτε την ωφέλεια κάθε βοήθειας σε σχέση με την υποκειμενική μας σωτηρία. Η σημασία αυτής της παρακλήσεως είναι η ακόλουθη: « Συ μπορείς να μας δώσεις τη μεγαλύτερη βοήθεια στην υποκειμενική μας σωτηρία, κάποια άλλη βοήθεια πιο μεγάλη δεν βρίσκουμε σε κανέναν άγιο, η δεν έχουμε κάποιον άλλον, ο οποίος να μπορεί να μας βοηθήσει τόσο πολύ όσο μπορείς να μας βοηθήσεις εσύ, ως Μητέρα του Σωτήρος μας». Ενώ τα λόγια της παρακλήσεως που της απευθύνουμε: «Υπέρ Αγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», σημαίνουν : «Πρέσβευε τον Υιόν σου να μας σώσει!» η: «να μας λυτρώσει». Στην Ελληνική γλώσσα, όπου ήταν γραμμένα περίπου όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως και τα βιβλία της Ορθοδόξου λατρείας, το ρήμα «σώζω» σημαίνει και λυτρώνω (απαλλάσσω) εκ του κακού, του πειρασμού, των αμαρτημάτων, της στενοχωρίας, της οικονομικής δυσχέρειας. Άρα: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», σημαίνει: «βοήθησέ μας με τις ικεσίες σου να λυτρωθούμε εκ του κακού, της στενοχωρίας, των έργων του διαβόλου, από τα πάθη μας».
Τοιουτοτρόπως, διά «το σώσον ημάς» δεν εννοούμε «συγχώρησε τις αμαρτίες μας», αλλά, «πρέσβευε εις τον Υιόν σου για την σωτηρία μας». Είναι αδύνατον διότι διά της ευλαβείας (σ. μτφ. οφειλομένης τιμής) της Θεομήτορος να λυπήσουμε τον Υιόν της, του Οποίου κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ελαττώνουμε με τίποτα την προς Αυτόν οφειλομένη λατρεία, αλλά, τουναντίον, όλη η υπέρ – ευλάβεια («εξαιρέτως») της Θεομήτορος περνά στον Υιόν της, ο Οποίος την διάλεξε και την καθαγίασε για να γίνει Μητέρα Του.
Όσον αφοράμε τα λεχθέντα μέχρι εδώ δείξαμε με μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, την τιμή, την δόξα και τα δώρα που έδωσε ο Θεός της Παναγίας Μητέρας Του, διότι:
Ο Θεός, ακόμη μια φορά μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, προανήγγελε για την Θεομήτορα ότι αυτή θα είναι εκείνη η γυναίκα – παρθένος η οποία διά του Υιού της θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού (Γεν. 3,15). Κατόπιν προφήτευσαν γι’ αυτή ότι θα είναι εκείνη η παρθένος η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14), αυτή θα είναι η μεσίτρια της εισόδου στον κόσμο του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Ιερεμ. 31, 2-23), σ’ αυτή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήλθε τιμώντας και την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. 1,28), αυτήν ασπάσθηκε η Ελισάβετ η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ονομάζοντάς την «ευλογημένη εν γυναιξί» και «Μήτηρ του Κυρίου μου» (Λουκ. 1,40-45), Μακαρία η κοιλία και οι μαστοί της διότι εβάσταξε και εθήλαξε τον Σωτήρα του κόσμου, Χριστό (Λουκ. 11, 27-28), ο Σωτήρας ως Υιός της, την άκουγε και της ήταν υποτασσόμενος (Λουκ. 2,51), το πρώτο θαύμα το έκανε ο Σωτήρας στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, κατά παράκλησή της (Ιωάν. 2, 3-10), ο Σωτήρας φρόντισε γι’ Αυτήν ακόμη και τότε, όταν υπέφερε τους τρομακτικούς πόνους στο σταυρό, εμπιστεύοντάς την για παροχή φροντίδας στον πιο αγαπημένο Του απ’ όλους τους αποστόλους Του (Ιωάν. 19,26-27), η Ίδια διά του Αγίου Πνεύματος προφήτευσε ότι πάσαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν και θα την υμνούν για την δόξα με την οποία την αξίωσε ο Θεός για την ταπείνωσή της (Λουκ. 1,48-49), το ίδιο το όνομα της Θεομήτορος στην εβραϊκή γλώσσα ερμηνεύεται «Κυρία, Δέσποινα».
Αυτή η Κυρία και Παρθένος Βασίλισσα, θα καθίσει εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας (Ψαλμ. 44, 10), Αυτή συνέλαβε και εγέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), καθότι επισκιάστηκε διά της δυνάμεως του Υψίστου και έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), αυτή είναι τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ, μη έχοντας και άλλα παιδιά εκτός του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος του κόσμου. Η μητέρα των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» δεν είναι Θεομήτορ, αλλά η Μαρία του Κλωπά (Ματθ. 27, 55-56. Μαρκ. 15, 40-47. Ιωάν. 19,25), ενώ «οι αδελφοί» του Κυρίου είναι μόνο συγγενείς με Αυτόν, και όχι φυσικοί αδελφοί Του, διότι τα παλαιά χρόνια στους Ιουδαίους, οι στενοί συγγενείς ονομάζοντο «αδελφοί» (Γεν. 13, , Η μητέρα των αδελφών του Κυρίου, η Μαρία η του Κλωπά, ονομάζεται αδελφή με τη Μητέρα του Κυρίου, κατ’ αυτήν την έννοια της στενής συγγενείας (Ιωάν. 19,25 εξ.).
Αφού είδαμε τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής γι’ αυτές τις αλήθειες που αναφέρονται στη μητέρα του Κυρίου, εάν είχατε καθαρό νου από το σκοτάδι της αιρέσεως και των αμαρτημάτων, θα μπορούσατε να κατανοήσετε πολύ καθαρά (φωτεινά), για ποιά αιτία εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί από την Εκκλησία του Χριστού την δεδοξασμένη αποδίδουμε υπέρ – ευλάβεια (εξαιρετική τιμή) στην Παναγία Παρθένον Μαρία. Παρακαλώντας την, την θέτουμε μεσίτρια στον Υιό της και Θεό μας, να μας βοηθήσει διά της μεσιτείας των πρεσβειών της, τις οποίες αναπέμπει πάντοτε προς τον Θεό για όλο το ανθρώπινο γένος και ειδικά για τους ευσεβείς χριστιανούς.
Γιατί εσείς δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου όταν η ίδια η Θεία Γραφή σας αποκαλύπτει ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την τίμησε με τον ασπασμό; (Λουκ. 1,29)…
Γιά ποια αιτία σεις δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου, η οποία, κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής και του ευαγγελιστού Αρχαγγέλου Γαβριήλ, είναι «κεχαριτωμένη»; (Λουκ. 1,28-30). Γιά ποια αιτία είσαστε τόσο σκληρόκαρδοι και τυφλοί στην κατανόηση και δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου την οποία διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος η Ελισάβετ ομολόγησε ότι είναι η Μήτηρ του Κυρίου και ευλογημένη εν γυναιξί (Λουκ. 1,40- 43);
Αν εσείς λέτε ότι πιστεύετε στα γραφόμενα της Αγίας Γραφής, γιατί λοιπόν δεν τιμάτε και σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, όταν η Γραφή σας αποκαλύπτει ότι αυτήν θα την μακαρίζουν πάσαι αι γενεαί, για την τιμή που της έκανε ο Θεός;
Για ποιά αιτία σεις φθάσατε σε τέτοιο σκοτάδι αγνωσίας, ώστε αντί να τιμάτε και να σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, σεις την βλασφημείτε και στην παραζάλη σας (τρέλα) την θεωρείτε σαν μιά κοινή γυναίκα; Το Άγιο Πνεύμα την φανέρωσε στους ψαλμούς ως την βασίλισσα των αγγέλων και όλης της κτίσεως, καθήμενη εκ δεξιών του Υιού της εν ιματισμώ διαχρύσω και πεποικιλμένη (Ψαλμ. 44,10) και σεις την ονομάζετε ότι είναι μια κοινή γυναίκα, όπως όλες οι άλλες;
Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει στην Αγία Γραφή, ότι θα μνημονεύεται εν πάση γενεά και γενεά και όλοι οι λαοί θα την ανυμνούν απαύστως εις τον αιώνα του αιώνος (Ψαλμ. 44,18), ενώ σεις δεν θέλετε να την υμνείτε και να την ευλαβείστε την Μητέρα του Κυρίου. Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει ότι «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως ( της Θεομήτορος) έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, και πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,14). Διά της έσωθεν δόξης δείχνει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, άχραντος, ενώ σεις την βλασφημείτε την Μητέρα του Κυρίου και δεν την τιμάτε.
Η Μητέρα του Κυρίου είναι εκείνη η Παρθένος η οποία γέννησε τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14) και σεις λέτε ότι είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα όπως όλες οι γυναίκες. Το Άγιο Πνεύμα διά του στόματος του προφήτου Ιεζεκιήλ προεικονίζει, την Μητέρα του Κυρίου, σαν «πύλη κεκλεισμένη» διά της οποίας κανείς δεν θα εισέλθει παρά μόνο ο Θεός του Ισραήλ, και μετά την διέλευση, κεκλεισμένη θα μείνει (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), δηλαδή παρθένος θα είναι πριν από τη γέννηση, κατά τη γέννηση και αειπάρθενος θα μείνει μετά τη γέννηση, και σεις λέτε ότι η Μητέρα του Κυρίου είχε και άλλα παιδιά εκτός από τον Υιόν του Θεού, τον Οποίον εγέννησε.
Καλύτερον είναι σε σας να κρεμάσετε από μια πέτρα γύρω από τον τράχηλο και να πέσετε στη θάλασσα (Ματθ. 18,6-7. Μάρκ. 9,42. Λουκ. 17, 1-2) από το να σκανδαλίσετε τις ψυχές των αγαθών χριστιανών με τα ψέματα και τις σατανικές και καταραμένες σας βλασφημίες. Πως θα μπορούσε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος τον Θεό Ιωσήφ (Ματθ. 1,19) να τολμήσει να αγγίξει την Παναγία Παρθένον μετά την γέννηση, προ πάντων αφού έλαβε την αποκάλυψη – διά του αγγέλου Του – «το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ. 1,20) και ότι ο συλληφθείς διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος θα είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός (Ματθ. 1,21);
Άραγε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ – στον οποίον αποκαλύφθηκε από τον Θεό ότι η Παρθένος Μαρία, η μνηστή του, συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και κατενόησε ότι δι’ αυτής ο Θεός θα εργαστεί τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, διά της συντριβής της κεφαλής του φιδιού (Γεν. 3,15) και ότι είναι η Παρθένος η προφητευθείσα διά Αγίου Πνεύματος διά του Προφήτου Ησαΐα, η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ, τον Θεό και Σωτήρα του κόσμου (Ησαΐα 7,14) – να μπορεί να συλλογίζεται ανθρωπίνως επ’ αυτής; Ακριβώς γι’ αυτό ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ αποδείχθηκε τόσο ζηλωτής και υπάκουος και υπηρέτησε με τόσο μόχθο το θείο Βρέφος , από τη γέννηση, στη φυγή στην Αίγυπτο και την επιστροφή (Λουκ. 2,4-5. Ματθ. 2,13-14. 20,21-23), καθώς και στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, μέχρι της ηλικίας των 30 ετών του Σωτήρος, διότι καταλάβαινε τέλεια το κάλεσμα που έχει να υπηρετήσει την Παναγία Παρθένον, διά της οποίας ο Θεός ήλθε στον κόσμο με το Σώμα, να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος.
Λοιπόν, βουβά να μείνουν τα στόματα όλων των αιρετικών και των νεοπροτεσταντών οι οποίοι βλασφημούν κατά της Βασίλισσας των αγγέλων και Μητέρας του Θεού και του δικαίου και Θεοφοβούμενου Ιωσήφ όσον αφορά τους κακούς και τρελλούς συλλογισμούς ότι θα μπορούσε να είχε και άλλα παιδιά η Παναγία και Άχραντος Παρθένος Μαρία, η Θεοτόκος, η «Κεχαριτωμένη».
Αρνούμενοι όλες τις άλογες βλασφημίες των αιρετικών, εμείς τα παιδιά της Εκκλησίας του Χριστού να έχουμε την Μητέρα του Θεού παντοτινή ικέτρια και μεσίτρια για τη σωτηρία έμπροσθεν του Θεού. Το όνομά της να τιμούμε αδιαλείπτως ως Μητέρα του Υιού του Θεού. Οι παρθένες να την υμνούν ως μία Αειπάρθενο μητέρα. Οι ιερείς και οι μοναχοί, ως την μητέρα του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, ενώ εμείς οι ευλαβείς χριστιανοί, με μια φωνή με τους αγγέλους και τους αγίους, να ψέλνουμε καθημερινά τον Ακάθιστο και τον Παρακλητικό κανόνα της Μητέρας του Θεού, επαναλαμβάνοντας όλοι τον ιερόν ύμνο (υπακοή): «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε!».
Αταλάντη 13-10-1991
Εισαγωγή – μετάφραση
Γεώργιος Δημ. Αποστόλου
Θεολόγος
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη