1. Αλλά
επειδή όσα έπρεπε να πούμε γι' αυτά
έφτασαν, όπως νομίζω, στο κατάλληλο
τέλος, ας υμνήσουμε τώρα τον πολυώνυμο
Θεό και ως «άγιο των αγίων» και βασιλέα
των βασιλέων, που βασιλεύει στον αιώνα
έως το τέλος του αιώνα και ακόμα παραπέρα,
και ως κύριο των κυρίων και θεό των θεών.
Και πρώτα
πρέπει να πούμε πώς αντιλαμβανόμαστε
την καθαυτό αγιότητα, πώς τη βασιλεία,
την κυριότητα, τη θεότητα και τι θέλουν
να δηλώσουν οι Γραφές με τον διπλασιασμό
των ονομάτων.
2. Αγιότητα
λοιπόν είναι, όπως μπορούμε να την
ορίσουμε, η καθαρότητα που είναι ελεύθερη
από κάθε «άγος», που είναι ολότελα τέλεια
και εντελώς άχραντη. Βασιλεία είναι ο
απόλυτος έλεγχος κάθε ορίου και
διακόσμησης και θεσμού και τάξης.
Κυριότητα
όχι μόνο η υπεροχή πάνω στους χειρότερους,
αλλά και η συνολική, τέλεια και απόλυτη
κατοχή των ωραίων και αγαθών και η
αληθινή και αμετάβλητη σταθερότητα.
Γι' αυτό και η κυριότητα ετυμολογείται
από το «κύρος» και το «κύριον» και το
«κυριεύον».
Θεότητα,
τέλος, είναι η πρόνοια που «θεάται» τα
πάντα, που «περιθέει» και συνέχει τα
πάντα με την τέλεια αγαθότητά της, που
αποπληρώνει με τον εαυτό της και
υπερβαίνει όλα όσα απολαμβάνουν την
πρόνοιά της.
3. Αυτούς
λοιπόν τους ύμνους ας απευθύνουμε κατά
τρόπο απόλυτο προς την αιτία που
υπερβαίνει τα πάντα και ας την προσφωνήσουμε
επιπλέον και αγιότητα που υπερέχει και
κυριότητα και βασιλεία που υπέρκειται
και θεότητα που είναι απολύτως απλή.
Γιατί,
απ' αυτήν κατά τρόπο ενιαίο και αθρόο
έχει παραχθεί και μεταδοθεί όλη η αμιγής
ευκρίνεια όλης της γνήσιας καθαρότητας,
όλη η διάταξη και διακόσμηση του
σύμπαντος, που εξοβελίζει την αρρυθμία,
την ανισότητα και την ασυμμετρία, που
ευφραίνεται με την εύρυθμη ταυτότητα
και ορθότητα και οδηγεί γύρω της όσα
έχουν αξιωθεί να μετέχουν σ' αυτήν.
Απ' αυτήν
προέρχεται, επίσης, η καθολική, τέλεια
και απόλυτη κατοχή όλων των καλών και
κάθε αγαθή πρόνοια, που «θεάται» και
συνέχει όσα δέχονται την πρόνοια και
που προσφέρει κατά τρόπο αγαθοπρεπή
τον εαυτό της για την θέωση όσων στρέφονται
προς αυτήν.