Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Γνωστικισμός - Μέρος Α'

Γνωστικισμός - Μέρος Α'


ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ - ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
ΜΕΡΟΣ Α'
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
1.1 Χαρακτήρας του Γνωστικισμού
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα παραθρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο γεννήθηκε στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, τόπο συνάντησης τριών πολιτισμών, του ιρανοπερσικού, του ελληνιστικού και του ιουδαϊκού. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τον Χριστιανισμό και από εκεί επεκτάθηκε σε όλο των οικουμενικό ρωμαϊκό κόσμο, μερικά γνωστικά συστήματα δε, μετακόμισαν ανατολικότερα, μέχρι την Ινδία.
Ως γνωστικά χαρακτηρίζονται πλήθος παραθρησκευτικών συστημάτων, τα οποία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα, προέβαλαν ανομοιογενείς διδασκαλίες, κράτησαν, όμως δύο κοινά χαρακτηριστικά:
α) η θεώρηση του θείου και του κόσμου γινόταν μέσω ενός διαρχικού τρόπου, είτε αυτή η διαρχία παραδεχόταν δύο διακριτές θεϊκές αρχές (ύψιστο θεό και διαφορετικό δημιουργό) στα όρια ενός αυστηρά ιεραρχούμενου πνευματικού κόσμου, είτε διαφορετικές αρχές του αγαθού και του κακού (σε όσες περιπτώσεις το κακό δεν είναι μόνο η απομάκρυνση από τον Ένα), καθορίζοντας την αξιωματική διαφορετικότητα του πνευματικού και του υλικού[i].
β) η λύτρωση-σωτηρία ήταν αποτέλεσμα της απόκτησης και της παραδοχής της αποκαλυμμένης γνώσης. Μέσω αυτής ο μυημένος μάθαινε την θέση του μέσα στο ιεραρχημένο πνευματικό κόσμο και τον προορισμό του, την επιστροφή στην ουράνια πατρίδα.
Εδώ υπάρχει η εξής αντίφαση. Επιφανειακά οι γνωστικοί δείχνουν να μην εξαρτώνται άμεσα από τις τελετές και τις θεουργίες. Θα έπρεπε δηλαδή, η απλή διδασκαλία να είναι αρκετή, ώστε ν’ αποκτήσει ο μυημένος την απαιτούμενη γνώση. Στην πράξη, όμως, κάθε γνωστική σέκτα είχε τις δικές της τελετουργίες για την μεταβίβαση της γνώσης στους οπαδούς της. Η διδασκαλία ήταν το μέσο προσηλυτισμού.
Η αντίφαση μεταβιβάζεται και στα είδη των τελετών που ασκούνταν. Αυτή την φορά έχει να κάνει με τον τρόπο που θεωρούσαν οι γνωστικοί την ύλη ως την ουσία του κακού, διότι φυλακίζει τον ουράνιο σπινθήρα που βρίσκεται εντός του σώματος[ii]. Έτσι, ξεκινώντας με την προοπτική να απελευθερώσουν τον σπινθήρα αυτό από την φυλακή του σώματος, άλλοι εφάρμοζαν ακραίο ασκητικό βίο, ενώ άλλοι επιδίδονταν σε ακόρεστη ικανοποίηση κάθε υλικής-σωματικής επιθυμίας. Για την επίτευξη του ίδιου στόχου εφαρμόζονταν διαμετρικά αντίθετες μέθοδοι. Αυτό είναι ευεξήγητο αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη ηθικού συστήματος στην διδασκαλία των γνωστικών[iii]. Ο Πλωτίνος ψέγει τους γνωστικούς για έλλειψη ηθικής διδασκαλίας και τους καταλογίζει ηδονισμό[iv].
Από τον λυτρωτικό χαρακτήρα της γνώσης, ονομάστηκαν τα εν λόγω συστήματα γνωστικά. Ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν φιλοσοφικά ή θρησκευτικά, παρότι λαμβάνουν στοιχεία και από τις δυο κατηγορίες[v]. Η λήψη των όσων στοιχείων γίνεται με τρόπο αποσπασματικό και η επεξεργασία τους με εντελώς ιδιότυπο τρόπο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αρχική τους έννοια και η θέση τους μέσα στο σύστημα προέλευσης. Αποτέλεσμα ήταν η πολτοποίηση των στοιχείων αυτών, χωρίς να ενοχλεί η πρωταρχική αντίθεσή τους.
Για παράδειγμα, στην ελληνική φιλοσοφία σημείο εκκίνησης της φιλοσοφικής αναζήτησης ήταν η πεποίθηση, ότι η αλήθεια είναι προσιτή διανοητικά, είτε ως εμπειρικό εξαγόμενο μεθοδικά επεξεργασμένων αισθητικών δεδομένων, είτε ως εσωτερική παρακαταθήκη που έρχεται στη επιφάνεια μέσα από τη διαδικασία μάθησης και εκπαίδευσης διά της εφαρμογής συγκεκριμένων τεχνικών (μαιευτική, διαλεκτική κλπ). Για τον Έλληνα φιλόσοφο η έννοια της αποκάλυψης ως μοναδικού τρόπου γνώσης ήταν αδιανόητη. Για τους γνωστικούς, όμως, που δέχονταν αποσπασματικά και όχι συστηματικά τα φιλοσοφικά αιτήματα, η αποκάλυψη ήταν ο μόνος τρόπος γνώσης του πνευματικού κόσμου.
Αυτό όσο και αν φαίνεται παράξενο, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την σύσταση των γνωστικών σεκτών. Οι σέκτες ήταν προσωποπαγείς. Δημιουργούνταν μία συνάθροιση γύρω από το πρόσωπο του ιδρυτού, ο οποίος ενδύονταν αδιαμφισβήτητο κύρος, ως φορέας πνευματικού-λυτρωτικού μηνύματος.  Για να παραμείνει η διδασκαλία του αρχηγού έξω από κάθε έλεγχο, όσο εξωφρενική και αν ήταν, παρουσιάζονταν ως αυτοφανέρωση ή αποκάλυψη, ως άνωθεν κατερχόμενη αυθεντία. Συνεπώς η θέση του αρχηγού της σέκτας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, εφόσον ήταν ο μόνος στον οποίο φανερώνονταν η αλήθεια, ο δε λόγος του ήταν ο μοναδικός εσωτερικός κανονισμός της. Έτσι όλα περιστρέφονταν γύρω από τον αρχηγό και τις επιθυμίες του. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που παρουσιάζονταν ψευδοπροφήτες, αυτοί προέρχονταν από το στενό περιβάλλον του αρχηγού.
Εδώ, μπορούμε να εντοπίσουμε τον τρόπο πολλαπλασιασμού των γνωστικών συστημάτων, μέσω παραφυάδων. Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποιος επίδοξος αρχηγός μπορούσε ν’ αποσχιστεί από την σέκτα, παρασύροντας ορισμένο αριθμό μελών, δημιουργώντας νέα συνάθροιση. Έτσι ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνος Μάγου, ο Σατορνείλος παρόμοια, μαθητής του Μενάνδρου και τα λοιπά[vi].
Κατόπιν των δύο παραπάνω παρατηρήσεων, μπορεί ν’ αντιληφθεί κανείς γιατί τα γνωστικά συστήματα δεν ήταν ούτε φιλοσοφικά, ούτε θρησκευτικά. Αν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσε να πει ότι επρόκειτο για καταστροφικές λατρείες. Αυτό προκύπτει ειδικά από την έρευνα το πρακτικών που οι σέκτες εφάρμοζαν και κυρίως των τελετών τους.
Ας επιμείνουμε λίγο, πάνω σ’ αυτό. Λέχθηκε παραπάνω ότι τα γνωστικά συστήματα στερούνταν διατυπωμένης ή εφαρμοσμένης ηθικής. Αιτία γι’ αυτό δεν είναι η φιλοσοφική θεώρηση του κακού ως συνδεδεμένου με την ύλη, ουσιαστικοποιημένου σε αυτήν. Τα ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα που είχαν παρόμοια θεώρηση της ύλης (πλατωνισμός) έθεσαν ηθικούς κανόνες, η ακολουθία ή η ανακολουθία των οποίων επηρέαζε τον κύκλο των μετενσαρκώσεων της ψυχής. Αν ο άνθρωπος ακολουθούσε τον δρόμο προς τον φωτισμό ζώντας με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, θα ξέφευγε από τον κύκλο αυτό. Αν όχι θα παρέμενε εγκλωβισμένος, ακολουθώντας μια φθίνουσα πορεία προς ευτελέστερες υλικές μορφές[vii].
Στα γνωστικά συστήματα δεν έχουμε κάτι παρόμοιο. Ο δρόμος προς τον φωτισμό είναι μονόδρομος, με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή της γνώσης που μόνο ο αρχηγός κατέχει και μεταδίδει στους οπαδούς του, μέσω τελετών ποικίλης ηθικής αποχρώσεως. Συνεπώς, ως χορηγός της λύτρωσης αναγνωρίζονταν ο αρχηγός, ενώ ο μυημένος με την αναγνώριση του αρχηγού και την αποδοχή της διδασκαλίας του, περιέρχονταν σε μια κατάσταση εκ της οποίας δεν ήταν δυνατόν να εκπέσει. Παράδειγμα αποτελεί οι πεποίθηση των οπαδών του Σίμωνα του Μάγου.
«οἱ δέ αὖθις μιμηταί τοῦ πλάνου και Σίμωνος μάγου γινόμενοι τα ὅμοια δρῶσιν, ἀλογίστως φάσκοντες δεῖν μίγνυσθαι, λέγοντες˙ πᾶσα γῆ γῆ, καί οὐ διαφέρει ποῦ τις σπείρει, πλήν ἵνα σπείρῃ,… οὐ γαρ μή κρατείσθαι αὐτούς ἔτι τινί νομιζομένῳ κακῷ, λελύτρωνται γαρ».[viii]
Με τέτοιου είδους αντιλήψεις, στις σέκτες που δεν ακολουθούσαν τον άμετρο ασκητισμό, λάμβαναν χώρα τελετές που διέστρεφαν εντελώς την χρήση της γενετήσιας ορμής[ix]. Σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφηκαν τελετές κανιβαλισμού[x].
Ίσως οι κατηγορίες των εθνικών για «οιδιπόδειες μίξεις και θυέστεια δείπνα» να οφείλονταν στις πρακτικές των γνωστικών και να τις επιφορτίζονταν άδικα οι Χριστιανοί[xi]. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η βλάβη, που προκαλούσαν οι σέκτες με χριστιανικό επίχρισμα, ήταν διπλή. Αφενός μεν πλανούσαν τους πιστούς με δήθεν κηρύγματα στο όνομα του Χριστού, αφετέρου διέσυραν το όνομα των Χριστιανών, στα μάτια των εχεφρόνων.
Την παραπλάνηση των μελών της Εκκλησίας στιγμάτισαν και πολέμησαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος:
«Ἡ γάρ πλάνη καθ’ αὑτήν μέν οὐκ ἐπιδείκνυται, ἵνα μή γυμνωθεῖσα γένηται κατάφωρος˙ πιθανῶ δέ περιβλήματι πανούργως κοσμουμένη, και αὐτῆς τῆς ἀληθείας   ἀληθεστέραν ἑαυτήν παρέχειν φαίνεσθαι διά τῆς ἐξωθεν φαντασίας τοῖς απειροτέροις˙ καθώς ὑπό τοῦ κρείττονος ἡμῶν εἴρηται ἐπί τῶν τοιούτων, ὅτι λίθον τόν τίμιον σμάραγδον ὄντα, καί πολυτίμητόν τισιν, ὕαλος ἐνυβρίζει διά τέχνης παρομοιουμένη, ὁπόταν μή παρῇ ὁ σθένων δοκιμάσαι, και τέχνῃ διελέγξαι την πανούργως γενομένην˙ ὅταν δέ ἐπιμιγῇ ὁ χαλκός εἰς τόν ἄργυρον, τις εὐκόλως δυνήσεται τοῦτον ἀκεραίως δοκιμάσαι;»[xii]
Μια εργασία, η οποία θα κατέγραφε την επιρροή και την αλλοίωση της προσωπικότητας των μελών των γνωστικών σεκτών, θα βοηθούσε να φανεί καλύτερα η πραγματική φύση αυτών των συστημάτων. Γνωρίζουμε από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι η είσοδος των νέων μελών συνεπάγονταν την ολοκληρωτική υλική υπαγωγή τους στην ομάδα. Ο άγιος Ειρηναίος σχολιάζοντας με σκωπτικό τρόπο την μυθολογική διδασκαλία της σχολής του Ουαλεντίνου για την Σοφία-Αχεμώθ γράφει:
«Τίς γάρ οὐκ ἄν ἐκδαπανήσειε πάντα τα ὐπάρχοντα αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ, ὅτι ἀπό τῶν δακρύων τῆς Ἐνθυμήσεως τοῦ πεπονθότος Αἰῶνος, θάλασσαι καί πηγαί, και ποταμοί, καί πᾶσα ἔνυδρος οὐσία την γένεσιν εἴληφεν, ἐκ δέ τοῦ γέλωτος αὐτῆς το φῶς, καί έκ τῆς ἐκπλήξεως, καί τῆς ἀμηχανίας τα σωματικά τοῦ κόσμου στοιχεία[xiii]
Από το παραπάνω παράθεμα πληροφορούμαστε ότι οι νεοεισερχόμενοι προσέφεραν τις περιουσίες τους κατά την είσοδό τους στην σέκτα, πληρώνοντας έτσι αδρά την απόκτηση της γνώσης που θα τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη λύτρωση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, το γεγονός ότι οι γνωστικοί δραστηριοποιούνταν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, ούτε ότι πρωταρχικοί στόχοι για προσηλυτισμό ήταν οι εύπιστες κυρίες της αριστοκρατίας. Ακόμη και οι ομάδες που εφάρμοζαν ακραίο ασκητισμό, μακριά από πόλεις, χρειάζονταν την στρατολόγηση νέων μελών, εφόσον στους κόλπους τους δεν επιτρέπονταν η τεκνογονία, και κινδύνευαν με αποδεκατισμό.
Από το παραπάνω γίνεται κατανοητό, γιατί οι αρχηγοί των ομάδων ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, ώστε ν’ αποκτήσουν γνώσεις ή ικανότητες, δια των οποίων θα καθιστούσαν την διδασκαλία τους περισσότερο ελκυστική. Έτσι εξηγείται και η υστερόβουλη προσέλευση του Σίμωνα Μάγου στον Χριστιανισμό[xiv]. Επίσης, ο άκριτος δανεισμός στοιχείων από κάθε πεδίο του επιστητού του αρχαίου κόσμου δεν είναι άσχετος. Η επιστράτευση του Ομήρου και της αρχαίας ελληνικής ποίησης, του Πλατωνισμού σε μεγαλύτερο βαθμό και του Πυθαγορισμού και Στωικισμού σε μικρότερο, Ορφισμός, Ερμητισμός, Μιθραϊσμός, η ανάμιξη της αστρολογίας και της αριθμολογίας με τα μαθηματικά, η χρήση ιστορικών και μυθολογικών προσωπικοτήτων, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και ταυτόχρονα η προβολή προσώπων, τα οποία αυτή ιστορεί, ο συνδυασμός ανατολικού μυστικισμού και δυτικής φυσιολατρείας και τέλος το χριστιανικό επίχρισμα, όλη αυτή η Βαβυλωνία των ιδεών συγκεντρωμένη σε μια διδασκαλία, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς.  Το ζητούμενο ήταν η γνωστική διδασκαλία ν’ απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, υποψήφια θύματα του προσηλυτισμού. Έπρεπε να είναι ελκυστική και να ικανοποιεί τα ενδιαφέροντα κάθε πνευματικής στάθμης.  Αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιππόλυτος για τον τρόπο που έλκυε τους μαθητές του ο γνωστικός Ιουστίνος:
«οὗτος ἐπί τα ἐθνῶν τερατολογούμενα και διδασκόμενα ἀναγαγεῖν πειρᾶται τους ἀκροωμένους, αὐτολεξεί τά παρ’ Ἕλλησι μυθευόμενα διηγούμενος, οὔτε πρότερον διδάξας οὔτε παραδούς το τέλειον αὐτοῦ μυστήριον, ἐι μή ὅρκῳ δήσῃ τόν πλανώμενον. ἔπειτα τους μύθους παρατίθησι ψυχαγωγίας χάριν, ὅπως οἱ ἐντυγχάνοντες τῇ τῶν βίβλων ἀναρίθμῳ φλυαρίᾳ παραμύθιον ἔχωσι τα μυθευόμενα - ὅν τρόπον ἔι τις ὁδόν μακράν βαδίζων, παρατυχών καταλύματι αναπαύεσθαι δοκεῖ - καί οὕτως πάλιν ἐπί την τῶν ἀναγνωσμάτων τραπέντες πολυμάθειαν μή μισήσωσιν, ἕως ἐπί το υπ’ αὐτοῦ τεχναζόμενον ἀνόμημα διά πλειόνων ἐξηχηθέντες ὅρμήσωσι τετυφωμένοι˙ οὕς φρικτοῖς καταδήσας πρότερον ὅρκοις μήτε ἐξειπείν μήτε ἀποστῆναι ὅμολογεῖν ἀναγκάσας, οὕτω παραδίδωσι τα ὑπ’ αὐτοῦ ἐφευρημένα μετά ἀσεβείας μυστήρια, πῇ μέν, καθά προείπομεν, μύθοις Ἑλληνικοῖς χρησάμενος, πῇ δέ παραπεποιημένοις βιβλίοις κατά τι παρεμφαίνουσι ταῖς προειρημέναις αιρέσεσιν[xv]».
Έπρεπε επίσης να μπορεί να  καμουφλάρεται και  ν’ αλλάζει χρωματισμό αναλόγως του περιβάλλοντος, ώστε να διαλανθάνει της προσοχής των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών. Δικαίως, λοιπόν, ο άγιος Ειρηναίος γράφει:
«καί διά τῆς πανούργως συγκεκροτημένης πιθανότητος παράγουσι τόν νοῦν τῶν απειροτέρων, καί αἰχμαλωτίζουσιν αὐτούς, ῥαδιουργοῦντες τα λόγια Κυρίου, ἐξηγηταί κακοί τῶν καλῶς εἰρημένων γινόμενοι[xvi]».                                                                                         
Εκτός από την πολύπλοκη και αντιφατική διδασκαλία, οι αρχηγοί των σεκτών μετέρχονταν ταχυδακτυλουργιών προς εντυπωσιασμό. Και πάλι για τον Σίμωνα Μάγο αναφέρεται ότι «προσεῖχον δέ αὐτῷ διά τό ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς[xvii]». Περισσότερες μυθικές διηγήσεις για την δράση του αναφέρονται στις Πράξεις Πέτρου  και στα Κλημέντεια[xviii].
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι ο γνωστικισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, αλλά ως σύνολο ομοειδών καταστροφικών λατρειών, των οποίων οι διδαχές είχαν έντονο συγκρητιστικό και μυθολογικό χαρακτήρα.

1.2 Ιστορία του Γνωστικισμού
Η συγγραφή της ιστορίας του Γνωστικισμού είναι ένα από τα δυσκολότερα αιτήματα της θρησκειολογίας. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιοι οι Γνωστικοί δεν ενδιαφέρθηκαν ν’ αφήσουν κάποια καταγραφή της ιστορικής πορείας τους, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Χριστιανισμό και την συγγραφή πολλών εκκλησιαστικών ιστοριών από ανθρώπους που έζησαν κοντά στα γεγονότα. Οι γνωστικοί δεν ενδιαφέρονταν για την ιστορία του κόσμου πέρα από το κομμάτι αυτής που είχε σχέση με την Λύτρωση. Από την άλλη πλευρά, η θεώρηση του γνωστικισμού, ως ενιαίου πνευματικού κινήματος, από την σύγχρονη έρευνα, δεν συνεπάγεται ότι και οι ίδιοι οι γνωστικοί είχαν τέτοιου είδους αυτοσυνειδησία. Το αντίθετο είναι και το πιθανότερο, αν λάβει κανείς την χαλαρή σύνδεση των ομάδων μεταξύ τους, που πολλές φορές κατέληγε σε ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς, η ιστορία του γνωστικισμού δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από την διερεύνηση της πορείας των αυτόνομων ομάδων.
Οι χριστιανικές πηγές ακολουθούν αυτόν τον σχεδιασμό. Εξετάζοντας την διδασκαλία της κάθε ομάδας χωριστά, παρέχουν έτσι τις όποιες πληροφορίες μπορούν να φανούν χρήσιμες στην σύνθεση της ιστορίας τους. Από τα γνωστικά κείμενα, όσα υπήρχαν από παλιά στην διάθεση της έρευνας, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι περισσότερο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Μετά την ανακάλυψη της «βιβλιοθήκης» του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi), οι ελπίδες για θετικότερες πληροφορίες αναζωπυρώθηκαν. Μέχρι στιγμής, όμως, το μόνο υλικό που υπάρχει διαθέσιμο είναι οι κριτικές εκδόσεις των κειμένων, και αγγλικές τους μεταφράσεις. Αναγκαστικά, η εργασία της ιστορικο-φιλολογικής ανάλυσης των κειμένων αυτών απαιτεί αρκετά χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί, χωρίς αυτό να προεξοφλεί οτιδήποτε.
Παρ’ όλα αυτά η σύγχρονη επιστήμη της θρησκειολογίας δείχνει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και ξεπερνώντας τα κωλύματα, που προκύπτουν από την ανυπαρξία των απαιτούμενων στοιχείων, προχωρά στην σύνθεση της ιστορίας του γνωστικισμού, ακολουθώντας ενδείξεις, στην καλύτερη περίπτωση (θα δούμε παρακάτω πως). Οι θεωρίες που διατυπώνονται αφήνουν για τις μελλοντικές γενιές να βρουν τους χαμένους κρίκους, τα απαραίτητα στοιχεία. Τα στοιχεία, που θα έπρεπε να την θεμελιώσουν, αναζητούνται για να την τεκμηριώσουν. Και μέμφονται γι’ αυτό τους αγίους της Εκκλησίας, θεωρώντας ότι με την πολεμική τους, απέκλεισαν την περαιτέρω μελέτη του θέματος, παραβλέποντας δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, ότι μέσα από τα έργα των αγίων αυτών (Ειρηναίος Λυώνος, Ιππόλυτος Ρώμης, Επιφάνειος Σαλαμίνος και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς) γίνεται γνωστή σήμερα η ύπαρξη του γνωστικισμού. Δεύτερον, ότι μέσα από την μελέτη των γνωστικών κειμένων, επιβεβαιώνονται τα όσα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραψαν, δείχνοντας ότι αυτοί είχαν ορθή γνώση των θεμάτων και των διδασκαλιών των γνωστικών ομάδων και ελέγχονται έτσι οι πληροφορίες που διασώζονται μέσα από τα έργα τους, ως ακριβείς. Από όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής, γίνεται φανερό ότι η ιστορία του γνωστικισμού, όπως διατυπώνεται σήμερα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από υποθέσεις[xix].
Το ενδιαφέρον της έρευνας για τον γνωστικισμό αναβίωσε (αν δεν γεννήθηκε) το τελευταίο τέταρτο του ΙΘ’ αι. Το αν η ανανέωση του ενδιαφέροντος σχετίζεται με την έξοδο των νεο-γνωστικών ομάδων από την αφάνεια και την δημοσίευση-διάδοση της διδασκαλίας τους την ίδια εποχή, θα το εξετάσουμε σε άλλο σημείο, καθώς και το αν η επανεμφάνισή τους επέδρασε στην διαμόρφωση των κατευθύνσεων της σύγχρονης έρευνας.
Την εποχή εκείνη, στην οποία κυρίαρχη θέση κατέχει το έργο του Ad. Von Harnack, ο γνωστικισμός εξετάζονταν ως τμήμα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αυτή η γραμμή ήταν σύμφωνη και με το έργο των εκκλησιαστικών συγγραφέων που αντιμετώπισαν τον γνωστικισμό, ως χριστιανική αίρεση. Στο έργο του von Harnack, ο γνωστικισμός κατέχει την θέση ενός ενδιάμεσου σταδίου, στην πορεία της εξελληνίσεως του Χριστιανισμού[xx]. Αργότερα, όσοι κινήθηκαν στο ίδιο πνεύμα, της εντός του Χριστιανισμού εξετάσεως του γνωστικισμού, κατέληξαν στην δι’ αυτού εξανατολίσεως του πρώτου.
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα,  προτεσταντική «Religiongeschichte Schule» άλλαξε τα δεδομένα στην θεώρηση του γνωστικισμού. Καταμετρώντας τα μη χριστιανικά δάνεια στις διδασκαλίες των γνωστικών ομάδων, θεώρησε αυτές προγενέστερες του Χριστιανισμού. Αναγνωρίζοντας περσικές, ελληνικές, ιουδαϊκές ρίζες στον γνωστικισμό[xxi], ήταν αρχικά θέμα του κάθε ερευνητή να επιλέξει οπτική, και ανάλογα στο που θα δώσει βαρύτητα, να μιλά
α. είτε για βαβυλωνοπερσικές αντιλήψεις που εξαπλώθηκαν προς δυσμάς,
β. είτε για κατασκευάσματα των Ανατολιτών κατ’ επίδραση της ελληνικής σκέψης
γ. είτε για ιουδαϊκή προέλευση αυτού
Η πρώτη ερμηνεία εγκαταλείφθηκε ήδη, διότι η παρατηρούμενη δυαρχία των συστημάτων αυτών (παρσισμού, γνωστικισμού) εμφανίζει θεμελιώδεις διαφορές. Στον Παρσιμό ο θεός είναι ενδοκόσμιος, η δυαρχία πραγματική, και η προοπτική αισιόδοξη, ενώ στον γνωστικισμό ο θεός είναι υπερκόσμιος, η δυαρχία υστερογενής και η προοπτική απαισιόδοξη.
 Η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας, έδωσε ελπίδες στην προσπάθεια στήριξης της ιουδαϊκής προέλευσης του γνωστικισμού, τις οποίες δεν μπόρεσε στην συνέχεια να επιβεβαιώσει. Τα εσχατολογικά κηρύγματα της κουμρανικής κοινότητας δεν είναι δυνατόν να μεταλλάχθηκαν στο πεσιμιστικό γνωστικό σύστημα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, απλά διότι έχουμε αποδείξεις της παρουσίας των γνωστικών ομάδων προγενέστερες. Από την άλλη, όσοι θέλουν να βλέπουν στις κοινότητες των Εσσαίων και των Μανδαίων, τους πρόδρομους των γνωστικών παραβλέπουν κάποια γεγονότα.
Στην περίπτωση των Εσσαίων σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ζωής της κοινότητας παίζει η αυστηρή τήρηση του Νόμου, και όχι ο λυτρωτικός ρόλος της γνώσης. Οι υποσχέσεις για την διαφύλαξη των μυστικών διδασκαλιών της ομάδας, παρά τον σαφή πυθαγόρειο χαρακτήρα, δεν είναι από μόνο του ικανό να ταυτίσει τα δύο συστήματα. Η κοινή προέλευση αυτού του χαρακτηριστικού δεν συνεπάγεται ούτε καν παράλληλη πορεία ανάπτυξης, εφόσον οι κατευθύνσεις είναι τόσο διαφορετικές.
Στην περίπτωση των Μανδαίων, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει ένα terminus post quem, το οποίο οι ίδιοι θέτουν στην ιστορία τους. Και αυτό είναι η πεποίθησή τους ότι κατάγονται από τους μαθητές του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Η πρώτη όμως ιστορική αναφορά στην ύπαρξή τους εντοπίζεται προς το τέλος του Β’ αι. μ.Χ. Συνεπώς, όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να τανύσει την ιστορική τους ύπαρξη, δεν είναι δυνατόν να βρει ρίζες προγενέστερες του Χριστιανισμού.
Άρα η ύπαρξη γνωστικίζοντων ρευμάτων στον προ Χριστού Ιουδαϊσμό, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παρερμηνεία των ελληνιστικών επιρροών που δέχθηκε ο τελευταίος.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που καταφέρνει να επιβιώσει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη τα γνωστικά συστήματα είναι κατασκευάσματα των Ανατολιτών, τα οποία συνέθεσαν αυτοί υπό την επίδραση της ελληνικής σκέψης. 
Ως θεωρητικό υπόστρωμα αναγνωρίζεται υπό αυτής της θεωρίας, η πλατωνική φιλοσοφία, κατά την οποία η επιστήμη συνίσταται στην γνώση των ιδεών, όπως αυτή αποκαλύπτεται στον ανθρώπινο λόγο, όταν είναι καθαρός και απαλλαγμένος της απάτης των αισθήσεων. Το δε ζητούμενο των γνωστικών ήταν η γνώση μιας υπερκόσμιας πραγματικότητας και για να φτάσουν σε αυτή στηρίζονταν στην συγκρότηση ενός υπερκόσμιου συστήματος. Στο πλατωνικό υπόστρωμα προστέθηκαν στοιχεία ορφισμού και στη συνέχεια πυθαγορισμού. Στον τελευταίο υποτίθεται ότι οφείλεται η διάρθρωση των κλειστών ομάδων[xxii].
Ήδη σε αυτά που ειπώθηκαν μέχρι στιγμής έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις. Αυτές εξετάζουν την εννοιολογική διαφορά της γνώσης των πλατωνικών και των γνωστικών. Για τους γνωστικούς η γνώση αποκτά θρησκευτική και υπερφυσική σημασία, δεν εκφράζει την διεργασία που ακολουθείται για την απόκτησή της, ενώ το αντικείμενο αυτής κινείται έξω από την σφαίρα του επιστητού. Για τους γνωστικούς η γνώση δεν είναι τίποτα παραπάνω από τυφλή και άγονη πίστη[xxiii].
Εδώ πρέπει να τονιστεί η διαφορά μεταξύ του τρόπου που βλέπει ο Χριστιανισμός την πίστη, με τον γνωστικό. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Ἀλλ’ ἡ μέν τῶν οἰησισόφων, εἴτε αἱρέσεις εἶεν βάρβαροι εἴτε οἱ παρ’ Ἕλλησι φιλόσοφοι, “γνῶσις” φησιοῖ κατά τόν ἀπόστολον˙ πίστις δε ἡ γνῶσις ἥτις ἄν εἴη έπιστημονική ἀπόδειξις τῶν κατά την ἀληθῆ φιλοσοφίαν παραδιδομένων. Φήσαιμεν δ’ ἄν αὐτήν λόγον εῑναι τοῖς αμφισβητουμένοις ἐκ τῶν ομολογουμένων ἐκπορίζοντα τήν πίστιν. Πίστεως δ’ ὄυσης διττῆς, τῆς μέν ἐπιστημονικῆς, τῆς δέ δοξαστικῆς, οὐδέν κωλύει ἀπόδειξιν ὀνομάζειν διττήν, τήν μέν ἐπιστημονικήν, τήν  δέ δοξαστικήν, ἐπεί καί ἡ γνῶσις και ἡ πρόγνωσις διττή λέγεται, ἥ μέν ἀπηκριβωμένην ἔχουσα την ἑαυτῆς φύσιν, ἥ δέ ἐλλιπῆ. Καί μή τι ἡ παρ’ ἡμῖν ἀπόδειξης μόνη ἄν εἴη ἀληθής, ἄτε ἐκ θείων χορηγουμένη γραφῶν, τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί τῆς θεοδιδάκτου σοφίας κατά τόν ἀπόστολον. Μάθησις γοῦν καί τό πείθεσθαι ταῖς ἐντολαῖς, ὅ ἐστι πιστεύειν τῷ Θεῷ[xxiv]».
Στο παραπάνω χωρίο ο Κλήμης Αλεξανδρεύς καθόρισε, εκτός των άλλων, Και τη σχέση πίστης και γνώσης. Και πάλι παρακάτω:
«πίστις δέ ἰσχύς εἰς σωτηρίαν καί δύναμις εἰς ζωήν αἰώνιον[xxv]»
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η διάκριση πίστης του Χριστιανισμού και πίστης-γνώσης του γνωστικισμού. Η δεύτερη ούτε ως έχουσα διπλή φύση (επιστημονική-δοξαστική) μπορεί να εκληφθεί, εφόσον δεν είναι προϊόν μάθησης ή τήρησης των εντολών, ούτε σε αγώνα προτρέπει, αλλά μάλλον αποτρέπει. Ο γνωστικός, αφ’ ής στιγμής λάβει την «γνώση» θεωρείται ότι έχει εξασφαλίσει την λύτρωση, θεωρείται σεσωσμένος.
Στον πλατωνισμό, όμως, η γνώση είναι αποτέλεσμα ενδοσκόπησης του νου. Ο Πλωτίνος το περιγράφει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιδιαστέλλεται η πλατωνική άποψη με την γνωστική, στο έργο του Ὅτι οὐκ ἔξω τοῦ νοῦ τά νοητά καί περί τἀγαθοῦ:
«Ἀλλ’ εἴπερ καί γνῶσιν δεῖ καί ἀλήθειαν εἰσάγειν καί τά ὄντα τηρεῖν καί γνῶσιν τοῦ τί ἕκαστον ἐστιν, ἀλλά μή τοῦ ποῖόν τι ἕκαστον, ἄτε εἴδωλον αὐτοῦ καί ἴχνος ἴσχοντας, ἀλλά μή αύτά ἔχοντας καί συνόντας καί συγκραθέντας αὐτοῖς, τῷ ἀληθινῷ νῷ δοτέον τἀ πάντα. Οὺτω γάρ ἄν καί είδείη, καί ἀληθινῶς είδείη, καί οὐδ’ ἄν ἐπιλάθοιτο οὐδ’ ἄν περιέλθοι ζητῶν, καί ἡ αλήθεια ἐν αὐτῷ καί ἕδρα ἔσται τοῖς οὖσι καί ζήσεται καί νοήσει. Ἅ δή πάντα περί τήν μακαριωτάτην φύσιν δεῖ ὑπάρχειν˙ ἤ ποῦ τό τίμιον καί σεμνόν ἔσται; Καί γάρ αὖ οὐτως οὐδ’ ἀποδείξεως δεῖ οὐδέ πίστεως, ὅτι οὕτως – αὐτός γάρ οὕτως καί ἐναργής αὐτός αὑτῷ - καί εἴ τι πρό αὐτοῦ, ὅτι ἐξ αὐτοῦ, καί εἴ τι μετ’ εκείνο, ὅτι αυτός – καί οὐδείς πιστότερος αὐτῷ περί αὐτοῦ - καί ὅτι ἐκεῖ τοῦτο καί ὄντως. Ὥστε καί ἡ όντως ἀλήθεια οὐ συμφωνοῦσα ἄλλῳ ἀλλ’ ἑαυτῇ, καί οὐδέν παρ’ αὑτήν, ἄλλο λέγει <ἀλλ’ ὅ λέγει>, καί ἔστι, καί ὅ ἐστι, τοῦτο καί λέγει[xxvi]».
Εδώ ο υποκειμενισμός του νου που δεν αναγνωρίζει κάτι άλλο έξω από τον εαυτό του γίνεται για τους πλατωνικούς το απόλυτο όργανο γνώσης. Για τους γνωστικούς η γνώση-πίστη έρχεται μέσω της αποκάλυψης.
Η δεύτερη ένσταση επ’ αυτής της θεωρίας βρίσκεται στο σημείο εισαγωγής στοιχείων ορφισμού και πυθαγορισμού. Όπως διατυπώνεται η εισαγωγή τους φαίνεται να είναι μεταγενέστερη. Έτσι όμως παραβλέπει την ύπαρξη των στοιχείων αυτών, ως επιδράσεων ήδη επί του πλατωνισμού[xxvii].
Επίσης, τα κείμενα του Πλωτίνου κατά των γνωστικών περιγράφουν τόσο μεγάλες τις διαφορές με την ελληνική φιλοσοφία, ώστε να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως το υπόστρωμα του γνωστικισμού. Μάλλον είναι προτιμότερο να μιλά κανείς για δάνεια εξ αυτής. Τα κείμενα του Πλωτίνου είναι α) Προς Γνωστικούς (Εννεάδες, ΙΙ.9) β) Περί φύσεως και θεωρίας και του Ενός (Εννεάδες ΙΙΙ.8) γ) Ότι ουκ έξω του νου τα νοητά και περί ταγαθού (Εννεάδες V.5) δ) Περί του νοητού κάλλους (Εννεάδες V.8). Η σειρά αυτή εξαρτάται από την αρίθμηση των έργων από τον Πορφύριο. Η σειρά με την οποία γράφηκαν είναι η εξής α) ΙΙΙ.8 β) V.8 γ) V.5 και δ) ΙΙ.9[xxviii].
Οι υπερασπιστές της άποψης που θέλει ως βάση του γνωστικισμού την ελληνική φιλοσοφία, επιμένουν ότι οι διαφορές είναι ευεξήγητες, αν λάβει κάποιος υπόψη του τον πλουραλισμό της ελληνικής σκέψης. Και θα είχαν, ίσως, δίκιο, αν οι ίδιοι τους δεν είχαν μιλήσει πολύ συγκεκριμένα, για στοιχεία πλατωνισμού, ορφισμού, πυθαγορισμού. Και ποιος θα μπορούσε να είναι πιο ειδήμων από τον Πλωτίνο για να κρίνει την συνέπεια των γνωστικών διδασκαλιών προς τα τρία παραπάνω φιλοσοφικά συστήματα; Εκτός και αν κάποιοι σήμερα νομίζουν ότι καταλαβαίνουν καλύτερα την ελληνική φιλοσοφία από τους ίδιους τους Έλληνες φιλόσοφους (μια τέτοια αυτοπεποίθηση, βέβαια, δεν θα ήταν περίεργη αν προέρχονταν από τους χώρους της φράγκικης κουλτούρας).
Η περιφορά των ανηρτημένων εικόνων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλους, του Πυθαγόρα, μαρτυρεί για το πλήθος των ελληνικών δανείων, αλλά δεν προεξοφλεί την πρωταρχική σημασία αυτών, ειδικά αν συνδυαστεί με την ασυνέπεια των γνωστικών. Και πάλι ο Πλωτίνος θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα:
«Οἷς θέλουσι διαφωνεῖν φθόνος οὐδείς λεγόντων, οὐδ’ ἐν τῷ τους Ἕλληνας διασύρειν και ὐβρίζειν τά αὐτῶν ἐν συστάσει παρά τοῖς ἀκούουσι ποιεῖν, ἀλλ’ αὐτά παρ’ αὐτῶν δεικνύναι ὀρθῶς ἔχοντα, ὄσα ἴδια αὐτοῖς ἔδοξε παρά τήν ἐκείνων δόξαν λέγειν, εὐμενῶς καί φιλοσόφως αὐτάς τάς δόξας τιθέντας αὐτῶν καί οἷς ἐναντιοῦνται δικαίως, προς τό ἀληθές βλέποντεας, οὐ τήν εὐδοκίμησιν θηρωμένους ἐκ τοῦ [πρός] ἄνδρας κεκριμένους ἐκ παλαιοῦ οὐ παρά φαύλων ἀνδρών ἀγαθούς εἶναι ψέγειν, λέγοντας ἑαυτούς ἐκείνων ἀμείνους εἶναι[xxix]».
ανατρέποντας με αυτά τα λόγια την αξία της ανάρτησης των εικόνων, η οποία στο κάτω-κάτω μαρτυρείται ως συνήθεια μόνο των οπαδών του Καρποκράτη[xxx].
 Κατά την παρουσιαζόμενη θεωρία, δεύτερο στρώμα αποτελούν οι ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες, μιθραϊσμός και βαβυλωνιακής προέλευσης αστρολογία, περσική αγγελολογία, φρυγική και αιγυπτιακή μυθολογία. Στα υπέρ αυτού του σταδίου εξέλιξης του γνωστικισμού είναι η εκπροσώπηση των ερμητικών κειμένων στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου. Το καταγεγραμμένο σε αυτά κήρυγμα είναι οι αποκαλύψεις Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλαδή του αιγυπτιακού θεού Θωθ, ο οποίος αντιστοιχεί στον Ερμή των Ελλήνων, σύμφωνα με το συγκρητιστικό πνεύμα της εποχής εκείνης. Αυτός θεωρούνταν προστάτης των αποκρυφιστικών τεχνών, αστρολογίας, ιατρικής, αλχημείας, μαγείας[xxxi]. Το μεγάλο μειονέκτημα είναι η χρονολόγηση των σωζόμενων ερμητικών κειμένων τον Γ’ αι. μ.Χ. Ακόμη και αν αυτά διασώζουν προγενέστερο υλικό, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση ο χρόνος της τελικής τους διαμόρφωσης.
Ως τρίτο στρώμα θεωρείται το ιουδαϊκό. Εκπροσωπείται από αντιλήψεις που υπάρχουν στον Φίλωνα και από την διδασκαλία περί δημιουργού, αν και αυτή η διδασκαλία δεν είναι αποκλειστική στην Γένεση. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εισαχθεί από τον πλατωνικό Τιμαίο. Εξάλλου, η αντιπάθεια των γνωστικών προς την Παλαιά Διαθήκη είναι γνωστή και δεν αναιρείται από την χρήση ονομάτων παρμένων από αυτή. Η τελευταία αυτή πρακτική των γνωστικών είναι ευεξήγητη. Πλάθοντας τους γνωστικούς μύθους ήθελαν να τους προσδώσουν αληθοφάνεια, οπότε προτίμησαν τα ιστορικά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης από τα μυθικά των Ελλήνων. Εξάλλου η αλληγορική ερμηνεία των μύθων από τους φιλοσόφους δεν ενδεικνύονταν για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Για την εκπροσώπηση του ιουδαϊκού γνωστικισμού από τους Εσσαίους και τους Μανδαίους μιλήσαμε παραπάνω.
Όλη αυτή η διεργασία που αναφέρθηκε μέχρι τώρα, είναι λίγο πολύ αναμενόμενη σε ένα ενοποιημένο συγκρητιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, όμως, να στηρίξει την επιθυμητή προΰπαρξη του γνωστικισμού, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί έστω κι ένα θετικό δείγμα κάποιας γνωστικής ομάδος πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ακόμη και η περίπτωση του Απολλώνιου Τυανέα, η οποία προβάλλεται, δείχνει να κινείται στον απόηχο του συγκρητισμού της ύστερης αρχαιότητας. Η δράση του τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Β’, αρχές του Γ’ αιώνα μ.Χ. Την εποχή αυτή ο γνωστικισμός είναι ώριμος και αρκετά διαδεδομένος, οπότε θα περίμενε κάποιος περισσότερα γνωστικά στοιχεία πριν τον κατατάξει στους μάρτυρες της ελληνιστικής υπόστρωσης του. Αν μπορούσε δηλαδή να βρεθεί κάτι αντίστοιχο σε προγενέστερη εποχή, τότε θα ήταν η απόλυτη τεκμηρίωση της παραπάνω θέσης, αλλά αυτό δεν επετεύχθη. Ο Απολλώνιος Τυανεύς, ως περίπτωση, είναι μεταχρονολογημένος.
Επίσης το γεγονός της προσωποπαγούς φύσεως των γνωστικών ομάδων, απαιτεί την παρουσίαση συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων με παρόμοια δράση. Αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και τα προστάδια της σύνθεσης των ιδεών του γνωστικισμού. Όλη η συζήτηση δηλαδή για την προϊστορία του γνωστικισμού περιορίζεται ελλείψει στοιχείων, στο πως αυτός πιθανόν να διαμορφώθηκε από τα προϋπάρχοντα υλικά.
Η παραπάνω προϋπόθεση εκπληρώνεται βάσει των ιστορικών στοιχείων, στο πρόσωπο του Σίμωνα του Μάγου. Η καταγωγή του από την Γίτθα της Σαμάρειας μας γυρνά σε έναν ιουδαϊκής προέλευσης γνωστικισμό, που εξαρχής λαμβάνει χριστιανικά στοιχεία. Έτσι η έρευνα ξαναγυρνά στις αρχικές της θέσεις και δείχνει να έχει μπλέξει σε ένα φαύλο κύκλο λόγου και αντίλογου, επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων.
Ίσως τελικά θα πρέπει να λάβουμε ως σημείο εκκίνησης της ιστορίας του γνωστικισμού, την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος:
«Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙ ὅθεν εγνώκαμεν, ὅτι εσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν˙ εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἄν μεθ’ ἡμῶν». (Α’ Ιωαν. 3,18-9)

1.3 Γνωστικισμός και συγκρητιστικό περιβάλλον
 Σε μια ύστατη προσπάθεια απόδειξης ύπαρξης του γνωστικισμού την προ Χριστού εποχή, προτείνονται οι ευνοϊκές για την ανάπτυξη του συγκρητισμού συνθήκες, οι οποίες προέκυψαν με την ενοποίηση του ελληνιστικού κόσμου και αργότερα με τις ρωμαϊκές κατακτήσεις. Έτσι πιθανολογείται πρακτικά η γέννηση του γνωστικισμού, λόγω του φαινομενικά πρόσφορου εδάφους την συγκεκριμένη εποχή. Αλλά η ιστορία της εποχής εκείνης έχει γραφεί ήδη, οι μεταβολές και οι εξελίξεις, που συνέβησαν τότε, έχουν επίσης καταγραφεί, το τί προέκυψε από αυτές είναι ήδη γνωστό, και πουθενά σ’ αυτήν την περίοδο δεν έχει εντοπιστεί κάτι που να θυμίζει γνωστικισμό, ούτε και υπάρχει θέση γι’ αυτόν εκεί. Ας δούμε, όμως, τι συνέβη σε πνευματικό επίπεδο την εποχή εκείνη.
Μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν ότι κατόρθωσε να φανερώσει το παιδαριώδες του παραμυθολογικού δωδεκαθεϊσμού, να κρημνίσει τους  θρόνους των θεών από τον Όλυμπο και να τους εξορίσει στους πλανήτες του ηλιακού συστήματος. Αυτό, όμως είχε και τις αρνητικές του συνέπειες. Οι θεοί δεν βρίσκονταν πλέον κοντά στον άνθρωπο και αυτός αδυνατούσε να τους προσεγγίσει.
Από την άλλη οι θεοί έγιναν αδιάλλακτοι. Κυβερνούσαν τον κόσμο από απόσταση και λόγω της αστρολογικής αιτιοκρατίας οι αποφάσεις τους δεν αναιρούνταν. Ήταν πιο εύκολο ν’ αλλάξει η πορεία του άστρου-θεού, παρά οι εξ αυτής συνέπειες. Έτσι οι πιστοί που μέχρι πρότινος μπορούσαν μέσω προσφορών, θυσιών, τιμών να επηρεάσουν τις βουλήσεις των θεών, να τους εξευμενίσουν, βρέθηκαν ενώπιον ατέγκτου ειμαρμένης, ανήμποροι ουσιαστικά να κατευθύνουν τις ζωές τους.
Βέβαια, η ελληνική φιλοσοφία προσπάθησε να εξωραΐσει αυτή την παρενέργεια των συμπερασμάτων της, προβάλλοντας την θεία πρόνοια και αντικαθιστώντας πεποιθήσεις που παραδοσιακά ανήκαν στο χώρο του θρησκεύειν με επιστημονικές εξηγήσεις. Όλα αυτά όμως, παρέμεναν στον χώρο του ιδεαλισμού, και απαιτούνταν χρόνια σπουδών για την κατάκτηση του γνωστικού αντικειμένου. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν  είχε τέτοια δυνατότητα. Αν και οι μαθητές των φιλοσοφικών σχολών αυξήθηκαν μετά από αυτές τις πνευματικές κατακτήσεις, ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να τις κάνει κτήμα του.
Εξάλλου, η Ακρόπολη της φιλοσοφίας εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αθήνα, την στιγμή που τα όρια του Ελληνισμού είχαν εκταθεί στις εσχατιές του γνωστού ανατολικού κόσμου. Οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη να δημιουργηθούν παράλληλα πνευματικά κέντρα, τα οποία εξαρτήθηκαν στην γέννησή τους από την αθηναϊκή φιλοσοφική παράδοση, αλλά στην συνέχεια δημιούργησαν δική τους.
Από πολιτικής απόψεως συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές. Ο παραδοσιακός θεσμός της πόλης-κράτους αντικαταστάθηκε βίαια από τα μεγάλα βασίλεια των επιγόνων. Ξαφνικά ο πολίτης έγινε υπήκοος. Ο ενεργός του ρόλος στον καθορισμό της πολιτικής της πατρίδας του εξαφανίστηκε. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να καθορίσει την ζωή του ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Από σημαντική και ελεύθερη προσωπικότητα κατάντησε όχλος.
Ταυτόχρονα οι τοπικές λατρείες έπαψαν να είναι αντιπροσωπευτικές και γι’ αυτό σημαντικές. Από την στιγμή που η πόλη έπαψε να είναι κράτος, οι τοπικοί θεοί προστάτες απέτυχαν στην αποστολή τους, έχασαν το μονοπώλιο στη λατρεία, κι έπρεπε να ανταγωνιστούν άλλες πιο ελκυστικές θεότητες. Επίσης η πολιτική των Επιγόνων δεν ευνοούσε την διατήρηση των τοπικών ιδιομορφιών, οι οποίες έτσι κι αλλιώς στον διευρυμένο περιβάλλον ενός μεγάλου κράτους έχασαν την αξία τους.
Η εκπαίδευση, αυτή που πριν προετοίμαζε το άτομο ν’ αναλάβει τις τύχες της πατρίδας του, τώρα απέμεινε να του προσφέρει μόνο γνώσεις, που στην συνέχεια πιθανόν να αποδεικνύονταν αχρείαστες. Έτσι, όσο και αν εμπλουτίστηκαν τα μαθήματα ο ρόλος της παιδείας υποβαθμίστηκε. Από την άλλη ορισμένα αστικά κέντρα συγκέντρωσαν την εκπαιδευτική αφρόκρεμα, αλλά οι αχανείς επαρχίες των ελληνιστικών βασιλείων και αργότερα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρέμειναν στην άγνοια, υποκείμενες στις προλήψεις και τον φόβο.
Ο φόβος αυτός δεν ήταν αναίτιος. Οι συνεχείς πόλεμοι από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και μετά, οι ανταγωνισμοί των Επιγόνων και στην συνέχεια η εμφάνιση της στρατιωτικής μηχανής των Ρωμαίων δημιούργησαν ανασφάλεια, φόβο, και απαισιοδοξία, στην ήδη ταραγμένη και ευάλωτη από τις παραπάνω αιτίες ψυχοσύνθεση των κατοίκων της ανατολικής Μεσογείου. Τι μεταβολές προξένησαν όλα αυτά;
Στην φιλοσοφία, ήδη λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, διεγνώσθησαν οι αρνητικές επιπτώσεις του ιδεαλισμού του στην καθημερινή ζωή. Ο πλατωνικός και δυισμός έβαζε δίπλα στις ενέργειες του θεού τις ενέργειες της ανάγκης, θέτοντας σε κίνδυνο την κυριαρχία του λογικού στην ανθρώπινη ζωή[xxxii]. Ως απάντηση, οι τρεις επόμενες σχολές, Κήπος, Στοά και Σκεψις, προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, είτε σε συνεργασία με τον πλατωνισμό (Στοά) είτε αντιτιθέμενες σε αυτόν, προβάλλοντας τον μονιστικό πανθεϊσμό.
Ο στωικισμός πρότεινε μια πιο φιλάνθρωπη θεία πρόνοια και την συμπλήρωσε με την θεοδικία. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κατάφερε να λύσει το θρησκευτικό πρόβλημα διότι συνέχισε αυτό που είχε ξεκινήσει ο Πλάτωνας.  Η σύνδεση θεού-κόσμου (πανθεϊσμός) θα μπορούσε ίσως να είχε αποδώσει, αν η αρχή της συμπάθειας (συνάρτηση όλων των όντων μεταξύ τους) δεν καθιέρωνε το: ότι συμβαίνει πάνω, αντανακλά κάτω. Οι συνεχείς εκπυρώσεις και αναγεννήσεις έθεταν την ιστορία του κόσμου σε επαναλαμβανόμενη κυκλική κίνηση, καθιστώντας αδύνατη την απόδραση από την δυστυχία. Αν και ο στωικισμός αποδείχθηκε το μακροβιότερο φιλοσοφικό σύστημα από τα τρία, αυτό δεν οφείλεται στην φυσική του, αλλά μάλλον στην ηθική του και ιδίως στο ότι προέτρεπε τον κόσμο στην «απάθεια», να ξεριζώσει δηλαδή τα πάθη του. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η θεώρηση της πολιτικής από τους Στωικούς, απαύγασμα της κοινωνικής ηθικής τους. Η Στοά ασχολήθηκε διεξοδικά με τα προβλήματα της πολιτικής ζωής και μόρφωσε τους περισσότερους ανεξάρτητους πολιτικούς χαρακτήρες, γι’ αυτό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους Ρωμαίους[xxxiii].
Το πιο επιτυχημένο σύστημα στην αντιμετώπιση του φόβου και της απαισιοδοξίας που γέννησε η ταραγμένη αυτή εποχή, ήταν αυτό που δημιούργησε ο Επίκουρος. Γι’ αυτόν η φιλοσοφία έπρεπε να υπηρετεί τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να κατακτήσει την ευτυχία. Τρόπος για την επίτευξή της ήταν η αταραξία:
«Πρῶτον μέν οὖν μή ἄλλο τέλος ἐκ τῆς περί μετεώρων γνώσεως εἴτε κατά συναφήν λεγομένων εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν και πίστιν βέβαιον, καθάπερ καί επί τῶν λοιπῶν˙»
και λίγο παρακάτω:
«οὐ γάρ ἰδιολογίας καί κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμῶν ἔχει χρείαν, ἀλλά τοῦ άθορύβως ἠμᾶς ζῆν[xxxiv]».
Η αισθησιοκρατία του Επίκουρου, ήταν η απάντηση του φοβισμένου μέσου ανθρώπου, στον άγνωστο και απόμακρο ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Αν και τα όσα υποτίθεται ότι  είπε ο Επίκουρος για τον Πλάτωνα είναι συκοφαντίες[xxxv], στο έργο του προσπάθησε ν’ αποδομήσει την πλατωνική διδασκαλία.
«Ἐπί δέ τούτοις ὅλως ἅπασιν έκείνο δεῖ κατανοεῖν, ὅτι τάραχος ὁ κυριώτατος ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς γίνεται ἐν τᾦ ταὐτά μακάριά τε δοξάζειν <εἶναι> καί ἄφθαρτα καί υπεναντίας ἔχειν τούτοις ἅμα βουλήσεις καί πράξεις καί αίτίας, καί ἐν τᾦ αἰώνιόν τι δεινόν ἤ προσδοκᾶν ἤ ὑποπτεύειν κατά τους μύθους, εἴτε καί αὐτήν τήν αναισθησίαν τήν ἐν τᾦ τεθνάναι φοβουμένους ὥσπερ οὖσαν κατ’ αὐτούς, καί ἐν τᾦ μή δόξαις  ταῦτα πάσχειν ἀλλ’ ἀλόγῳ τινι παραστάσει, ὅθεν μή ὁρίζοντας τό δεινόν τήν ἴσην ἤ και ἐπιτεταμένην ταραχήν λαμβάνειν τῷ εἰ καί εδόξαζον ταῦτα[xxxvi]˙»
Στο παραπάνω χωρίο ο Επίκουρος κατέκρινε τις αστρολογικές προλήψεις, τις οποίες θεωρούσε αιτία ταραχής. Παρακάτω αντιτίθεται στην μετεμψύχωση, η οποία δεν άφηνε ελπίδα για απαλλαγή από τα βάσανα μετά θάνατον, αλλά «απειλούσε» όσους δεν ζούσαν φιλοσοφικό βίο με το μαρτύριο του Σίσυφου:
«Καί μην καί λυομένου τοῦ ὅλου ἀθροίσματος ἡ ψυχή διασπείρεται καί οὐκέτι ἔχει τάς αὐτάς δυνάμεις οὐδέ κινεῖται, ὥστε οὐδ’ αἴσθησιν κέκτηται. Οὐ γάρ οἷόν τε νοεῖν αὐτό αἰσθανόμενον μή ἐν τούτῳ τᾦ συστήματι καί ταῖς κινήσεσι ταύταις χρώμενον, ὅταν τά στεγάζοντα καί περιέχοντα μή τοιαῦτα ᾖ, έν οἷς νῦν οὗσα ἔχει ταύτας τάς κινήσεις[xxxvii]».
 Η προσπάθεια αυτή του Επίκουρου ν’ απαλλάξει τους συγχρόνους του από τις προλήψεις που τους προκαλούσαν αβεβαιότητα και ταραχή, άσχετα αν στηρίχθηκε σε μια παρεξηγημένη αισθησιοκρατία, υπήρξε επιτυχής. Η συμβολή του Επικουρισμού στην καταπολέμηση του φόβου ήταν τεράστια.
Ο περιορισμός του αντικείμενου της εκπαίδευσης στο γνωστικό πεδίο βοήθησε τον απογαλακτισμό των επιστημών από την φιλοσοφική καταγωγή τους. Οργανώθηκαν τα διάφορα μαθήματα σε θεματική κατάταξη, μαθηματικά, αστρονομία, φυσική με τις υποδιαιρέσεις που έφτασαν ως τις μέρες μας, γεωλογία, μετεωρολογία, ιατρική, χημεία, γεωγραφία, φαρμακολογία. Ταυτόχρονα, με την εξάπλωση των βιβλιοθηκών στα μεγάλα ελληνιστικά κέντρα, τέθηκαν οι βάσεις της φιλολογίας.
Στο πεδίο της θρησκείας, όπως είπαμε, οι Ολύμπιοι μετακόμισαν στ’ άστρα. Ως εκ τούτου, ο κόσμος στράφηκε σε μικρότερες και πιο προσιτές θεότητες. Αναπτύχθηκε η λατρεία του Διονύσου, στον οποίο δόθηκε το παρωνύμιο Ελευθερωτής, και του Ασκληπιού, με την ελπίδα να συνδράμουν στα βάσανα της ανθρωπότητας και της καθημερινότητας.
Με την έκπτωση των τοπικών θεοτήτων και εθίμων, παρατηρείται εισαγωγή νέων, ανατολικής προέλευσης. Εάν σε όλους τους άλλους τομείς ο Ελληνισμός πρόσφερε τα μέγιστα στους χώρους που εξαπλώθηκε, στον τομέα της θρησκείας δέχθηκε τις μεγαλύτερες επιρροές. Έτσι εισήχθησαν θεότητες και μυστηριακές λατρείες από την Ανατολή και την Αίγυπτο. Στις νεοεισηγμένες θεότητες αντιστοιχήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί, ως έκφραση του συγκρητισμού της εποχής.
Στα ελληνιστικά βασίλεια δεν υπήρχε επίσημη θρησκεία, όπως δεν υπήρξε και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ειδικά στην ρωμαϊκή κοινωνία παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Ενώ δεν υπήρξε επίσημη θρησκεία, υπήρξε προτίμηση των κοινωνικών ομάδων προς κάποια λατρεία. Έτσι, η ρωμαϊκή αριστοκρατία παρέμεινε προσκολλημένη στις πατροπαράδοτες τελετές[xxxviii], ο ρωμαϊκός στρατός υιοθέτησε τον μιθραϊσμό[xxxix], οι δε κατώτερες κοινωνικές ομάδες οργανώθηκαν σε θρησκευτικούς συλλόγους (θιάσους). Οι θίασοι αυτοί οφείλουν την καταγωγή τους στον συγκρητισμό  και την δίψα για θρησκευτική εμπειρία που ικανοποιήθηκε από τα εξωτικά ανατολικά μυστήρια. Έτσι δημιουργήθηκε ο «θίασος των σαραπιαστών», δηλ. των λατρών του Σαράπιδος (θρησκευταί Σαράπιδος, ή συνθρησκευταί κλεινού θεού, μεγάλου Σαράπιδος), ο «θίασος του Ανούβη» (θρησκευταί και σηκοβάται θεού Ερμανούβιδος, ή Ερμαϊσταί), ο «θίασος της Ίσιδος» (ισιασταί), του μικρασιάτη Μην (μηναϊσταί) και των Ιοβάκχων, δηλ. των οπαδών του Διόνυσου-Βάκχου.
Ταυτόχρονα, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αντιδρώντας στην επιχειρούμενη από την φιλοσοφία αλληγορική ερμηνεία της μυθολογίας, και της συνακόλουθης έμμεσης ή άμεσης αναίρεσής της, προχώρησαν στον εμπλουτισμό αυτής.  Σε αντιδιαστολή με τους φιλοσοφικούς, σκόπιμα πλασμένους μύθους[xl], κατασκευάζονται αστρικοί μύθοι και μεταμορφώσεις, ενώ σε τοπικό επίπεδο οι παραδόσεις αποκτούν μυθολογική διάσταση.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι εξελίξεις σε πνευματικό επίπεδο σε συνάρτηση με τις πολιτικές μεταβολές, απόρροιες της επαφής ελληνισμού και ανατολής. Επ’ αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις.
Έχοντας περιγράψει τα γεγονότα, ας συνοψίσουμε τις τάσεις, τις οποίες αυτά ακολούθησαν.
- Στην φιλοσοφία τον δυισμό ακολουθεί ο μονισμός. Με την εμφάνιση του εκλεκτισμού έχουμε ένα πρώτο στάδιο άμβλυνσης των διαφορών μεταξύ των σχολών, ενώ μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού θα παρατηρηθεί η τάση της συνεργασίας των σχολών με σκοπό την παρουσίαση ενός ενοποιημένου και κοινού μετώπου.
- Στην θρησκεία, τον πολυθεϊσμό ακολουθεί μεν η αποδοχή πολλών νέων θεοτήτων, αλλά ταυτόχρονα η λατρεία απευθύνεται σε μία θεότητα κατά ομάδες και σταδιακά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αποδοχή και την λατρεία ενός μόνο Θεού.
- Στην επιστήμη, η διεύρυνση του γνωστικού πεδίου και η εμβάθυνση της γνώσης, συνεπάγεται την αποκόλληση από την φιλοσοφία, την ταξινόμηση της γνώσης σε κλάδους και την εξειδίκευση.
- Στην μυθολογία, την άγονη (για την ίδια) περίοδο της λογοτεχνικής αξιοποίησης των υπαρχόντων μύθων, ακολουθεί συμπλήρωση αυτών με νέα στοιχεία παρμένα από της τοπικές παραδόσεις, καθώς και εμπλουτισμός με νέους.
Σε ποιο από τα στάδια αυτά της πολυεπίπεδης εξέλιξης του πνευματικού πλούτου της ελληνιστικής περιόδου θα μπορούσε να τοποθετηθεί η γέννηση του γνωστικισμού; Σε κανένα! Το γιατί γίνεται φανερό αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του.
- Πρόκειται για μια σύνθεση στοιχείων επιστήμης, φιλοσοφίας, θρησκείας, την στιγμή που η τάση κατευθύνει προς την ανεξαρτητοποίηση αυτών απ’ αλλήλων. Αυτό είναι κάτι πρωτόφαντο για την εποχή του. Η μόνη άλλη περίπτωση, στην οποία έχουμε τέτοιου είδους ανακάτεμα, είναι τα έργα της H. P. Blavatsky. Έτσι το τρίτομο έργο της Μυστικό Δόγμα φέρει ως υπότιτλο Σύνθεση Επιστήμης, Θρησκείας, Φιλοσοφίας.
- Σε θεολογικό επίπεδο ο γνωστικισμός εισάγει ένα νέο πάνθεο-πανδαιμόνιο (το Πλήρωμα), την στιγμή που η τάση οδηγεί από τον πολυθεϊσμό στην μονοθεϊκή λατρεία και από κει στον μονοθεϊσμό.
- Η φιλολογική παραγωγή του γνωστικισμού κατασκευάζει μια καινούργια μυθολογία, στην οποία οι πρωταγωνιστές φέρουν ονόματα παρμένα από όλες τις αρχαίες μυθολογίες, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι χαρακτήρες είναι καινούργιοι, οι ιδιότητές τους είναι καινούργιες, τα γεγονότα της ζωής τους, όσα περιγράφονται στα γνωστικά κείμενα, συναντούνται μόνο σ’ αυτά.
Συνεπώς, όχι μόνο δεν μπορεί να τοποθετηθεί η γέννησή του στην προχριστιανική περίοδο, ως εκφράζουσα της συγκρητιστικές τάσεις των ελληνιστικών και πρώτων ρωμαϊκών χρόνων, αλλά ακόμη και την στιγμή του ιστορικού εντοπισμού του, η παρουσία του είναι ένας ετεροχρονισμός, μια παραφωνία, και δεν ταιριάζει στο κλίμα της εποχής. Διότι, μπορεί να φαίνεται ότι εισάγει καινούργια στοιχεία, αλλά αυτά προέρχονται από την εποχή του πρωτογονισμού, από το στάδιο του σαμανισμού.
Ο γνωστικισμός είναι η λατρεία του αρχηγού της σέκτας, η λατρεία του μάγου-ιερέα (σαμάνου)
- που λαμβάνει την γνώση από τις αποκαλύψεις των πνευμάτων του δάσους, των ποταμών, της γης,
- που γνωρίζει να διαβάζει τα οστά, να συνομιλεί με τα πουλιά, ν’ ακούει τον άνεμο και να προφητεύει,
- που γνωρίζει να διαβάζει τις πορείες των άστρων και να μαντεύει
- που γνωρίζει να προετοιμάζει βότανα και να παρασκευάζει φίλτρα
- που γνωρίζει τις μαγικές επωδούς, τους εξορκισμούς, τις τελετές θεραπείας
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την μαρτυρία του Πλωτίνου:
«Μάλιστα δέ αὐτοί καί ἄλλως ποιοῦσιν οὐκ ἀκήρατα τά ἐκεῖ. Ὅταν γάρ ἐπαοιδάς γράφωσιν ὡς προς ἐκείνα λέγοντες, οὐ μόνον προς ψυχήν, ἀλλά καί τά ἐπάνω, τί ποιούσιν ἤ γοητείας καί θέλξεις και πείσεις λέγουσι καί λόγῳ ὑπακούειν καί ἄγεσθαι, εἴ τις ἥμῶν τεχνικώτερος εἰπεῖν ταδί καί υτωσί μέλη καί ἤχους και προσπνεύσεις και σιγμούς τῆς φωνῆς καί τά ἄλλα, ὅσα ἐκεῖ μαγεύειν γέγραπται[xli]».
«Καθαίρεσθαι δε νόσων λέγοντες αὐτούς, λέγοντες μέν ἄν σωφροσύνῃ καί κοσμία διαίτῃ, ἔλεγον ἄν ὀρθώς, καθάπερ οἱ φιλόσοφοι λέγουσι˙ νῦν δέ υποστησάμενοι τάς νόσους δαιμόνια εἶναι καί ταῦτα εξαιρεῖν λόγῳ φάσκοντες δύνασθαι καί ἐπαγγελόμενοι σεμνότεροι μέν ἄν εἶναι δόξαιεν παρά τοῖς πολλοῖς, οἵ τάς παρά τοῖς μάγοις δυνάμεις θαυμάζουσι,…»[xlii]
Η σύνθεση θρησκείας, επιστήμης, φιλοσοφίας ανάγει σε μια πρωτόγονη εποχή, όπου τα πάντα ήταν μαγεία, σε μια εποχή πριν από την έναρξη της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος. Συνεπώς, η γέννηση του γνωστικισμού δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ορθά σε κάποιο προχωρημένο στάδιο του ανθρώπινου πνεύματος. Ο εντοπισμός του παραθρησκευτικού αυτού φαινομένου στην τοπική περιοχή και την χρονική στιγμή, κατά την οποία παρατηρείται είναι μια ιστορική ανακολουθία. Την ίδια στιγμή, η εμφάνιση του Χριστιανισμού, ως εκπλήρωση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, γίνεται την καταλληλότερη εποχή, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να περάσει σε νέα εποχή πνευματικότητας, στους χρόνους της Καινής Διαθήκης, την περίοδο της Χάριτος.
Από χριστιανικής άποψης, η ανακόλουθη ιστορικά εμφάνιση του γνωστικισμού, δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από την ολομέτωπη επίθεση κάθε είδους δαιμονικής διδασκαλίας, στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας. Η ενσάρκωση του Υιού και λόγου του Θεού, η ζωή Του, η σταύρωση και η ανάστασή Του, στέρησαν από τους δαίμονες την διά του φόβου και του θανάτου εξουσία του διαβόλου και των δαιμόνων[xliii].
«ἐπεί οὖν τά παιδία κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος, καί αὐτός παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήση τον το κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον, καί απαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2.14-15)
«είς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τα ἔργα τοῦ διαβόλου». (Α’ Ιωάν. 3.8)
Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος καθίσταται ελεύθερος.
«Καί ἀπαλλάξῃ, φησί, τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. Τίνος ἔνεκεν φρίττετε, φησί, τί δεδοίκατε τον καταργηθέντα; Οὐκέτι φοβερός ἐστιν, ἀλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, εὐτελής ἐστι και οὐδενός ἄξιος. Τί δέ ἐστιν, “ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντόςτοῦ ζῆν ἐνοχοι ἦσαν δουλείας”; Τί τοῦτο, φησίν; ὅτι ὁ τόν θάνατον δεδοικώς, δοῦλός ἐστι, καί πάντα ὑφίσταται ὑπέρ τοῦ μή ἀποθανεῖν˙ ἤ εκεῖνο, ὅτι πάντες δούλοι ἦσαν τοῦ θανάτου, φησί, καί τῷ μηδέπω αὐτόν λελῦσθαι ἐκρατοῦντο˙ ἤ, εἰ μή τοῦτο, ὅτι φόβῳ διηνεκεῖ συνέζων οἱ ἄνθρωποι. Ἀεί γάρ ἀποτεθνήξεσθαι προσδοκῶντες καί τον θάνατον δεδοικότες, οὐδεμίας ἡδονῆς αἴσθησιν λαβεῖν ἠδύναντο, τοῦ φόβου τούτου παρόντος αὐτοῖς˙ τοῦτο γαρ ἠνίξατο εἰπών, “διά παντός τοῦ ζῆν[xliv]”».
Αυτή η απρόσμενη πτώση της εξουσίας του άρχοντος του αιώνος τούτου και των ακολούθων του, προκάλεσε την αντίδραση αυτή.
«Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[xlv]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…[xlvi]»
Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος έγραψε γι’ αυτούς: «Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙[xlvii]»

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η εύλαλη σιωπή : Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Η εύλαλη σιωπή : Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου





Η εύλαλη σιωπή : Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Σε μία εποχή πλούσια σε λόγο, πληροφόρηση, ενημέρωση, συζήτηση, διάλογο, επικοινωνία να μιλά κανείς περί σιωπής ακούγεται μάλλο αρκετά παράξενα. Σε καιρούς εκτροπής του λόγου σε ψεύδος, ύβρη , κολακεία, ειρωνεία, απάτη κι εμπαιγμό αξίζει νομίζουμε ν΄αναφερθεί κανείς και στην εγμωσμένη, επιλεγμένη, διακριτική, κερδοφόρα σιωπή. Η σιωπή είναι μία μορφή συμπεριφοράς.

Το να σιωπά κανείς δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι αδιάφορος, αδρανής, νωχελής κι απρόσεκτος. Η εσκεμμένη σιωπή, η προσεγμένη ολιγορία και η απόρριψη της φλυαρίας και του κουτσομπολιού αποτελεί προτίμηση της σιγής κι αποφυγή της κουραστικής πολυλογίας, από την οποία συνήθως προέρχονται διάφορα προβλήματα, όπως φιλονικίες, ψυχρότητες και θόρυβοι. Οι σιωπηλοί άνθρωποι μιλούν με τη σοβαρή σιωπή τους. Δεν μιλούν, όχι γιατί δεν γνωρίζουν να μιλήσουν, όχι από ακαταδεκτικότιτα και κρυφή οίηση ότι δεν συμμετέχουν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις, αλλά από την ταπεινή αίσθηση ότι δεν έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Έτσι απλά σιωπούν. Όταν μάλιστα μιλούν, καταθέτουν λόγο μεστό περιεχομένου.

Οι σιωπηλοί άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι, αρεστοί, και προτιμητέοι. Η κοινωνία σήμερα αναζητά τολμηρούς συζητητές. Μερικοί μάλιστα θεωρούν τους σιωπώντες νοσηρούς, μειονεκτικούς, δειλούς, φοβισμένους και προβληματικούς. Θα μπορούσε βέβαια ορισμένοι να είναι έτσι, όπως και αρκετοί φλύαροι. Οι γνήσια πάντως σιωπηλοί άνθρωποι «ζουν το άρωμα μιας άλλης ζωής, που δεν μπορούν να εννοήσουν οι άλλοι που αγάπησαν τις έκδηλες μορφές συμπεριφοράς. Η σιωπή γεμίζει την ψυχή τους χαρά και τους ανοίγει ορίζοντες μιας έντονης πνευματικής δράσης, την οποία δύσκολα μπορεί να κατανοήσει και να αξιολογήσει το ανθρώπινο περιβάλλον τους» (Γεώργιος Κρασανάκης).

Από τα παραπάνω διαφαίνεται μια σιωπή με δύο μορφές. Η μία ως αδυναμία και η άλλη ως αρετή. Ας τις δούμε και τις δύο παρακαλώ προσεκτικά.

Είπαμε πως μπορούμε νάχουμε σιωπή από φόβο ή δειλία, που προέρχεται από νοσηρές ψυχικές καταστάσεις. Μια νοσηρή σιωπή είναι σκοτεινή, άχαρη, δόλια, κουραστική και φθοροποιός. Ταλαιπωρεί τον ίδιο τον άνθρωπο, που δεν είναι ισορροπημένος , ξεκάθαρος, τίμιος, ειλικρινής, εκφραστικός και ντόμπρος. Μερικές φορές μπορεί να προσποιείται κανείς τον σιωπηλό και ταπεινό, ενώ μέσα του επικρατεί μεγάλη σύγχυση, ταραχή, θόρυβος, στενοχώρια και οίηση. Η προσποίηση αυτή είναι φοβερή κι αξιοκατάκριτη υποκρισία. Ένας φαινομενικά σιωπηλός απατά. Διατηρεί σιωπή από κακή διάθεση για τον πλησίον. Ή υπάρχει από έλλειψη θάρρους ή βαθύ εσωτερικό κενό. Ο ταπεινά σιωπηλός δεν είναι ακοινώνητος, φυγόκοσμος κι αφιλάδελφος. Ούτε κλείνεται στο καβούκι του ναρκισσευόμενος, μονολογώντας με τον σοφό εαυτό του κι απαξιώνοντας τον αδελφό του.

Υπάρχει λοιπόν κακή και καλή σιωπή, όπως καλός και κακός λόγος. Η εσωτερική ποιότητα του ανθρώπου χρωματίζει κι αρωματίζει και τη σιωπή και τον λόγο του. Το ευαγγέλιο δεν μας θέλει πάντοτε σιωπώντες. Μας καλεί συχνά σε κήρυγμα, ιεραποστολή, ομολογία, νουθεσία και συμβουλή. Ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο : «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμί μετά σου». Άφοβα, του λέγει να κηρύττεις το ευαγγέλιο και να μη σιωπάς, γιατί είμαι μαζί σου. Τον λόγο του ενδυναμώνει η συνεχής παρουσία του Κυρίου.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει πως ο Λόγος του Θεού προήλθε από τη σιγή. Μετά από μακρά σιγή στην έρημο μίλησε ο Χριστός. Τα μεγάλα μυστήρια τελεσιουργούνται στην ησυχία και τα καλύπτει η ιερή σιγή. Το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Υιού και του Λόγου του Θεού κατανοείται καλύτερα σιωπηλά. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει : «ράον σιωπή» . Είναι προτιμότερη εδώ η σιωπή. Ας επικρατήσει σιγή. Η σιωπή τώρα είναι πιο εύκολη και ακίνδυνη. Γιατί «ού φέρει το μυστήριον έρευναν». Η σιωπή δηλώνει την ταπείνωση του νου, την όραση της καρδιάς, την ευχαριστία της ψυχής, που μένει άφωνη κι ακούει τις δοξολογίες των αγγέλων και των θεοΰφαντων ύμνων της ιεράς υμνολογίας μας.

Η ομολογία της πίστεως δεν είναι ένας στείρος τυπικός λόγος, αλλά προέρχεται από τη σιωπή της καθαρής καρδιάς. Έτσι η σιωπή γεννά τον καθαρό, ωραίο και μεστό λόγο. Ο νους συγκινείται στα υψηλά και δεν κινεί τη γλώσσα να εκφέρει λέξεις, όπου συγκρατημένη ακινητεί να εκφράσει νοήματα δύσκολα μυστηρίων Θεού.

«Ο δε Ιησούς εσιώπα». Δεν είναι μόνο ενώπιον του αρχιερέως Πιλάτου στο Πραιτώριο που σιωπά ο Χριστός. «Και ουδέν απεκρίνατο» προσθέτει ο ευαγγελιστής Μάρκος. Δεν δίνει καμιά απάντηση. Θεωρεί ότι δεν βγαίνει τίποτε με τα λόγια. Ότι θα μιλούσε και δεν θα τον άκουγαν. Ότι θα έπεφταν οι λόγοι του στο κενό. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντες, αλλά έβλεπε την ηθελημένη κώφευση των ανθρώπων, είχαν αυτιά και δεν τα χρησιμοποιούσαν. Ο Χριστός δεν χάιδευε ακοές. Δεν έλεγε αυτά που ήθελαν ν΄ακούσουν. Έτσι με νόημα σιωπά. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς». Δεν απαντούσε τίποτε στις πολλές ερωτήσεις. Σαν να έλεγε από τότε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έβλεπε ότι δεν έβγαινε τίποτε με τη συζήτηση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τονίζει την άφοβη σιωπή του Ιησού παρά τις απειλές της εξουσίας. Στο πρόσωπο του Χριστού επιβεβαιώνεται ο αρχαίος προφητικός λόγος. Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας λέγει : «Δεν άνοιξε το στόμα του καθόλου κι έμεινε άφωνος μπροστά στους διώκτες του».

Όταν στην πρόκληση απαντά κανείς με τη σιωπή χαμηλώνει την οργή, σβήνει τον θυμό και σιγάζει δύσκολες καταστάσεις. Σημασία όμως έχει και το ήθος και το ύφος και ο τρόπος αυτής της σιωπής. Αν είναι εγωιστικός φαίνεται. Αν είναι περιφρονητικός δεν μπορεί να κρυφτεί. Αν κανείς όμως ταπεινά σιωπά, για να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα, υποχωρεί, ανέχεται, αποσύρεται, ελαχιστοποιεί τα τρομερά δικαιώματά του, χάρη της ειρήνης, της ενότητος και της αγάπης, τότε κερδίζει ενώ φαίνεται ότι χάνει. 'Οποιος είναι έξυπνος κάνει τον χαζό, λένε στο Άγιον Όρος. Η σεμνή στάση του σιωπώντος μπορεί να φιλοτιμήσει τον άλλο, να τον κάνει να ξανασκεφθεί τα πράγματα καλύτερα. Αν έχει κανείς τη δύναμη, που κύρια προέρχεται από τη ταπείνωση, να μη δώσει συνέχεια στην προκλητική προσβολή, την ειρωνεία και τον χλευασμό, και σιωπά, δεν σημαίνει ότι είναι δειλός κι ανόητος, αλλά έχει έναν ηρωισμό μεγαλύτερο από την τόλμη της αυθάδειας, του θράσους και της συνέχειας του καυγά και της γκρίνιας των πολλών αντιδράσεων. Ο άνθρωπος προκαλούμενος αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, να μιλήσει, να δικαιολογηθεί και να δημιουργήσει αμυντική ασφάλεια. Μεγαλύτερη δύναμη χρειάζεται κανείς να σιωπήσει παρά να μιλήσει. Η σιωπή όμως θέλει σοφή γνώση, αυτοκυριαρχία και κυρίως ταπείνωση.

Η σιωπή όπως ήδη είπαμε δεν είναι για όλους, για παντού και για πάντοτε. Οι άγιοι πατέρες καλλιέργησαν επισταμένα την εύλογη σιωπή και είχαν ένθεο λόγο. Είναι πολύ σπουδαίο και σημαντικό πράγμα οι άνθρωποι να γνωρίζουν καλά πότε να μιλήσουν, τι να πουν, σε ποιόν θα το πουν, γιατί θα το πουν, πόσο θα πουν και πότε θα πρέπει να σιωπήσουν, ν΄αποσυρθούν, να κρυφτούν. Όπως ωραία ειπώθηκε «ο προφορικός λόγος περιορίζει τον ενδιάθετο λόγο που περιέχεται στη σιωπή. Ποτέ δεν μπορεί να τον περιλάβει και να τον εκφράσει απόλυτα. Γι ' αυτό η σιωπή είναι συχνά σε θέση να εκφράσει περισσότερα από όσα ο λόγος» (Γεώργιος Μαντζαρίδης). Αυτό συμβαίνει στη θεολογία, στην ιερά ησυχία.

Η πολυλογία, η φλυαρία, η κενολογία, η περιττολογία, η αργολογία, η φαιδρολογία δηλώνει κενοδοξία, αδιακρισία κι εσωτερική ανησυχία. Η ησυχία γεννά την ωραία σιωπή κι αυτή εξυφαίνει τον λόγο. Δεν πρόκειται για ανενεργό στάση, για παθητική πράξη, για οκνηρό έργο, για φυγόπονη απραξία, αλλά για επιλεγμένη εργασία αυτογνωσίας, αυτοπαρατήρησης, ενδοσκαφής και εντρυφήσεως στα θεία. Λέγει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ : «Απόκτησε την εσωτερική σου γαλήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σου, χωρίς εσύ να το ξέρεις». Δεν χρειάζεται συνέχεια να μιλάμε. Ο κόσμος κουράστηκε από τα πολλά, τα παχειά, τ' αδιαφανή, τα υποκριτικά, τα ξύλινα λόγια. Οι άλλοι δεν βρίσκονται πάντοτε πλάι μας για να μας ακούνε, αλλά και για να τους ακούμε. Λέγει ένας σοφός «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά και ένα στόμα- περισσότερο ν΄ακούμε και λιγότερο να μιλάμε». Εμείς κυκλοφορούμε σαν να έχουμε δέκα στόματα και κανένα αυτί. Μιλά ο άλλος και δεν τον ακούμε και σκεφτόμαστε τι θα πούμε εμείς. Έτσι, όπως λέγει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχουμε παράλληλους μονολόγους. Δεν διαλεγόμαστε και δεν επικοινωνούμε.

Ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος δεν κήρυττε ποτέ. Ήταν ειρηνικός, φωτεινός, χαρούμενος πάντοτε. Τον ρωτούσαν : «Πως είσαι έτσι Γεώργιε;». «Είμαι χριστιανός» απαντούσε. Και γίνονταν κι εκείνοι χριστιανοί για να ομορφύνει η ζωή τους. Ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας έλεγε : «Μετάνιωσα που μίλησα, όχι γιατί σιώπησα». Η πολυλογία θα φέρει αμαρτία. Ο λόγος δεν είναι πάντοτε ουσιαστικός κρίκος των ανθρώπων. Η έλλειψη πνευματικότητος κάνει τον λόγο να διαχωρίζει κι όχι να ενώνει τους ανθρώπους. Δύο άνθρωποι που ταξιδεύουν μαζί δεν χρειάζεται συνέχεια να συνομιλούν. Επαναλαμβάνω : ο κόσμος σήμερα κουράστηκε πολύ από τα πολλά λόγια, κενού περιεχομένου, φθαρμένα, κακομεταχειρισμένα, παραποιημένα, δίχως ανταπόκριση βιώματος.

Ένα πρόσωπο σιωπηλό, σημαντικό, ιερό, ωραίο είναι της Παναγίας. 'Ολος ο βίος της είναι μια απέραντη σιωπή. Ελάχιστοι λόγοι της Θεοτόκου διεσώθηκαν. Πρόκειται για τη σεμνή, καθαρή, ταπεινή και σιωπηλή κόρη της Ναζαρέτ. Η Παναγία μας είναι βίωση της σιγής, η προσωποποίηση της σιωπής, η ερωτευμένη της ησυχίας. «Όσον εμβαθύνομεν εις το Μυστήριον της Παναγίας, τόσον καθαρώτερον και θεωρούμεν και ακούμεν τον λόγον της σιγής. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και ανακαλύπτομεν το θείον εις την σιγήν, την σχέσιν Της προς την δημιουργίαν, προς ότι βαθύ και μεγάλο υπάρχει εις την ζωήν μας» (Μητροπ. Χαλκηδόνος Μελίτων). Δεν ήξερε να μιλήσει η Παναγία; Δεν μπορούσε κάτι να πει; Δεν είχε λόγο; Ηθελημένα σιωπούσε από ταπείνωση. Άφηνε να μιλά ο Υιός Της. Ήταν συνεχώς στη σκιά του. Το βροντερό κήρυγμα της Θεοτόκου είναι η συνεχόμενη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της ελέγχει αυστηρά κάθε γυναικεία φλυαρία.

Καλείται να μαθητεύσει ο πιστός στον διδακτικό και σοφό λόγο της σιωπής. Η εγνωσμένη παραίτηση από τον λόγο δηλώνει εμπειρία. Σωπαίνει κανείς στη μεγάλη χαρά. Δεν βρίσκει ικανά λόγια να την εκφράσει. Σωπαίνει και στον βαθύ πόνο. Χάνει τα λόγια του. Τα κάνει καυτό δάκρυ. Τι να πει κανείς στη μητέρα που θάβει το μικρό της παιδί. Ειλικρινά θυμώνω όταν ακούω κοινότοπα λόγια, υψηλά, υπερβατικά, απάνθρωπα ενίοτε, σκληρά για την πονεμένη μάνα. Καλύτερα να μην πούμε τίποτε. Καλύτερα να προσευχηθούμε. Είπαμε δεν χρειάζεται πάντοτε να μιλάμε, να θέλουμε να παρηγορήσουμε τους άλλους μ' έναν τόσο απόμακρο τρόπο.

Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής. Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα. Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου. Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας. Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.

Κουρασθήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν' ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεως μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.

Η σιωπή φαίνεται από τα παραπάνω λεχθέντα νάχει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν' αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες; Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέγει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει : «Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα, στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει». Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς. Είναι χαρά ν' ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).

Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα : «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.

Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα. O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα. Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα. Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ, ο αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί : «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο». Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται : «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».

Η ήσυχη, ασκητική και σοφή έρημος διδάσκει, αδελφοί μου αγαπητοί, πολλά τον ανήσυχο κόσμο από αγάπη και με πόνο. Ο κόσμος κατασκευάζει καθημερινά ένα λόγο αυθάδη, εγωπαθή, άσοφο και αντίθεο. 'Εχει στοιχεία δαιμονιώδη, αφού δημιουργεί αυτονόμηση, ισχυρή αυτοπεποίθηση, εξουσιαστική κυριαρχία και φιλόδοξη αυτάρκεια, τα οποία θεωρεί ευφυή τεχνάσματα του νου, ενώ πρόκειται για παραδοξολογήματα. Θεωρεί τη γλώσσα του όπλο κατατροπώσεως των άλλων, των εχθρών και όχι αδελφών. Κι ενώ δι' αυτού του τρόπου οδηγείται σε φοβερά αδιέξοδα, δεν ταπεινώνεται και δεν μετανοεί παραδεχόμενος την ήττα του κι αποφασίζοντας μια πιο ανεκτική και επιεική στάση προς τον πλησίον του.

Είναι μεγάλη ασοφία να νομίζεις πως είσαι σοφός με το να κάνεις και να λες ότι θέλεις παντού και πάντοτε. Η υπεροψία της λογομανίας αποτελεί αταπείνωτη επιβολή επί πάντων και τελικά μωρία.

Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους. Κατά τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Τα έργα εικονίζουν την αρετή και τα λόγια θα πρέπει να είναι η σκιά της εικόνας των έργων. Οι Γέροντες παρακαλούσαν τους άλλους να εύχονται υπέρ αυτών, μην κατακριθούν λέγοντας κάτι που πριν δεν ποιούσαν. Κατά τον αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει. Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει : «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».

Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας. Ο αββάς Άμμωνας αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση. Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας Γέροντας κι όχι με τα λόγια σου. Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα. Ο άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει : « Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».

Οι ασκητές δεν έκλειναν τη θύρα του κελλιού τους αλλά του στόματος τους- και για να φάνε και για να μιλήσουν. Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε για τη σιωπηλή προσευχή του, όπως και η αιμορροούσα. Λίγα κανείς να λέει και πολλά να κατανοεί, λέγει πάλι ο άγιος Νείλος ο Ασκητής. Μ' ένα ποτήρι νερό, μ΄ένα δίλεπτο, μ' ένα «Κύριε ελέησον» μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να λέει κανείς συνεχώς πολλά. Έχει να διδάξει πολλά η αγιασμένη σιωπή των μοναχών στον φλύαρο κόσμο. Ο κόσμος δεν κατανοεί τον μοναχισμό. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτε. Δεν πειράζει. Οι μοναχοί μόνο να προσεύχονται. Αυτό φθάνει. Ο κόσμος θα σωθεί κατά το μέγα έλεος του Θεού.

Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία : «Πρέπει να δούμε την αιτία απ' όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».

Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας : «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».

Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν. Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό.

Δικαιολογημένα θ' απορήσετε και θα μου πείτε « Μα πάτερ μου, πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς μέσα στον κόσμο αυτό, είναι ποτέ δυνατόν να ησυχάσουμε και να σωπάσουμε;». Η απάντηση είναι καταφατική. Ναι μπορείτε, αν θέλετε, αν κατά βάθος το επιθυμείτε. Μπορεί κανείς να περιορίσει την κοινωνικότητα, τη δραστηριότητα, την ενημέρωση, την πληροφόρηση, τις μέριμνες, τις λεπτομέρειες, τους σχολαστικισμούς. Ν΄αυξήσει τη μελέτη, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την περισυλλογή και την αυτοεξέταση. Η ζωή των μοναχών δεν είναι ως εξωγήινων, και το ησυχαστικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας δεν είναι διόλου προς περιφρόνηση. Στη μακραίωνη παράδοση μας, Ορθοδοξία και ησυχασμός ταυτίζονται. Είναι άρνηση του εαυτού της όταν η Ορθοδοξία αστοχεί από την πλούσια ησυχαστική της παράδοση υιοθετώντας νέους τρόπους ζωής προφασιζόμενη σύγχρονες ανάγκες. Είναι λυπηρό ακόμη κι άνθρωποι της Εκκλησίας να λένε σήμερα πως ο ησυχασμός ήταν για κάποτε κι όχι για τώρα.

Η Εκκλησία αξίζει και πρέπει ν΄αξιοποιήσει περισσότερο τον λατρευτικό της πλούτο. Κυρίως η θεία Λειτουργία είναι αστείρευτη πηγή δυνάμεως, ειρήνης, χάριτος και ζωής. Στους κόλπους της Εκκλησίας υπάρχει η αληθινή ησυχία, σιγή και ανάπαυση. Όπως ωραία ειπώθηκε : «Όταν περνά η μέρα κι οι καμπάνες του ενοριακού ναού δεν καλέσανε τους πιστούς σε λατρευτική σύναξη, σημαίνει πως η Εκκλησία εκείνη τη μέρα δεν πραγμάτωσε τον προορισμό της, που δεν είναι άλλος από το ν΄αναπαύσει τα κουρασμένα και ταλαιπωρημένα από την αμαρτία παιδιά της» (πρεσβύτερος Σπυρίδων Σταυρής).

Στον ναό ανεφοδιάζεται ο πιστός πνευματικά, δίχως μερικές φορές να το εννοεί, και τρέφεται εν Αγίω Πνεύματι, ενισχυόμενος στον καθημερινό δύσκολο αγώνα του στον δρόμο, την εργασία και το σπίτι του. Πρέπει να φτιάξει ο χριστιανός ένα κελλάκι στο σπίτι του, για να ξαποστάζει, να ξελαχανιάζει, να ησυχάζει, να προσεύχεται. Είναι μεγάλη η ανάγκη να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι πρέπει να βρίσκει καθημερινά έστω λίγη ώρα ησυχίας. Την οποία αυτή ώρα προσευχόμενος ο άνθρωπος εξευγενίζεται, ενδυναμώνεται, ωραιοποιείται, η καρδιά του θερμαίνεται για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν ανησυχεί, δεν θέλει να θυμώνει , να θορυβεί, ν' αντιμάχεται, να μπλέκεται σε περιπέτειες πικρών λόγων. «Σχολάσατε και γνώται ότι εγώ ειμί ο Θεός» , λέγει η Αγία Γραφή. Η σχέση με τον Χριστό διέρχεται από μια γνώση κάποιας «σχολής» και «απραξίας», αλλά και άρσης προσωπικού σταυρού προς συμφιλίωση, υπομονή, ανεκτικότητα και καρτερία.

Η σιωπή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι μια μορφή ασκήσεως, όπως η νηστεία και η εγκράτεια. Τα τροπάρια της Μ. Σαρακοστής μιλούν συχνά και για εγκράτεια γλώσσης και για ιδιαίτερη προσοχή των εξερχόμενων από το στόμα λόγων, που υποδηλώνει αυτοσυγκέντρωση και αυτοσυγκράτηση. Η σιωπή θέλει αγώνα για να κατακτηθεί, αλλά οπωσδήποτε και τη θεία χάρη για να διατηρηθεί. Η σιωπή έχει ανάγκη τον τόπο τον κατάλληλο αλλά κυρίως τον τρόπο. Η τέλεια σιωπή είναι όχι μόνο ν' αγωνίζεσαι, να μην περιεργάζεσαι, να μην επιθυμείς τα φθαρτά. Έχει σχέση λοιπόν αυτή η σιωπή με την απάθεια. Πηγάζει από τον πλούτο της ειρήνης της καρδιάς. Ο ασκητής μένει σιωπηλός κι ακτήμων, εμπιστεύεται πλήρως τον Θεό και πλούτος του αναφαίρετος είναι η μεγάλη του αγάπη για τον Θεό. Η σιωπή από μόνη της δεν σημαίνει τίποτε. Έχει σχέση, σύνδεσμο κι ενότητα με τις άλλες αρετές.

Το Άγιον Όρος μιλά με τη σιωπή του, αυτή είναι η ωραία μυστική διδαχή του. Μιλά με την ηρεμία και πραότητα των μοναχών, με τη γαλήνη της φύσης, με τη χάρη των ιερών ακολουθιών. Οι μυστικές φωνές της προσευχής φθάνουν ως ηχηρά μηνύματα εκζητήσεως θείου ελέους στον θρόνο του Παντάνακτος. Η αέναη προσευχή αντιγράφει την αίδιο δοξολογία των αγίων αγγέλων. Οι αγρυπνίες στο Άγιον Όρος τελούνται στη σιγή της νύκτας, στην ησυχία του μεσονυκτίου. Γράφει ένας Γέροντας : «Χωρίς τελείαν ησυχίαν είναι αδύνατον να ανέλθη κανείς «εις φιλοσοφίας κορυφήν» και να ευαρεστήση τον Θεόν. Διότι η ησυχία γεννά την άσκησιν και κατά διαδοχικά στάδια τον κλαυθμόν, τον φόβον του Θεού, την ταπείνωσιν, την προόρασιν, την αγάπην΄η δε αγάπη καθιστάτην ψυχήν άνοσον και αγαθήν» (μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης).

Η σιωπή των μοναχών σημαίνει τη νοσταλγία της ψυχής τους για την ουράνια πατρίδα τους. Η σιωπή του Αγίου Όρους έχει σχέση με τη ζώσα ησυχαστική παράδοση του, με τον γνήσιο ασκητικό δρόμο, τον ιδιότυπο τρόπο ζωής, που φωτίζεται και λαμπρύνεται από το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Αντιλαμβάνεσθε πολύ καλά πόσο αυτά τα λόγια μου με ελέγχουν. Ένας μοναχός να μιλά στον κόσμο περί σιωπής και να μη κάθεται σιωπών στο κελλί του να κλαίει τις αμαρτίες του...

Συγχωρέστε μου το οξύμωρο, αντιφατικό και ανόητο της αγάπης μου κι ακούστε την ταπεινή μου φωνή. Η εκκοσμίκευση και η σύγχυση της γενεάς μας δεινοπαθεί από τη φλυαρία. Ο λόγος αποσυνδέει τους ανθρώπους. Η σιωπή πρέπει να το ομολογήσουμε είναι δυσκολοκατόρθωτη. Τι να κάνουμε; Να συνεχίσουμε να κάνουμε ότι κάνουμε κι «ότι βρέξει ας κατεβάσει»; Ασφαλώς όχι. Δοκιμάσαμε την οδό των αντεγκλήσεων, των αντιλόγων, των εκδικήσεων, των ψυχροτήτων κι οδηγηθήκαμε σε αδιέξοδα και σε απογοητεύσεις. Τι να κάνουμεν λοιπόν; Ας εμπιστευθούμε τη χάρη του Θεού. Ας παραδεχθούμε ειλικρινά την αδυναμία μας, την ήττα από τα πολλά και ωραία ίσως λόγια μας. Ξέρετε, η θεία χάρη είναι περισσότερο υπόθεση γνήσιου ταπεινού φρονήματος παρά σκληρού μακρού αγώνα, μελέτης και συζητήσεων.

Ο αποπροσανατολισμός των ημερών μας δημιουργεί συνθήκες αναταραχής. Οι άνθρωποι θεωρούν φυσική τη γκρίνια, ευφυή τον καυγά, δικαίωμα την κατατρόπωση του άλλου, ελευθερία την ασυδοσία, την ελευθεροστομία. Θεωρούν ότι με τα λόγια τους θα επηρεάσουν, θα πείσουν, θα μετατρέψουν τους άλλους. Κι αφού είδαν κι αποείδαν τις συνεχείς αποτυχίες των λόγων τους εντούτοις ακόμη επιμένουν σε αυτούς. Αφού ούτε με το μαλακό ούτε με το σκληρό, ούτε με το γλυκό ούτε με το πικρό τίποτε δεν έγινε, γιατί τόση επιμονή; Ας μετατραπούν οι συμβουλές, οι νουθεσίες, οι διδαχές σε ταπεινή δέηση, σε ομολόγηση της ανημπόριας μας στον Παντοδύναμο Θεό. Να παρέμβει, να επέμβει Εκείνος καλύτερα από μας στις δυσκολιές των παιδιών, στις ασυνεννοησίες των συζύγων, τις λαθεμένες διαπροσωπικές σχέσεις των φίλων, στις ζηλοφθονίες των συνεργατών και συναδέλφων.

Η προσευχή παρουσιάζεται ως λόγος, ως διατύπωση επιθυμιών και λεκτικό σχήμα. Κατά βάθος όμως αποτελεί βίωμα μυστικό, δύσκολο-έκφραστη αίσθηση και αλάλητο στεναγμό της καρδιάς. Οι ωραιότερες προσευχές είπαν είναι οι σιωπηλές. Ο πιστός τελικά δεν ρωτά, δεν μιλά, μόνο ακούει. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται αλλά αποκαλύπτεται. Τότε σιγά πάσα σάρκα βροτεία. Βιώνει την αγάπη του Θεού και βοά ασταμάτητα με τους υπέροχους και αλάλητους στεναγμούς της καθαρής και πυρπολημένης από αγάπη καρδιάς.

Μιλώ περί σιωπής και λέγω πολλά. Συγχωρέστε με. Μίλησα από αγάπη. Τελειώνοντας, θάλεγα ας πιάσουμε καλύτερα μεγαλύτερη κουβέντα με τον Θεό. Τότε δεν θάχουμε μοναξιά ποτέ. Μέσα στην προσευχή θα φωτισθούν τ΄απαραίτητα λόγια μας και θα περικοπούν τα περιττά κι αχρείαστα. Θα εμπνευσθούμε μόνο για τα πρέποντα. Μέχρι να φθάσουμε στη αγία και μακαρία σιωπή, στη χαρούμενη και ταπεινή φυλάκιση της γλώσσας και την απελευθέρωση της μόνο προς αίνο Θεού κι ενίσχυση και παρηγοριά και συνάντηση αδελφών αγαπητών, τέκνων Θεού, εκλεκτών φιλαδέλφων, πάλι ας σιωπούμε σεμνά, σιγαλά, ελπιδοφόρα. Ευχαριστώ θερμά για την ευγενική σιωπή σας και δεομένη Παναγία να πρεσβεύει για όλους μας.

Από το βιβλίο «Η εύλαλη σιωπή» του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου.

Δακτυλογραφήθηκε και μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο για πρώτη φορά από Νοctoc, με στόχο τον πνευματικό εμπλουτισμό όλων μας.