Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο


Περί του ότι   όλη  η καινή  διαθήκη  είναι αποτέλεσμα  της  παράδοσης  και  περί  της  τιμής  στην  υπεραγια  Θεοτόκο 
Πότε  γράφτηκαν  τα 4 ευαγγέλια και  ποιος  τα καθιέρωσε??? Διότι ευαγγέλια  γράφτηκαν  πολλά  τα οποία όμως δεν  τα αναγνωρίζει  η εκκλησία  εκτός  από αυτά τα 4α που  γνωρίζουμε  , ποιος  απέρριψε και καταδίκασε  σαν αιρετικά  τα υπόλοιπα??
Μέχρι τον 3ο  αιώνα  κυκλοφορούσαν  πολλά  ευαγγέλια  ,του  Θωμά, Νικοδήμου, Ιούδα, Βαρνάβα, κ.α.  ποιος  τα καταδίκασε αυτά  σαν ψευδεπίγραφα  και  αιρετικά  και  καθιέρωσε  τα  4α  που  δεχόμαστε  όλοι σήμερα ??

Ευαγγελιστής Λουκάς
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λουκάς, πορτρέτο απ' τον Αντρέα Μαντένια (1431).
Ο Λουκάς ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, βιβλία τα οποία περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή.
Ο Λουκάς ήταν ιατρός[1], πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Έγινε χριστιανός προερχόμενος από τους Εθνικούς. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Παύλου και τον συνόδεψε σε πολλές από τις περιοδείες του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις κήρυξε στη Νότια Ευρώπη και μαρτύρησε στην Ελλάδα.
Δεν είναι γνωστά με ακρίβεια τα γεγονότα της ζωής του Λουκά μετά το μαρτύριο του Παύλου. Είναι πιθανό ότι λόγω του διωγμού των χριστιανών, θα πρέπει να εγκατέλειψε τη Ρώμη. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο Λουκάς συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας. Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο, ο Λουκάς υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον κρέμασαν σε ένα ελαιόδενδρο στην Έφεσο[2] σε ηλικία 80 ετών, ενώ σύμφωνα με τον Ιερώνυμο πέθανε στη Θήβα της Βοιωτίας σε ηλικία 84 ετών. Ευαγγελιστής Μάρκος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάρκος, ο Ευαγγελιστής
Ευαγγελιστής, Μάρτυρας
Γέννηση               περ. 20
Παλαιστίνη
Θάνατος              68
Αλεξάνδρεια
Ευαγγελιστής Μάρκος
Ο Μάρκος (20 - 68) ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου, το οποίο περιλαμβάνεται στην Αγία Γραφή.
Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Το Ρωμαϊκό όνομα Μάρκος, του δόθηκε αργότερα [1]. Ήταν γιος της Μαρίας, μιας Χριστιανής από την Ιερουσαλήμ, στης οποίας το σπίτι συναθροίζονταν Χριστιανοί για να προσευχηθούν[2]. Ήταν ανιψιός του Βαρνάβα[3]. Ο Πέτρος, τον αποκαλεί γιο του[4], κάτι που δείχνει τη σχέση που είχαν μεταξύ τους.
Ο Μάρκος συνόδεψε τον Παύλο και τον Βαρνάβα στην αρχή του πρώτου τους ιεραποστολικού ταξιδιού[5], μέχρι την Πέργη της Παμφυλίας απ' όπου επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ[6]. Αργότερα, στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι, υπήρξε διαφωνία μεταξύ του Βαρνάβα και του Παύλου σχετικά με το αν θα έπρεπε να πάρουν μαζί τους τον Μάρκο. Ως αποτέλεσμα της διαφωνίας οι δύο απόστολοι χωρίστηκαν, με τον Βαρνάβα να πηγαίνει στην Κύπρο με τη συνοδεία του Μάρκου, και τον Παύλο μαζί με το Σίλα να ξεκινούν περιοδεία η οποία κατέληξε στη Μακεδονία[7]. Αργότερα στη Ρώμη, ο Παύλος κατά τη διάρκεια της πρώτης φυλάκισής του, βρέθηκε πάλι μαζί με το Μάρκο[8]. Αργότερα ο Παύλος ζήτησε από τον Τιμόθεο να φέρει το Μάρκο στη Ρώμη[9]. Επίσης, ο Μάρκος ήταν μαζί με τον Πέτρο στη Ρώμη όταν έγραφε την πρώτη επιστολή του[4].
Κατά την παράδοση ο Μάρκος αργότερα κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα, ιδρύοντας την εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την οποία ποίμανε από το 43 μέχρι το 68 μ.Χ.. Είχε μαρτυρικό θάνατο. Το λείψανό του φυλασσόταν στην Αλεξάνδρεια μέχρι το 828, οπότε μεταφέρθηκε από δύο εμπόρους[10] στη Βενετία και έκτοτε φυλάσσεται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Έχει εκφρασθεί η άποψη πως ο Μάρκος ο συνοδός του Πέτρου στη Ρώμη και ο Μάρκος ο συνοδός του Βαρνάβα στην Κύπρο είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, που όμως δεν έχει αποδειχθεί.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι ο Μάρκος μετέβη από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης και εκεί μαρτύρησε αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της πόλης.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 25 Απριλίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 18 Οκτωβρίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Απόστολος Ματθαίος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματθαίος ο Τελώνης
Απόστολος, Ευαγγελιστής, Άγιος
Γέννηση              
Γαλιλαία
Εορτασμός         16 Νοεμβρίου
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ένας από τους αποστόλους, μαθητής του Ιησού Χριστού. Καταγόταν από την Γαλιλαία και εργαζόταν ως τελώνης, δηλ. φοροεισπράκτορας. Κάποια ημέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας την εσωτερική του ψυχή του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε την εργασία του και από τότε ήταν δίπλα Του.
Η πορεία του Αποστόλου Ματθαίου ήταν μεγάλη αφού κήρυττε για δώδεκα χρόνια μετά την Πεντηκοστή στην Παλαιστίνη και έπειτα κήρυξε σε άλλα έθνη για την διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Ματθαίος είναι ο συγγραφέας του φερόμενου πρώτου Ευαγγελίου που φέρει και το όνομά του.
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Ματθαίου. Αν και μεταγενέστερες παραδόσεις μιλούν για μαρτυρικό θάνατο στην πυρά ή εκτέλεση με ξίφος, η πιθανότερη εκδοχή είναι αυτή του Ηρακλείωνα την οποία παραθέτει ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αναφέρει ότι ο Ματθαίος πέθανε από φυσικό θάνατο[1].
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Νοεμβρίου. Θεωρείται άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Γιατί τιμούμε την Μητέρα του Κυρίου.
Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούμε την Παναγία Παρθένο Μαρία πιό πολύ απ’ όλους τους αγίους και αγγέλους του ουρανού, διότι αυτή καταξιώθηκε να γεννήσει τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου, διά της επισκιάσεως του Αγίου Πνεύματος. Η τιμή την οποία αποδίδουμε στην Μητέρα του Κυρίου είναι εξαιρετική, τιμιωτέρα ή ευλαβεστέρα, επειδή αυτή δεν είναι μια μόνο «φίλη Του», όμοια με τους άλλους αγίους, αλλά είναι υπέρ-αγία (Παναγία) απ’ όλους τους αγίους και τους αγγέλους.
Γι’ αυτό, τόσο οι άγγελοι όσο και οι άνθρωποι την προσκυνούν και την τιμούν με προσευχές, άσματα, ακολουθίες και εγκώμια. Τοιουτοτρόπως χαιρέτησε αυτήν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισμό (Λουκ. 1,28-29) και η Αγία Ελισάβετ, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού (Λουκ. 1, 40-43).
Η ίδια η Παναγία Παρθένος Μαρία προφητεύει διά του Αγίου Πνεύματος: «ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός…» ( Λουκ. 1, 48-49). Απ’ αυτά τα λόγια καταλαβαίνουμε, ότι η εξαιρετική τιμή της Μητέρας του Κυρίου είναι ηθελημένη και ορισθείσα από τον Ίδιον τον Θεό. Αυτή την εξαιρετική τιμή την οποία προσδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία στην Παρθένο Μαρία συγκροτεί τη λατρεία της Μητέρας του Κυρίου.
Στα πλαίσια της λατρείας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αναφέρουμε κατά πρώτον τις μεγάλες Θεομητορικές εορτές οι οποίες είναι: Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, Τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κατόπιν οι ακολουθίες οι οποίες γίνονται στις Εκκλησίες και τα μοναστήρια προς τιμήν της, οι χαιρετισμοί, οι παρακλητικοί κανόνες, οι αγιογραφημένες εικόνες και στολισμένες τόσο όμορφα, προ πάντων οι θαυμαστές και πολλές άλλες προσευχές διά των οποίων ζητούμε την βοήθεια της Μητέρας του Κυρίου όλες τις ημέρες της ζωής μας.
Τιμούμε την Θεομήτορα διότι αυτή είναι η μητέρα η οποία εγέννησε τον Υιόν του Θεού και η πρώτη η οποία πρεσβεύει υπέρ του κόσμου εμπρός στην Παναγία Τριάδα. Αυτή μας βοηθά πιό πολύ στην κατάκτηση της σωτηρίας διά των αγίων της προσευχών.
Όμως, κατά την μακραίωνα ιστορία εμφανίσθηκαν και μερικοί βλάσφημοι τόσον εναντίον του Σωτήρος και του Ευαγγελίου Του, όσον και εναντίον της Μητέρας του Κυρίου, τους οποίους ονομάζουμε αιρετικούς η οπαδούς άλλων ομολογιών (νεοπροτεστάντες).
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος στις επιστολές του δείχνει ότι στις έσχατες ημέρες θα εμφανισθούν άνθρωποι οι οποίοι δεν θα ανέχονται τη διδασκαλία της ορθής πίστεως, αλλά θα θέσουν διδασκάλους κατά τα έργα των, παρεκκλίνοντας προς τα παραμύθια. Δηλαδή, έχοντας την όψη της αληθινής πίστεως, θα αρνούνται την δύναμή της, συνεχώς διδάσκοντες και μη μπορώντας να φθάσουν στην αλήθεια της πίστεως, «Όν τρόπον δε Ιαννής Ιαμβής αντέστησαν Μωϋσεί, ούτω και ούτοι ανθίστανται τη αληθεία, άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν αδόκιμοι περί την πίστιν. Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι». (Β’ Τιμ. 3,8 και 13).
Εμείς από την αρχή της πλάσεως αυτού του έθνους, έτσι γνωριζόμαστε, ρουμάνοι και ορθόδοξοι χριστιανοί. Έτσι γεννηθήκαμε και έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε αγνό και πλήρες ό,τι κληρονομήσαμε από τους προγόνους, ως από τον Ίδιον τον Θεό. Διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θες. 2, 15)
Οι Προτεστάντες (Διαμαρτυρόμενοι) και μαζί με αυτούς οι αιρετικοί νεοπροτεστάντες – οπαδοί των άλλων σύγχρονων ομολογιών – των ημερών μας, ονομαζόμενοι και «μεταμελημένοι», μεταξύ των πολλών τους συσκοτίσεων του νου τους και των ψευδών διδασκαλιών τους, βλασφημούν πιο πολύ την Παναγία Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία. Λένε αυτοί οι βλάσφημοι της Μητέρας του Κυρίου ότι δεν πρέπει να της αποδίδουμε μεγάλη τιμή διότι ούτε ο Ίδιος ο Υιός της Ιησούς Χριστός δεν την ετίμησε. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Σωτήρος: «είπε δε τις αυτώ, ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ζητούντές σε ιδείν, ο δε αποκριθείς είπε τω λέγοντι αυτώ, τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου; και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη, ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου, όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. 12, 47-50). Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Παρθένος Μαρία του ήταν μητέρα δεν έχει καμία σημασία έμπροσθέν του, οι εξ αίματος σχέσεις Του ή η σαρκική συγγένεια δεν έχουν καμία αξία ούτε προτίμηση εμπρός στις πνευματικές Του σχέσεις με εκείνους οι οποίοι κάνουν το θέλημα του Πατρός, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Επίσης προσθέτουν ακόμη αυτοί, ότι αυτό, φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίον της απευθύνεται ο Σωτήρας και με άλλες ευκαιρίες, την ονομάζει γύναι, το οποίο σημαίνει ότι ήταν νυμφευμένη, δηλαδή όχι παρθένος, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον επαληθεύεται ο λόγος της Γραφής: « Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ιδού ο υιός σου…» (Ιωάν. 19,26). Επίσης την ονομάζει περιφρονητικά και στο γάμο της Κανά της Γαλιλλαίας: «Λέγει αυτή ο Ιησούς, τι εμοί και σοί γύναι;» (Ιωαν. 2,4). Έτσι, λοιπόν, εμείς σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε υπέρ-άνω (Υπεραγία) και δεν μπορούμε να της προσάγουμε μια λατρεία διαφορετική.
Αλλά δεν είναι έτσι όπως πιστεύουν όλοι αυτοί οι πλανεμένοι από την αλήθεια την οποία ερμηνεύουν κατά το δικό τους αρρωστημένο μυαλό και γεμάτο εγωισμό, διότι κατά την πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για άλλο και ειδικά ότι, εκτός από τη σαρκική συγγένεια, υπάρχει και μια άλλη συγγένεια με τον Χριστό, πολύ πιο μεγάλη και πιο σημαίνουσα, η ψυχική συγγένεια, η οποία συνίσταται στο να γίνεται το θέλημα του Θεού. Αυτή η συγγένεια όμως, δεν καταργεί και δεν μικραίνει τη σαρκική. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι την ψυχική συγγένεια μπορεί να την κερδίσει ο οποιοσδήποτε, εκτελώντας το θέλημα του Πατρός. Συγγένεια σημαίνει όχι μόνο μία σχέση σαρκικής συγγένειας, αλλά και μια σχέση αγάπης και ψυχικής ενότητας. Εκείνος ο οποίος κάνει το θέλημα του Θεού, εκείνος γίνεται ψυχικά συγγενής με τον Θεό. Τοιουτοτρόπως, διά των λεγομένων πιο πάνω λόγων, ο Σωτήρας όχι μόνο δεν παραμέρισε τη σαρκική Του συγγένεια με τη Μητέρα Του, ούτε εμίκραινε την τιμή η οποία ήρμοζε σε μια μητέρα από τον υιό της, αλλά μόνο προσπάθησε να τονίσει ότι η άλλη συγγένεια με Αυτόν, η ψυχική, αν και είναι μεγάλης αξίας, μπορεί ωστόσο να την επιτύχει ο οποιοσδήποτε πιστός.
Συνεπώς, ήταν ένας λόγος προτρεπτικός και ενθαρρυντικός προς την μεριά του πλήθους, και όχι ένας περιφρονητικός προς τη Μητέρα Του. Ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, όσο βρισκόταν με τη Μητέρα Του στη γη, συνεχώς την άκουγε και την αγαπούσε και ήταν υποταγμένος προς αυτή (Λουκ. 2,51), και όταν του ζητούσε κάτι δεν έδειχνε ανυπάκουος προς αυτή. Έτσι, στο Γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, στη ζήτηση της Μητέρας Του, Εκείνος έκανε το πρώτο θαύμα, μετατρέποντας το νερό σε κρασί (Ιωάν. 2,3-10). Κατόπιν είχε μεγάλη φροντίδα για την Μητέρα Του και ακόμη όταν ήταν κρεμάμενος στο σταυρό, της συμπεριφερόταν με φροντίδα και δίδοντας να την φροντίζει ο πιό αγαπημένος μεταξύ των μαθητών Του - ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής – κατά τις γραφές: «Ιησούς ούν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ίδε ο υιός σου. Είτα λέγει τω μαθητή, ιδού η μήτηρ σου, και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. 19, 26-27). Βλέπεις ότι ο Σωτήρ εδώ, τον καιρό των πιο μεγάλων δοκιμασιών Του επί του σταυρού, δεν αμέλησε να δείξει φροντίδα προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, η οποία τον γέννησε και τον ανέθρεψε; Και πώς θα ήταν δυνατόν να περιφρονήσει την Μητέρα Του, όταν ο Ίδιος ο Θεός έδωσε εντολή να τιμούμε τους γονείς, καθώς είναι γραμμένο: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου …» (Δευτ. 5, 16).
Κατά δεύτερο δεν υπάρχει λόγος περιφρονήσεως, αλλά, τουναντίον, φαίνεται πως την εφρόντησε εμπιστεύοντάς την στην φροντίδα του Αποστόλου Ιωάννη – ξέροντας ότι Εκείνος δεν θα βρίσκεται πλέον στη γη για να την φροντίζει στο υπόλοιπο της ζωής της, καθώς δείξαμε και πιο πάνω. Αυτό το γεγονός δεν είναι μία ανεντιμότητα, αλλά αληθινά, μια μεγάλη τιμή και σεβασμός προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, για την οποία ούτε στα βάσανα επί του σταυρού δεν ξεχνά να την φροντίζει, επακόλουθο της πιο μεγάλης αγάπης, την οποία είχε προς το πρόσωπό της, ως μητέρα. Εάν όμως την ονομάζει «γύναι», σε καμιά περίπτωση με την έννοια της παντρεμένης γυναίκας η με τον σκοπό της περιφρονήσεως, αλλά μόνο με την έννοια του γένους, του φύλου. Διότι κατά τον ίδιο τρόπο απευθύνθηκαν και οι δύο άγγελοι στον τάφο στη Μαρία την Μαγδαλινή: «Γύναι, τι κλαίεις;» (Ιωάν. 20, 12-13). Ενώ οι δύο άνδρες οι οποίοι παρέστησαν στην Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, είπαν προς τους Αποστόλους: Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν;» (Πράξ. 1,11). Ούτε οι άγγελοι, ούτε οι δύο άνδρες δεν απηύθυναν τα λόγια «γύναι» η «άνδρες» περιφρονητικά, αλλά τουναντίον κατά τρόπο θωπευτικό.
Ακόμη μας ερωτούν εκείνοι, που υπάρχει στην Αγία Γραφή ότι η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, ήταν Παρθένος και Αειπάρθενος, έτσι όπως την ονομάζουμε εμείς. Ότι γέννησε όντως παρθένος, η Αγία Γραφή μας το δείχνει κατ’ αυτό τον τρόπο: Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ απεστάλη στη Ναζαρέτ και της ανήγγειλε ότι θα γεννήσει τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), εισερχόμενος σ’ αυτήν την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. 1,28). Φαίνεται πως ο Αρχάγγελος προσκύνησε (τίμησε) την Παρθένον Μαρία, ονομάζοντάς την «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» και ότι βρήκε μεγάλη χάρη από τον Θεό, πως δύναμη υψίστου την είχε επισκιάσει, και ότι συνέλαβε και γέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού. Αν και ήταν Παρθένος, μη γνωρίζοντας άνδρα, ο άγγελος Κυρίου δεν της είπε «ευλογημένη είσαι συ μεταξύ των παρθένων», αλλά «ευλογημένη συ εν γυναιξίν», με αυτό δεν δείχνει την περιφρόνηση προς την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι «κεχαριτωμένη», αλλά αποκαλύπτει ένα παλαιό μυστήριο: «την συντριβή της κεφαλής του φιδιού διά της γυναικός» (Γεν. 3,15), και ότι αυτή θα είναι η μυστική και πνευματική Εύα η οποία θα γεννήσει τον νέον Αδάμ, Χριστό, ο Οποίος θα φέρει τη ζωή στον κόσμο.
Οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο Χριστός ονομάστηκε το σπέρμα της γυναικός (Γεν. 3,15), καθότι Αυτός δεν γεννήθηκε εκ σπέρματος ανδρός, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και από τα αμόλυντα αίματα της Υπεραγίας Παρθένου και έλαβε Σώμα.
Κατά την ημέρα της μεγάλης κρίσεως (Δευτέρας Παρουσίας), αυτή η Βασίλισσα και Παρθένος Μαρία, θα κάθεται εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της, με μεγάλη και απερίγραπτη δόξα, καθώς μας φανερώνει ο ψαλμωδός, λέγοντας: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,10 – 12,18)
Επειδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την ονόμασε και αυτή γυναίκα, όταν είπε: «ευλογημένη σύ εν γυναιξίν», κατόπιν αυτού, σημαίνει, ότι η Παρθένος Μαρία ήταν γυναίκα νυμφευμένη;
Γιατί άραγε είπε αυτή στον χαιρετισμό του αγγέλου ότι «άνδρα ου γινώσκω» (δηλαδή είμαι παρθένος); Ή όταν ο Θεός έπλασε την Εύα από την πλευρά του Αδάμ (Γεν. 2,21 – 22) και την έφερε προς αυτόν, ενώ εκείνος την ονόμασε «γυνή», μήπως και τότε η Εύα ήταν γυναίκα νυμφευμένη, διότι ο Αδάμ την ονόμασε γυναίκα; Άραγε δεν ήταν τότε η Εύα παρθένος πλασμένη εκ της πλευράς του αγνού Αδάμ, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει γυναίκα;
Συνεπώς, αν η Εύα ήταν πλασμένη από τον Θεό παρθένος, και ενώ ο ίδιος ο Θεός και ο Αδάμ, αυτή την παρθένο, την ονομάζουν «γυνή», κατόπιν την ονομάζει αυτή γυναίκα με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας – πώς λανθασμένα καταλαβαίνουν όλοι οι νεοπροτεστάντες και οι αιρετικοί; Διότι καθώς η Εύα ήταν παρθένος, τότε όταν την είπε γυνή, έτσι, και η μυστική και πνευματική Εύα, η Άχραντος Παρθένος Μαρία, η οποία γέννησε τον Νέο Αδάμ, Χριστό, Παρθένος είναι στους αιώνας των αιώνων αν και η Αγία Γραφή την ονομάζει γυνή, δεικνύοντας με αυτό μόνο το φύλο η το γυναικείο γένος.
Τότε ο Αδάμ, διά της ενέργειας του Θεού γέννησε από το παρθένο του σώμα, γυναίκα, χωρίς γυναίκα (δηλ. χωρίς να γνωριστεί με γυναίκα), ενώ στο πλήρωμα του χρόνου, η γυναικεία φύση, διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, γέννησε άνδρα χωρίς τον άνδρα, στην παρθενία γεννώντας η Παρθένος και μένοντας παρθένος καθώς και στην αρχή γέννησε ο Αδάμ μέσα στην παρθενία. Έτσι ευαρεστήθηκε ο Θεός, όπως διά της Παρθένου Μαρίας να δανείσει τη φύση του παλαιού Αδάμ διά του Νέου Αδάμ, γεννήθηκε εκ Παρθένου, και ο οποίος ήλθε στον κόσμο και ντύθηκε τη φύση μας από το απερίγραπτό Του έλεος και την αγαθωσύνη, για να λυτρώσει τον παλαιό Αδάμ με όλο το γένος του από την καταδίκη και το θάνατο. «Διότι καθώς διά του Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι διά του Χριστού, όλοι ανασταίνονται» (Ρωμ. 6,5 – Ιωάν. 3,16 5,24 εξής).
Λοιπόν αναλογίσου, άνθρωπε πλανεμένε – συ και οι όμοιοί σου _ ότι η Αγία Γραφή δεν ονομάζει την Μητέρα του Κυρίου «γυνή» με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας όπως το καταλαβαίνετε εσείς αλλά διά της λέξεως «γυνή», η Αγία Γραφή δείχνει μόνο το θηλυκό γένος της Αγίας Παρθένου Μαρίας και ταυτόχρονα δείχνει κατά τρόπο σκιερό και μυστικό ότι είναι η γυναίκα της οποίας ο απόγονος (Χριστός) θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού και διά του Οποίου θα έλθει η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
Στα προαναφερθέντα πρέπει να προσθέσουμε:
- όντως Μητέρα του Σωτήρος, η Παρθένος Μαρία δέχθηκε την πιο μεγάλη τιμή την οποία μπορεί να έχει ένα πλάσμα.
- Συλλαμβάνοντας εκ Πνεύματος Αγίου τον Σωτήρα, καθαρίστηκε ολοκληρωτικά από την αμαρτία, όσο κανείς άλλος άνθρωπος, όσο και άγιος να ήταν,
- Επειδή είχε προλεχθεί από τον Θεό η εξαιρετική τιμή της – όπως καμιάς άλλης τιμής κάποιου ανθρώπου – η Αγία Παρθένος Μαρία πρέπει να λογαριάζεται η πρώτη μεταξύ των αγίων, έτσι όπως και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ των προφητών (Μαλαχ. 3. Ησαΐα 40,3).
Για όλα αυτά, της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας της αξίζει μια τιμή μεγαλύτερη από τους άλλους αγίους (εξαιρετική τιμή) επειδή είναι η βασίλισσα και η κορώνα όλων των αγίων. Ενώ πως και μετά την γέννηση έμεινε παρθένος διάβασε και βλέπε τα προφητευμένα γι’ αυτήν από τον προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3).
Προσθέτουν ακόμη αυτοί οι πλανεμένοι ότι δεν πρέπει να της δίδουμε πάρα πολύ τιμή της Παρθένου Μαρίας και ούτε να την ονομάζουμε Αειπάρθενο, διότι είχε περισσότερα παιδιά, τα οποία ονομάζονται από την Αγία Γραφή «αδελφοί και αδελφαί» του Ιησού ενώ ο Ιησούς ονομάζεται «πρωτότοκος» (Ματθ. 1,25), απ’ όπου συνεπάγεται ότι κατόπιν είχε και άλλα παιδιά.
Αληθινά, η Αγία Γραφή μας μιλά για μερικούς αδελφούς του Κυρίου και επίσης για τις αδελφές Του, όταν αποδίδει τα λόγια των Ιουδαίων, εκπλησσόμενοι από το θαυμαστό πρόσωπο του Κυρίου: «Ουχ ούτος εστιν ο του τέκτονος υιός; Ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; Και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισί;» (Ματθ. 13,55-56. Μαρκ.6,3). Αλλά στο χωρίο αυτό διά της φράσεως «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πάραυτα ότι πρέπει να υποθέσουμε και την ύπαρξη άλλων γεννηθέντων μεταγενέστερα (δεύτερος, τρίτος…). Αυτός είναι ένας τρόπος ομιλίας στην Παλαιά Διαθήκη, «πρωτότοκος» ονομάζεται εκείνος ο οποίος διανοίγει πρώτος την μήτραν, ανεξάρτητα αν θα έχει και άλλους αδελφούς η όχι (Έξοδ. 13,2) και όπου πολλές φορές το απόλυτο αριθμητικό (1, 2, 3…) αντικαθίσταται η χρησιμοποιείται ανακατεμένο με τον τακτικό (πρώτος, δεύτερος).
Αυτός ο Εβραϊσμός εισήλθε και στη χρήση του λόγου της Καινής Διαθήκης. Επί του παρόντος «πρωτότοκος» σημαίνει «ο μονογενής», με την έννοια «ο μοναδικός γεννηθείς». Άλλη ερμηνεία απορρίπτεται διότι εάν αληθινά ο Ιησούς είχε και άλλους κατά σάρκα αδελφούς (παιδιά της Μαρίας), δεν θα άφηνε την Μητέρα Του στη φροντίδα κάποιου Αποστόλου, αλλά στη φροντίδα κάποιου υιού της.
Στο δεύτερο χωρίο γίνεται λόγος στα αλήθεια για τους «αδελφούς» και τις «αδελφές» του Κυρίου. Οι αδελφοί αναφέρονται ακόμη με το όνομα και είναι τέσσεροι, ενώ οι αδελφές, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο. Αυτοί όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να ήταν φυσικοί αδελφοί του Ιησού Χριστού και υιοί της Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, διότι:
- Κατά μια παλαιά και ομόφωνη παράδοση, η Μαρία, η Μητέρα του Ιησού, έμεινε μετά την γέννηση παρθένος, έτσι καθώς ήταν προεικονισμένη στο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3),
- Η μητέρα αυτών των έτσι λεγομένων αδελφών του Κυρίου είναι ένα άλλο πρόσωπο από την Παρθένον Μαρία, διότι ονομάζεται στη Αγία Γραφή «Μαρία» ή «η άλλη Μαρία» ή «η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά», όντως αναφερομένη ακόμη στο πλευρό της Μητέρας του Κυρίου και κοντά της (Ματθ. 27, 55-56. 28,1. Μαρκ. 15,40-47 Ιωαν. 19,25),
- Οι «αδελφοί» του Κυρίου ούτε εκείνοι οι ίδιοι δεν ονομάζονται αδελφοί αλλά «δούλοι» (Ιακ. 1,1) και «δούλοι - υπηρέτες» (Ιουδ.1,1) του Κυρίου, οι συγγραφείς των δύο καθολικών επιστολών. Ή εκεί εκείνοι ονομάζονται «δούλοι» (Ιακ. 1,1. Ιουδ. 1,1) του Κυρίου, και όχι αδελφοί.
- Εάν ήταν φυσικοί αδελφοί Του, ο Χριστός θα τους είχε κάνει αποστόλους. Αν και μερικοί υποθέτουν ότι αυτοί οι δύο από τους «αδελφούς του Κυρίου», ονόματι Ιάκωβος και Ιούδας, είναι ταυτόσημοι με τους αποστόλους οι οποίοι φέρνουν αυτό το όνομα (ο Ιάκωβος όντως ταυτίζεται με τον μικρότερο «αδελφό του Κυρίου» - σ’ όλους τους καταλόγους των Αποστόλων – ενώ ο Ιούδας, «ο αδελφός του Κυρίου», ίσως είναι ο Ιούδας ο Θαδδαίος). Ωστόσο, αυτό είναι μιά απλή υπόθεση, μια αρκετά θεμελιωμένη, προπάντων ότι οι ίδιοι δεν αυτοαποκαλούνται απόστολοι, όπως δεν αυτοαποκαλούνται «αδελφοί του Κυρίου». Για τον Ιάκωβο – «τον αδελφόθεο» - γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και έχαιρε της πιο μεγάλης εκτιμήσεως έμπροσθεν των πιστών όσο και των αποστόλων (Πράξ. 12,17. 15,13), αφού ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου είχε φονευθεί (Πράξ. 12,2).
- Ο Χριστός θα είχε εμπιστευθεί στη φροντίδα του την Παρθένο Μαρία, και όχι του αποστόλου Ιωάννη, ο οποίος οπωσδήποτε θα ήταν πιο ξένος αυτής παρά ένας υιός η θυγατέρα της,
- Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι σ’ όλη την Ανατολή, αλλά ειδικά στην Ιουδαία, η έννοια «αδελφός» χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, του εξαδέλφου η για άλλους συγγενείς πιο κοντινούς η πιο μακρυνούς, όπως για παράδειγμα στη Γένεση (13,8), όπου ο Αβραάμ ονομάζει τον Λώτ αδελφό, αν και ήταν ανεψιός από αδελφό (Γεν.11,27), πρέπει να δεχθούμε ότι «οι αδελφοί του Κυρίου» ήταν εξαδέλφια του Ιησού. Αλλά όχι πρώτα εξαδέλφια, διότι αν και η μητέρα των ονομάζεται αδελφή της Μητέρας του Κυρίου (Ιωάν. 19,257), αυτή δεν μπορεί να ήταν αδελφή της, από τον ίδιο πατέρα, διότι έφερε το ίδιο όνομα με την Μαρία, αλλά η λέξη αδελφή, πρέπει να έχει εδώ επίσης την έννοια της κουνιάδας, διότι η Παρθένος Μαρία είναι μοναχοπαίδι. Θα μπορούσε να σημαίνει κουνιάδα από τον Ιωσήφ, ο οποίος δεν αποκλείεται να είχε κάποια αδελφή νυμφευμένη. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα αγόρια της, ονομαζόμενα οι αδελφοί του Κυρίου, θα μπορούσαν να είναι το πολύ δεύτερα ξαδέλφια του Ιησού Χριστού.
Αν και δεν έχουν τι να συμπληρώσουν (να πουν) για την παρθενία της Θεομήτορος και μετά την γέννηση, αυτοί προσθέτουν και αυτό το χωρίο της Αγίας Γραφής: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. 1,25), εννοώντας αυτοί ότι κατόπιν η Παρθένος Μαρία θα μπορούσε να έχει και άλλα παιδιά.
Αλλά να λάβουμε υπ’ όψη και να καταλάβουμε ότι στην Αγία Γραφή η φράση «έως ου», σημαίνει αιωνιότητα. Επειδή είπεν ο Κύριος: «Και ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28.20). Άραγε αυτό σημαίνει ότι θα μας εγκαταλείψει μετά το τέλος αυτού του αιώνος; Μήπως δεν λέγει ο Θείος Απόστολος Παύλος: «Και ούτω (μετά την κοινή ανάσταση) πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα»; (Α’ Θες. 4,17). Σε άλλο χωρίο της Αγ. Γραφής είναι γραμμένο: « Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμ. 109,1). Μήπως αυτό σημαίνει ότι μετά απ’ αυτό ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δεν θα καθίσει εκ δεξιών του Πατρός Του για να κυβερνήσει μαζί Του εις άπαντα τον αιώνα, καθότι ξέρουμε πολύ καλά ότι «της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος»; (Λουκ. 1,33).
Πάλι σε άλλο χωρίο της Αγίας Γραφής λέγεται ότι ο Νώε απέστειλε τον κόρακα και εξελθών ο κόρακας δεν επέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γης (Γεν. 8,7), αυτό σημαίνει ότι επέστρεψε στο πλοίο κάποτε;
Πάλι είναι γραμμένο στη Θεία Γραφή ότι η Μελχόλ, η θυγατέρα του Σαούλ, η γυναίκα του Δαυίδ, δεν έκανε παιδί «έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6,23). Μήπως αυτό σημαίνει ότι εγέννησε παιδιά αφού πέθανε, γιατί λέγει «έως της…»;
Λοιπόν, ας ανοίξουν τα μάτια της ψυχής τους όλοι αυτοί οι βλάσφημοι της αληθείας, έναντι αυτών των μαρτυριών που έχουν ληφθεί οι περισσότερες από την Αγία Γραφή και να καταλάβουν ότι η φράση «έως ου» στην Αγία Γραφή σημαίνει αιωνιότητα, καθώς και Σωτήρας αιώνια θα υπάρχει με τους αποστόλους Του, και με όλους εκείνους που εκπληρώνουν τι εντολές Του, καθώς εκείνος αιώνια θα κάθεται εκ δεξιών του Πατρός βασιλεύοντας στη Βασιλεία Του της οποίας ουκ έσται τέλος, καθώς ο κόρακας στους αιώνας δεν επέστρεψε στο πλοίο του Νώε, και καθώς η Μελχόλ στους αιώνας, η θυγατέρα του Σαούλ, δεν έκανε παιδιά μετά την ημέρα του θανάτου, κατά τον ίδιο τρόπο ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ, αιωνίως (στον αιώνα) δεν την γνώρισε αυτήν που ήταν παρθένος πριν από την γέννηση, έμεινε παρθένος κατά την γέννηση και εις αεί Παναγία και Άσπιλη Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος και Μητέρα του Φωτός, η βασίλισσα των αγγέλων και των ανθρώπων, μετά την γέννηση.
Μετά απ’ όλα αυτά, οι εχθρικώς κείμενοι προς την Θεομήτορα λέγουν ότι δεν πρέπει να απευθυνόμαστε στις προσευχές μας προς αυτή με τις παρακλήσεις: «Μη έχοντας άλλη προστασία – Δεν έχουμε άλλην βοηθόν εκτός από σε» και «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», όντως ένα μεγάλο λάθος, διότι θέτουμε τη Θεομήτορα όπως και τον Σωτήρα, μεσίτρια της σωτηρίας μας, καθότι ένας είναι ο μεσίτης μας, ο Ιησούς Χριστός.
Όσον αφορά την παράκλησή μας προς τη Θεομήτορα, κατ’ αυτόν τον τρόπο: « μη έχοντας άλλη προστασία», δι’ αυτού εμείς δεν αρνούμαστε την μοναδικότητα του Ιησού Χριστού ως μεσίτη της αντικειμενικής μας σωτηρίας, αλλά δεν παραμελούμε ούτε την ωφέλεια κάθε βοήθειας σε σχέση με την υποκειμενική μας σωτηρία. Η σημασία αυτής της παρακλήσεως είναι η ακόλουθη: « Συ μπορείς να μας δώσεις τη μεγαλύτερη βοήθεια στην υποκειμενική μας σωτηρία, κάποια άλλη βοήθεια πιο μεγάλη δεν βρίσκουμε σε κανέναν άγιο, η δεν έχουμε κάποιον άλλον, ο οποίος να μπορεί να μας βοηθήσει τόσο πολύ όσο μπορείς να μας βοηθήσεις εσύ, ως Μητέρα του Σωτήρος μας». Ενώ τα λόγια της παρακλήσεως που της απευθύνουμε: «Υπέρ Αγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», σημαίνουν : «Πρέσβευε τον Υιόν σου να μας σώσει!» η: «να μας λυτρώσει». Στην Ελληνική γλώσσα, όπου ήταν γραμμένα περίπου όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως και τα βιβλία της Ορθοδόξου λατρείας, το ρήμα «σώζω» σημαίνει και λυτρώνω (απαλλάσσω) εκ του κακού, του πειρασμού, των αμαρτημάτων, της στενοχωρίας, της οικονομικής δυσχέρειας. Άρα: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», σημαίνει: «βοήθησέ μας με τις ικεσίες σου να λυτρωθούμε εκ του κακού, της στενοχωρίας, των έργων του διαβόλου, από τα πάθη μας».
Τοιουτοτρόπως, διά «το σώσον ημάς» δεν εννοούμε «συγχώρησε τις αμαρτίες μας», αλλά, «πρέσβευε εις τον Υιόν σου για την σωτηρία μας». Είναι αδύνατον διότι διά της ευλαβείας (σ. μτφ. οφειλομένης τιμής) της Θεομήτορος να λυπήσουμε τον Υιόν της, του Οποίου κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ελαττώνουμε με τίποτα την προς Αυτόν οφειλομένη λατρεία, αλλά, τουναντίον, όλη η υπέρ – ευλάβεια («εξαιρέτως») της Θεομήτορος περνά στον Υιόν της, ο Οποίος την διάλεξε και την καθαγίασε για να γίνει Μητέρα Του.
Όσον αφοράμε τα λεχθέντα μέχρι εδώ δείξαμε με μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, την τιμή, την δόξα και τα δώρα που έδωσε ο Θεός της Παναγίας Μητέρας Του, διότι:
Ο Θεός, ακόμη μια φορά μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, προανήγγελε για την Θεομήτορα ότι αυτή θα είναι εκείνη η γυναίκα – παρθένος η οποία διά του Υιού της θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού (Γεν. 3,15). Κατόπιν προφήτευσαν γι’ αυτή ότι θα είναι εκείνη η παρθένος η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14), αυτή θα είναι η μεσίτρια της εισόδου στον κόσμο του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Ιερεμ. 31, 2-23), σ’ αυτή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήλθε τιμώντας και την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. 1,28), αυτήν ασπάσθηκε η Ελισάβετ η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ονομάζοντάς την «ευλογημένη εν γυναιξί» και «Μήτηρ του Κυρίου μου» (Λουκ. 1,40-45), Μακαρία η κοιλία και οι μαστοί της διότι εβάσταξε και εθήλαξε τον Σωτήρα του κόσμου, Χριστό (Λουκ. 11, 27-28), ο Σωτήρας ως Υιός της, την άκουγε και της ήταν υποτασσόμενος (Λουκ. 2,51), το πρώτο θαύμα το έκανε ο Σωτήρας στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, κατά παράκλησή της (Ιωάν. 2, 3-10), ο Σωτήρας φρόντισε γι’ Αυτήν ακόμη και τότε, όταν υπέφερε τους τρομακτικούς πόνους στο σταυρό, εμπιστεύοντάς την για παροχή φροντίδας στον πιο αγαπημένο Του απ’ όλους τους αποστόλους Του (Ιωάν. 19,26-27), η Ίδια διά του Αγίου Πνεύματος προφήτευσε ότι πάσαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν και θα την υμνούν για την δόξα με την οποία την αξίωσε ο Θεός για την ταπείνωσή της (Λουκ. 1,48-49), το ίδιο το όνομα της Θεομήτορος στην εβραϊκή γλώσσα ερμηνεύεται «Κυρία, Δέσποινα».
Αυτή η Κυρία και Παρθένος Βασίλισσα, θα καθίσει εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας (Ψαλμ. 44, 10), Αυτή συνέλαβε και εγέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), καθότι επισκιάστηκε διά της δυνάμεως του Υψίστου και έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), αυτή είναι τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ, μη έχοντας και άλλα παιδιά εκτός του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος του κόσμου. Η μητέρα των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» δεν είναι Θεομήτορ, αλλά η Μαρία του Κλωπά (Ματθ. 27, 55-56. Μαρκ. 15, 40-47. Ιωάν. 19,25), ενώ «οι αδελφοί» του Κυρίου είναι μόνο συγγενείς με Αυτόν, και όχι φυσικοί αδελφοί Του, διότι τα παλαιά χρόνια στους Ιουδαίους, οι στενοί συγγενείς ονομάζοντο «αδελφοί» (Γεν. 13, , Η μητέρα των αδελφών του Κυρίου, η Μαρία η του Κλωπά, ονομάζεται αδελφή με τη Μητέρα του Κυρίου, κατ’ αυτήν την έννοια της στενής συγγενείας (Ιωάν. 19,25 εξ.).
Αφού είδαμε τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής γι’ αυτές τις αλήθειες που αναφέρονται στη μητέρα του Κυρίου, εάν είχατε καθαρό νου από το σκοτάδι της αιρέσεως και των αμαρτημάτων, θα μπορούσατε να κατανοήσετε πολύ καθαρά (φωτεινά), για ποιά αιτία εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί από την Εκκλησία του Χριστού την δεδοξασμένη αποδίδουμε υπέρ – ευλάβεια (εξαιρετική τιμή) στην Παναγία Παρθένον Μαρία. Παρακαλώντας την, την θέτουμε μεσίτρια στον Υιό της και Θεό μας, να μας βοηθήσει διά της μεσιτείας των πρεσβειών της, τις οποίες αναπέμπει πάντοτε προς τον Θεό για όλο το ανθρώπινο γένος και ειδικά για τους ευσεβείς χριστιανούς.
Γιατί εσείς δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου όταν η ίδια η Θεία Γραφή σας αποκαλύπτει ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την τίμησε με τον ασπασμό; (Λουκ. 1,29)…
Γιά ποια αιτία σεις δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου, η οποία, κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής και του ευαγγελιστού Αρχαγγέλου Γαβριήλ, είναι «κεχαριτωμένη»; (Λουκ. 1,28-30). Γιά ποια αιτία είσαστε τόσο σκληρόκαρδοι και τυφλοί στην κατανόηση και δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου την οποία διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος η Ελισάβετ ομολόγησε ότι είναι η Μήτηρ του Κυρίου και ευλογημένη εν γυναιξί (Λουκ. 1,40- 43);
Αν εσείς λέτε ότι πιστεύετε στα γραφόμενα της Αγίας Γραφής, γιατί λοιπόν δεν τιμάτε και σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, όταν η Γραφή σας αποκαλύπτει ότι αυτήν θα την μακαρίζουν πάσαι αι γενεαί, για την τιμή που της έκανε ο Θεός;
Για ποιά αιτία σεις φθάσατε σε τέτοιο σκοτάδι αγνωσίας, ώστε αντί να τιμάτε και να σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, σεις την βλασφημείτε και στην παραζάλη σας (τρέλα) την θεωρείτε σαν μιά κοινή γυναίκα; Το Άγιο Πνεύμα την φανέρωσε στους ψαλμούς ως την βασίλισσα των αγγέλων και όλης της κτίσεως, καθήμενη εκ δεξιών του Υιού της εν ιματισμώ διαχρύσω και πεποικιλμένη (Ψαλμ. 44,10) και σεις την ονομάζετε ότι είναι μια κοινή γυναίκα, όπως όλες οι άλλες;
Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει στην Αγία Γραφή, ότι θα μνημονεύεται εν πάση γενεά και γενεά και όλοι οι λαοί θα την ανυμνούν απαύστως εις τον αιώνα του αιώνος (Ψαλμ. 44,18), ενώ σεις δεν θέλετε να την υμνείτε και να την ευλαβείστε την Μητέρα του Κυρίου. Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει ότι «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως ( της Θεομήτορος) έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, και πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,14). Διά της έσωθεν δόξης δείχνει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, άχραντος, ενώ σεις την βλασφημείτε την Μητέρα του Κυρίου και δεν την τιμάτε.
Η Μητέρα του Κυρίου είναι εκείνη η Παρθένος η οποία γέννησε τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14) και σεις λέτε ότι είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα όπως όλες οι γυναίκες. Το Άγιο Πνεύμα διά του στόματος του προφήτου Ιεζεκιήλ προεικονίζει, την Μητέρα του Κυρίου, σαν «πύλη κεκλεισμένη» διά της οποίας κανείς δεν θα εισέλθει παρά μόνο ο Θεός του Ισραήλ, και μετά την διέλευση, κεκλεισμένη θα μείνει (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), δηλαδή παρθένος θα είναι πριν από τη γέννηση, κατά τη γέννηση και αειπάρθενος θα μείνει μετά τη γέννηση, και σεις λέτε ότι η Μητέρα του Κυρίου είχε και άλλα παιδιά εκτός από τον Υιόν του Θεού, τον Οποίον εγέννησε.
Καλύτερον είναι σε σας να κρεμάσετε από μια πέτρα γύρω από τον τράχηλο και να πέσετε στη θάλασσα (Ματθ. 18,6-7. Μάρκ. 9,42. Λουκ. 17, 1-2) από το να σκανδαλίσετε τις ψυχές των αγαθών χριστιανών με τα ψέματα και τις σατανικές και καταραμένες σας βλασφημίες. Πως θα μπορούσε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος τον Θεό Ιωσήφ (Ματθ. 1,19) να τολμήσει να αγγίξει την Παναγία Παρθένον μετά την γέννηση, προ πάντων αφού έλαβε την αποκάλυψη – διά του αγγέλου Του – «το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ. 1,20) και ότι ο συλληφθείς διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος θα είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός (Ματθ. 1,21);
Άραγε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ – στον οποίον αποκαλύφθηκε από τον Θεό ότι η Παρθένος Μαρία, η μνηστή του, συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και κατενόησε ότι δι’ αυτής ο Θεός θα εργαστεί τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, διά της συντριβής της κεφαλής του φιδιού (Γεν. 3,15) και ότι είναι η Παρθένος η προφητευθείσα διά Αγίου Πνεύματος διά του Προφήτου Ησαΐα, η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ, τον Θεό και Σωτήρα του κόσμου (Ησαΐα 7,14) – να μπορεί να συλλογίζεται ανθρωπίνως επ’ αυτής; Ακριβώς γι’ αυτό ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ αποδείχθηκε τόσο ζηλωτής και υπάκουος και υπηρέτησε με τόσο μόχθο το θείο Βρέφος , από τη γέννηση, στη φυγή στην Αίγυπτο και την επιστροφή (Λουκ. 2,4-5. Ματθ. 2,13-14. 20,21-23), καθώς και στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, μέχρι της ηλικίας των 30 ετών του Σωτήρος, διότι καταλάβαινε τέλεια το κάλεσμα που έχει να υπηρετήσει την Παναγία Παρθένον, διά της οποίας ο Θεός ήλθε στον κόσμο με το Σώμα, να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος.
Λοιπόν, βουβά να μείνουν τα στόματα όλων των αιρετικών και των νεοπροτεσταντών οι οποίοι βλασφημούν κατά της Βασίλισσας των αγγέλων και Μητέρας του Θεού και του δικαίου και Θεοφοβούμενου Ιωσήφ όσον αφορά τους κακούς και τρελλούς συλλογισμούς ότι θα μπορούσε να είχε και άλλα παιδιά η Παναγία και Άχραντος Παρθένος Μαρία, η Θεοτόκος, η «Κεχαριτωμένη».
Αρνούμενοι όλες τις άλογες βλασφημίες των αιρετικών, εμείς τα παιδιά της Εκκλησίας του Χριστού να έχουμε την Μητέρα του Θεού παντοτινή ικέτρια και μεσίτρια για τη σωτηρία έμπροσθεν του Θεού. Το όνομά της να τιμούμε αδιαλείπτως ως Μητέρα του Υιού του Θεού. Οι παρθένες να την υμνούν ως μία Αειπάρθενο μητέρα. Οι ιερείς και οι μοναχοί, ως την μητέρα του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, ενώ εμείς οι ευλαβείς χριστιανοί, με μια φωνή με τους αγγέλους και τους αγίους, να ψέλνουμε καθημερινά τον Ακάθιστο και τον Παρακλητικό κανόνα της Μητέρας του Θεού, επαναλαμβάνοντας όλοι τον ιερόν ύμνο (υπακοή): «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε!».
Αταλάντη 13-10-1991
Εισαγωγή – μετάφραση
Γεώργιος Δημ. Αποστόλου
Θεολόγος
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΑΓΙΟΙ Γιατί τιμούμε τους Αγίους; † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος

ΟΙ ΑΓΙΟΙ Γιατί τιμούμε τους Αγίους; † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος


ΟΙ ΑΓΙΟΙ Γιατί τιμούμε τους Αγίους; † π. Αντώνιος ΑλεβιζόπουλοςΔρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας


ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ


ΟΙ ΑΓΙΟΙ


Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!


Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.

Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).

Η δόξα των αγίων και των αγγέλων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δόξα του Χριστού, γιατί είναι μέλη του σώματος Αυτού (Έφεσ. α' 23. δ' 16. ε' 23. Κολ. α' 18.24). Ονομάζονται αγαπητοί του Θεού (Β' Παραλ./Χρον. κ' 7. Ησ. μα' 8), φίλοι του Θεού (Ψαλμ. ρλη' 17, κατά τους Ο'. Ιω. ιε' 14. Ιακ. β' 23), αδελφοί του Χριστού (Ματθ. ιβ' 50). Είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού (Α' Κορ. γ' 16-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16), τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26-27), κληρονόμοι και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. η' 17). Το μνημόσυνο των άγιων είναι αιώνιο (Ψαλμ. ρια/ριβ' 1-9. Παροιμ. Γ 7. Εβρ. ια' 4-38).

Ο ίδιος ο Θεός, μέσω του αγίου Σώματος του Χριστού, έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο και του μεταδίδει την αγιότητα. Πρόκειται για την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, όχι για την αγιότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνία του με τον Χριστό (Ιω. ιδ' 23. Α' Κορ. γ' 5-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16. Εφεσ. β' 22). Έτσι ο Χριστός θριαμβεύει μέσω των αγίων (Ίω. κα' 19. Β' Κορ. β' 14).

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, που εκπροσωπούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχουν «επί τας κεφαλάς των στεφάνους χρυσούς» (Αποκ. δ' 4). Το αναρίθμητο πλήθος των αγίων, που «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου» (Αποκ. ζ' 14), ευρίσκονται «ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου» ως νικητές (Αποκ. ζ' 9-10), σ' αυτούς δόθηκαν «θρόνοι», για να βασιλεύσουν «επί χίλια έτη», μέχρι τη δευτέρα παρουσία, οπότε το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, θα παραδοθεί από την ίδια την κεφαλή της στον Τριαδικό Θεό, για να είναι πλέον «ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Αποκ. κ' 4. Α' Κορ. ιε' 23-28).

Ο Χριστός είναι ο μόνος «Παράκλητος», ο μοναδικός «μεσίτης» και «σωτήρας» (Α' Ιω. β' 1. Ιω. ιδ' 6. 13-14. Α' Τιμ. β' 5. Πράξ. δ' 12), μόνο με το αίμα του Χριστού πραγματοποιείται η συμφιλίωση (Α' Πέτρ. α' 18-19), ο «άλλος Παράκλητος», το Πνεύμα το Άγιο, με τα άγια μυστήρια ενεργοποιεί προς χάρη μας τις δωρεές του Χριστού: με το βάπτισμα μας εντάσσει στο Σώμα του Χριστού (Γαλ. γ' 27. Πρβλ. α' Κορ. ιβ' 3), με τη θεία κοινωνία μας τρέφει με τον «άρτο της ζωής» (Ίω. στ' 48-53). Με αυτή την απόλυτη έννοια δεν υπάρχει άλλος σωτήρας, ούτε δεύτερος μεσίτης.

Και όμως στην αγία Γραφή γίνεται λόγος για μεσιτεία ανθρώπων και αγγέλων, μέσω προσευχής και παράκλησης (Γεν. m' 23-33. κ' 3-18. λβ' 9-14. Ίώβ μβ' 8-10. Παροιμ. ιε' 8. Ζαχ. α' 12-13. Ίερεμ. ζ' 16). Άνθρωποι ονομάζονται «πρεσβευτές» (Β' Κορ. ε' 18-20. Έφεσ. στ' 20) και «σωτήρες», με την έννοια όμως πως οδηγούν στο μόνο Σωτήρα, τον Χριστό (Α' Κορ. θ' 22). Ο Θεός βεβαιώνει τον προφήτη πως αν βρεθεί ακόμη και ένας άγιος άνθρωπος, για χάρη του θα σώσει ολόκληρη την πόλη (Ιερεμ. ε' 1. Ίεζ. κβ' 30).

Αλλά μήπως η «μεσιτεία» με σχετική έννοια αναφέρεται μόνο σε ζώντες; ΟΧΙ ο Θεός λέγει στον προφήτη Ιερεμία: «Εάν σταθούν ενώπιόν μου ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ, η ψυχή μου δεν θα κλίνει προς αυτούς» (Ιερ. ιε' 1), πράγμα που σημαίνει πως σε άλλες περιπτώσεις ο Θεός ανταποκρινόταν στις δεήσεις των άγιων ανδρών υπέρ του λαού. Στην Αποκάλυψη βλέπουμε τη θριαμβεύουσα Εκκλησία (τους 24 πρεσβύτερους) να κρατούν «φιάλας γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισίν αι προσευχαί των αγίων», δηλαδή των επί γης ζώντων πιστών τις οποίες ενώνουν με τις δικές τους προσευχές (Αποκ. ε' 8).

Η ουράνια Εκκλησία δέχεται τις επικλήσεις μας, μάλιστα μεσιτεύει στον Κύριο να σταματήσει το μαρτύριο των αδελφών τους στη γη (Αποκ. στ' 9-11), πράγμα που εισακούεται τελικά από τον Θεό (Αποκ. ζ' 9-11. η' 3-5. ια' 16-18. ιδ' 14-20. Πρβλ. Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6. Β' Μακ. ιε' 12-16).

Όταν λοιπόν επικαλούμεθα τους αγίους, οι ελπίδες μας δεν είναι μάταιες, οι άγιοι είναι συνδεδεμένοι μαζί μας με τον σύνδεσμο της αγάπης, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ' 8). Πιστεύουμε δηλαδή πως είμαστε πράγματι «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β' 19-20).

Είναι οι άγιοι «πανταχού παρόντες» για να εισακούουν τις επικλήσεις μας; Όχι, οι άγιοι, ανεξάρτητα από τη χάρη του Θεού, δεν είναι πανταχού παρόντες, ούτε πληροφορούνται με τη δική τους δύναμη τι γίνεται μακριά από αυτούς. Όμως λουσμένοι στην άκτιστη θεία χάρη, μέσω του Αγίου Πνεύματος, σαν μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι ενωμένο με την Θεότητα, μπορούν να ξεπεράσουν τους όρους της φύσης και να μετέχουν στη ζωή των αδελφών τους επί της γης.

Αν οι άνθρωποι του Θεού που ζουν στη γη μπορούν να ξεπεράσουν με τη χάρη του Θεού τους όρους της φύσης, πρέπει να συμπεράνουμε πως αυτό μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο από τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από την αγία Γραφή.

Η «καρδιά» του Ελισσαίου ήταν μετά του Γιεζί και μπορούσε να γνωρίζει αυτό που συνέβη μακριά (Δ/Β' Βασιλ. ε' 25-27). Ο Αβραάμ «είδε» την ημέρα του Κυρίου «και εχάρη» (Ίω. η' 56). Ο απόστολος Πέτρος εγνώριζε την πονηρία του Ανανία (Πράξ. ε' 3).

Ο Θεός αποκαλύπτει τα θαυμαστά πράγματα «διά του Πνεύματος προς το συμφέρον», όλα τα ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να δεσμεύεται από φυσικούς όρους, που ο Θεός έθεσε για ορισμένο σκοπό (Α' Κορ. ιβ' 7-11, πρβλ. Β' Κορ. ιβ' 2-4). Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει για την κοινωνία αγάπης της ουράνιας Εκκλησίας, η οποία πληροφορείται τα γεγονότα της ζωής μας και χαίρει για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού (Λουκ. ιε' 7-10).

Ο Θεός θαυματοποιεί μέσω των αγίων και δικαίων (Γ/ Α' Βασιλ. ιζ' 21-22. Δ/Β' Βασιλ. δ' 33-35. Πράξ. ε' 12-16. ιβ' 11-12), όχι μόνο μέσω ζώντων πάνω στη γη, αλλά και μέσω κεκοιμημένων άγιων. Έτσι ο προφήτης Ησαΐας λαμβάνει εντολή να διαβιβάσει «προς τον Εζεκίαν τον ηγούμενον του λαού» πώς θα σώσει την πόλη από τους Ασσυρίους «διά Δαυίδ τον δούλον μου», δηλαδή χάρη του Δαυίδ, που ήδη είχε απέλθει από αυτή τη ζωή (Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6).

Το να ισχυρισθεί κανείς πως ο δεσμός της αγάπης μεταξύ αγωνιζομένης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας μειώνει το μεσιτικό υπούργημα του Παράκλητου, είναι αφέλεια, γιατί οι άγιοι δεν έχουν δύναμη από μόνοι τους να θαυματουργούν και να επεμβαίνουν στη ζωή μας, ανεξάρτητα από την χάρη του Θεού. «Το πνεύμα του Ηλία» που «ανεπαύθη επί τον Ελισσαίον» ήταν η χάρη του Αγίου Πνεύματος, όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτήν γι' αυτό και «οι υιοί των προφητών» τον προσκυνούν με εδαφιαία μετάνοια (Δ/Β' Βασιλ. β' 14-15). Το ίδιο παρατηρούμε και για την ανάσταση του ανθρώπου εκείνου που ενταφιάστηκε στον τάφο του Ελισσαίου (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 21). Δεν είναι τα τίμια οστά από μόνα τους εκείνα που θαυματουργούν, αλλά η θεϊκή χάρη που τα περιβάλλει και χαριτώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όχι μόνο το πνεύμα του.

Η τιμή και ο σεβασμός στους αγίους εκδηλώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με την προσκύνηση. Δεν πρόκειται για λατρευτική προσκύνηση, η οποία απαγορεύεται ρητά από την αγία Γραφή (Έξοδ. κ' 4-5. Δευτερ. στ' 12-14. Ματθ. δ' 10), γιατί ποτέ κανείς ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει συναίσθηση πως προσκυνεί οποιοδήποτε ον (άγγελο ή άνθρωπο) ως Θεό, μόνο τότε η προσκύνηση θα ήταν απόλυτη, δηλαδή λατρεία.

Τους αγίους προσκυνούμε χωρίς να παραγνωρίζουμε τη φύση τους, χωρίς δηλαδή να τους εκλαμβάνουμε για θεούς, γιατί παραδεχόμαστε πως η προσκύνηση δεν είναι πάντοτε εκδήλωση λατρείας. Αν αυτόν που προσκυνούμε δεν τον δεχόμαστε για Θεό, τότε με την προσκύνηση δεν του αποδίδουμε λατρεία, είναι εκδήλωση τιμής και αγάπης. Μ' αυτή την τιμητική έννοια ο Δαυίδ προσκυνεί τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κ' 41) και τον Σαούλ (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κδ' 9), ο Νάθαν προσκυνεί τον Δαυίδ (Γ/Α Βασιλ. α' 23), οι υιοί των προφητών τον Ελισσαίο (Δ/Β' Βασιλ. β' 15), ο Ναβουχοδονόσωρ τον Δανιήλ (Δαν. β' 46).

Ακόμη και στην Καινή Διαθήκη ο δεσμοφύλακας προσκυνεί τον Παύλο και τον Σίλα (Πράξ. ιστ' 29), ενώ ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται πως θα αναγκάσει τους Ιουδαίους να προσκυνήσουν τον επίσκοπο Φιλαδέλφειας (Αποκ. γ' 9. Πρβ. Α' Βασιλ./ Α' Σαμ. ε' 4).

Όσοι απορρίπτουν την τιμή και την προσκύνηση των αγίων, επικαλούνται περιπτώσεις από την αγία Γραφή (Πράξ. ιδ' 11-15 και Αποκ. ιθ' 10. κβ' 8-9).

Στο Πράξ. ιδ' 11-15 φαίνεται καθαρά, πως οι άνθρωποι εξέλαβαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα ως θεούς, γι' αυτό και οι απόστολοι δίκαια αντέδρασαν. Τέτοια προσκύνηση δεν τους άνηκε, γιατί ήταν λατρευτική.

Στη δεύτερη περίπτωση ο Ιωάννης, κατάπληκτος από εκείνα που αξιώθηκε να δει, κάτω από την επίδραση της οπτασίας του ίδιου του Κυρίου (Αποκ. α' 17-18), νόμισε πως ήταν και πάλι ο Κύριος, γι' αυτό και σπεύδει να τον προσκυνήσει. Ο άγγελος όμως τον επαναφέρει στην αλήθεια των γεγονότων: «σύνδουλος σου ειμί», δεν μου ανήκει τέτοια προσκύνηση, ανήκει μόνο στον Θεό!

Αν παραδεχθούμε πως ο Ιωάννης θέλησε να προσκυνήσει τον άγγελο τιμητικά, είχε αυτό το δικαίωμα (Αριθ. κβ'31. Ίησ. Ναυή ε' 14), και ασφαλώς στην περίπτωση αυτή η προσκύνηση δεν θα ήταν λατρευτική. Τότε η άρνηση του αγγέλου θα ήταν ένδειξη ταπεινοφροσύνης. Διαφορετικά πώς ο Ιωάννης αποτολμά να προσκυνήσει τον άγγελο για δεύτερη φορά; (Αποκ. κβ' 8-9).

Αυτή είναι η ερμηνεία της Γραφής, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας (Α' Τιμ. γ' 15). Αυτό μαρτυρείται ήδη σε πρωτοχριστιανικά κείμενα. Οι πρώτοι χριστιανοί ομολογούσαν:

«Δεν θα δυνηθώμεν ούτε τον Χριστόν να εγκαταλείψωμεν ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζομένων εις ολόκληρον τον κόσμον, τον άμωμον υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλον να λατρεύσωμεν. Διότι τούτον μεν προσκυνούμεν ως Υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρας αγαπώμεν ως μαθητάς του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως εις τον βασιλέα και διδάσκαλόν των». Αυτό αναφέρεται στο μαρτύριο του άγιου Πολυκάρπου 156). Εκεί σημειώνεται ακόμη πως οι χριστιανοί συνέλλεξαν τα οστά του μάρτυρα, «τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσόν» και τα ενεταφίασαν σε κατάλληλο τόπο, ώστε να συναθροίζονται εκεί και να εορτάζουν «την γενέθλιον ημέραν του μαρτυρίου του» (Μαρτ. Πολυκ. 17-18. Βλ. και στο 3β 3Θ).

Ο Ωριγένης († 253/4) αναφέρει πως «αι ψυχαί των πεπελεκισμένων ένεκεν της μαρτυρίας του Ιησού, μη μάτην τω εν ουρανοίς θυσιαστηρίω παρεδρεύουσαι, διακονούσι τοις ευχομένοις άφεσιν αμαρτημάτων» (Ωριγ. Εις μαρτ. προτρ. 30. Πρβλ. Αποκ. κ' 4).

Ο άγιος Βασίλειος (330-379) αναφέρεται στις πανηγύρεις που γίνονταν στις μνήμες των αγίων (Έπιστ. 227, προς τους επισκ. του Πόντου. Όροι κατά πλάτος 8,40) και στην επίκληση των αγίων (Ομιλ. 4, εις άγ. Μάμαντα 1): «Αυτός που θλίβεται καταφεύγει εις τους σαράντα, αυτός που ευφραίνεται προς αυτούς σπεύδει. Ο ένας μεν διά να εύρη λύσιν εις τας δυσκολίας, ο άλλος δε διά να διαφύλαξη εις τον εαυτόν του τα πιο καλά αγαθά... τα αιτήματά σας ας γίνουν μαζί με τους μάρτυρας» (Μ. Βασ, Ομιλ. 5, εις τους αγ. τεσσαράκοντα 8). Η τιμή των αγίων τεσσαράκοντα, μας πληροφορεί ο Μ. Βασίλειος, είχε διαδοθεί σε πολλές περιοχές και οι άγιοι αυτοί «κοσμούν πολλάς πατρίδας» (Εις τους αγ. τεσσαρακ. 8).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344-407) κάνει λόγο για «λιτανείες και παρακλήσεις ... εις τον ναόν όπου και τα λείψανα των αποστόλων», προκειμένου να αποφευχθούν τα δεινά της πόλης (Χρυσ, Προς τους καταλείψαντας την Εκκλ.). Η δύναμη των αγίων μαρτύρων, αναφέρει ο Χρυσόστομος, «καθημερινώς ζει και ενεργεί, εκδιώκει δαιμόνια, απομακρύνει τας ασθενείας, εμψυχώνει πόλεις ολοκλήρους και συναθροίζει εδώ πλήθος» (Περί απολαύσεως της των μελλόντων 2). Υπογραμμίζει ακόμη πως η τιμή των άγιων «θα μεταβιβασθεί οπωσδήποτε προς τον Δεσπότην» (Ότε πρεσβ. προεχ. 2. Πρβλ. Ματθ. ε' 16).

Τα ίδια αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390): «Πρέπει να πανηγυρίζουμε όλους τους μάρτυρες...» (Λόγος κδ' 3-4, εις τον άγιο Κυπριανό), «τώρα οι μάρτυρες κάνουν να ανοίξει ο ουρανός...» (Λόγος μδ' 12, εις την Νέαν Κυριακ.). «Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανόν και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για εμάς» (Λόγος μγ' 80, εις Μ. Βασίλ.). «Παρακαλούμε να μας παρακολουθείς καλοδιάθετα από υψηλά και το λαό που είναι γύρω σου να τον κατευθύνεις στην τελειότητα...» (Λόγος κα' 37, Εις τον Μ. Αθαν.).

Έτσι η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την πίστη της Ορθοδοξίας: «Τον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην, τους δε (αγίους) διά τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντος τιμώντες και σέβοντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες (Συνοδικόν της Ορθοδο-ξίας της Ζ' Οικ. Συνόδου).


Αυτή είναι η ορθόδοξη διδασκαλία για τους αγίους. Δεν πιστεύουμε λοιπόν πως οι άγιοι μπορούν να σώσουν τους εαυτούς τους ή τους άλλους ανθρώπους. Όποια και αν είναι τα έργα των άγιων, δεν επαρκούν ούτε και για τη δική τους σωτηρία, γιατί δεν ξεπερνούν την εκτέλεση του καθήκοντος (Λουκ. ιζ' 10). Όμως ο Θεός λογαριάζει την προαίρεσή τους και τους αμείβει χωρίς να το αξίζουν. Συνεπώς η διδαχή αυτή της Ορθοδοξίας δεν θίγει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού.

Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Γ' ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1994

Ο πηλός και το κερί (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)

Ο πηλός και το κερί (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)

«Ο Θεός είναι ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όπως έχει γραφεί, σκορπώντας σ’ όλους γενικά τις ακτίνες της καλοσύνης του, και η ψυχή γίνεται στο φρόνημα είτε κερί όταν αγαπά τον Θεό ή πηλός όταν αγαπά την ύλη. 

Όπως λοιπόν σύμφωνα με τη φύση του ο πηλός ξεραίνεται από τον ήλιο, ενώ το κερί κατά φύση μαλακώνει, έτσι και ψυχή που αγαπά την ύλη και τον κόσμοακούοντας τις νουθεσίες του Θεού κι αντιδρώντας με το φρόνημα καθώς ο πηλός σκληραίνει κι όπως ο Φαραώ, σπρώχνει τον εαυτό της στην καταστροφή. Αλλά κάθε ψυχή που αγαπά το Θεό σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή των θεϊκών σημείων και τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο του Θεού.
Όποιος καταφώτισε το νου του με τα θεία νοήματα και συνήθισε την γλώσσα του να δοξολογεί αδιάκοπα τον Δημιουργό με θείους ύμνους και εξαγίασε τις αισθήσεις του με τις αγνές φαντασίες, αυτός στο κατ’ εικόνα θείο καλό, πρόσθεσε το καθ’ ομοίωση αγαθό της γνώμης του.
Φυλάει κανείς ακηλίδωτη την ψυχή του για το Θεό, αν εξαναγκάσει το πνεύμα του να διανοείται μόνο για το Θεό και τις αρετές του, αν καταστήσει το λόγο του εξηγητή κι ερμηνευτή των ιδίων αρετών, κι αν διδάξει την αίσθησή του να φαντάζεται με ευλάβεια τον ορατό κόσμο κι όλα όσα περιέχει πληροφορώντας την ψυχή του για το μεγαλείο των λόγων που αυτά περικλείουν.
Ο Θεός, αφού μας ελευθέρωσε από τη σκληρή δουλεία των δαιμόνων που μας εξουσιάζουν, μας χάρισε φιλάνθρωπο ζυγό της θεοσέβειας την ταπεινοφροσύνη· δαμάζει αυτή κάθε διαβολική δύναμη και σ’ όποιους την προτιμήσουν χτίζει κάθε αγαθό και το φυλάει ανάλωτο από τις ραδιουργίες.
Όποιος πιστεύει φοβάται, κι όποιος φοβάται ταπεινοφρονεί, κι όποιος ταπεινοφρονεί γίνεται πράος κρατώντας μέσα του άπρακτα τα παρά φύση κινήματα του θυμού και της επιθυμίας. Ο πράος φυλάει τις εντολές· όποιος φυλάει τις εντολές γίνεται καθαρός· όποιος γίνει καθαρός φωτίζεται εσωτερικά, κι όποιος φωτιστεί γίνεται άξιος να συγκοιμηθεί με το νυμφίο Λόγο στον κοιτώνα των Μυστηρίων».
(Από τα ‘’Θεολογικά κεφάλαια’’, σελ. 451- 453, Έργα αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, ΕΠΕ 1

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Τρίτη καί 13 σήμερα. Ἡ ἀποφράς ἡμέρα τῆς Ρωμηοσύνης, ἡμέρα πού οἱ "φίλοι" μας Φράγκοι λεηλάτησαν τήν Πόλη μας

Τρίτη καί 13 σήμερα. Ἡ ἀποφράς ἡμέρα τῆς Ρωμηοσύνης, ἡμέρα πού οἱ "φίλοι" μας Φράγκοι λεηλάτησαν τήν Πόλη μας

Ἄρθρο γιὰ τὸ 1204 ἀπό τήν ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΤΕΖΟΥ
Συγκλονιστικὸς εἶναι ὁ θρῆνος ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους, τὸ 1204, ὁ Νικήτας Χωνιάτης. Οἱ λεγόμενοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, σημειώνει μεταξὺ ἄλλων ὁ βυζαντινὸς διανοούμενος, εἰσήγαγαν ὡς τὰ ἄδυτα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἡμιόνους καὶ ὑποζύγια φορτωμένα μὲ λάφυρα· μερικὰ ἄπ΄ αὐτά, ἀδυνατώντας ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου νὰ σταθοῦν ὄρθια λόγω τῆς στιλπνότητας τοῦ ἐδάφους, κεντήθηκαν μὲ μαχαίρια γιὰ ν΄ ἀνασηκωθοῦν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ δάπεδο νὰ μολυνθεῖ μὲ τὴν κόπρο καὶ τὸ χυμένο αἷμα.
Ἔπειτα ἐνθρόνισαν στὸ πατριαρχικὸ στασίδι μία πόρνη καὶ ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν περιγελαστικά... Ἡ μελανὴ εἰκόνα τῆς βαρβαρότητας καὶ τῶν βεβηλώσεων, στὶς ὁποῖες ἐπιδόθηκαν οἱ σταυροφόροι μετὰ τὴ λατινικὴκατάκτηση τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, καὶ οἱ ἀρνητικὲς κρίσεις γιὰ τοὺς Λατίνους ποὺ διατυπώνονται στὸ ἔργο τοῦ Χωνιάτη συνέβαλαν στὴν ἐπικράτηση τῆς θεωρίας ὅτι ὁ ἱστορικός τς ἅλωσης εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἀντιδυτικῶν αἰσθημάτων τῶν βυζαντινῶν. Ἀλλὰ ἡ προσεκτικὴ ἐξέταση τῆς ἱστορίας του δείχνει ὅτι ὁ συγγραφέας της θεωρεῖ ὡς κύρια αἰτία τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τὴν ἠθικὴ παρακμὴ τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας.
Ἡ Δύση, σὲ τελευταία ἀνάλυση, δὲν ἦταν παρὰ ὁ μεγάλος τιμωρὸς τῶν διεφθαρμένων Κωνσταντινουπολιτῶν. Ἐν τούτοις, ἡ ἱστορία τοῦ Χωνιάτη μὲ τὴν ἔντονη συγκινησιακὴ φόρτιση προσδιόρισε τὸν τρόπο γραφῆς καὶ ...
προσέγγισης τοῦ θέματος ἀπὸ τὴ μετέπειτα ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία καὶ ἀποτέλεσε τὴ μήτρα μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναδύθηκαν, ἀντιγράφοντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, τὰ ἔργα τῶν μεταγενέστερων ἱστοριογράφων.
Μὲ ἐξαιρετικὰ πλούσια ἰδεολογικὴ ἀποσκευή, ὁ εὐαίσθητος ὅρος «σταυροφορία» ἐμφανίζεται δίσημος στὴν εὐρωπαϊκὴ καὶ ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία.
Γιὰ τὸν Εὐρωπαῖο ὁ σταυροφόρος, φορέας τῆς εὐσέβειας, συμμετέχει σὲ ἔργο θεῖο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ὑπεράσπιση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ στὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ. Γιὰ τὸν Ρωμιὸ ὁ σταυροφόρος, κομιστὴς τοῦ ὅπλου καὶ τῆς ὑποκρισίας, συμμετέχει σὲ πολεμικὴ ἐπιχείρηση ποὺ ἀποβλέπει στὸ κέρδος καὶ στὴ ληστεία. Ἡ ἴδια δισημία ἑπόμενο εἶναι νὰ παρατηρεῖται στὴν ἀντιμετώπιση τῆς τέταρτης σταυροφορίας. Στὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστοριογραφία προβάλλονται συνήθως ὁ στόχος τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ τὸ αἴτημα τοῦ Ἀλεξίου Ἀγγέλου στοὺς σταυροφόρους γιὰ βοήθεια στὴν ἀποκατάσταση τοῦ πατέρα του στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ ἐλαχιστοποιεῖται ἡ πράξη τῆς λεηλασίας τῆς βυζαντινῆς πρωτεύουσας. Σύμφωνα μὲ τὴ νεότερη δυτικὴ ὀπτική, ἡ σταυροφορία ἔδωσε στὰ δύο μέρη τῆς χριστιανοσύνης, τὸ ἀνατολικὸ καὶ τὸ δυτικό, τὴ δυνατότητα τῆς συνεπαφῆς καὶ τῆς ἀλληλογνωριμίας.
Ἡ μεταφορὰ καὶ ἡ διασπορὰ ἔργων βυζαντινῆς τέχνης στὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὸ πρόσχημα τῆς «ἱερᾶς κλοπῆς», ὑπῆρξε μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ὁ δυτικὸς κόσμος ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ ἐκτιμήσει τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς καλλιτεχνικῆς παράδοσης.
Ἡ τέταρτη σταυροφορία δὲν προξένησε μόνο βαθιὲς λαβωματιὲς στὴν καρδιὰ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανοσύνης. Προκάλεσε ἰδεολογικὲς ζυμώσεις ποὺ κατέληξαν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ γένεση τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ.
Μία τέτοια ἀνάγνωση τῆς τέταρτης σταυροφορίας συντελεῖται κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἐγγράφεται στὶς ἐθνοκεντρικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος ἐπιγράφει τὸ κεφάλαιο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἐξιστόρηση τῆς τέταρτης σταυροφορίας «Νεοελληνισμός», ἐνῶ ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος ἐπισημαίνει ὅτι μὲ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους «ὁ μεσαιωνικὸς ἑλληνισμὸς ἐτελείωσε τὸ κύριον αὐτοῦ στάδιον... πρωταγωνιστεῖ ὅμως ἐφεξῆς ὁ ἑλληνισμὸς ὁ νεώτερος».
Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Φράγκων καὶ Βενετῶν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο δημιουργήθηκαν πράγματι νέες συνθῆκες καὶ νέες ἀνάγκες ποὺ ὑποχρέωσαν τοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς νὰ ἀνασυνταχθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν συνείδηση ἐθνικῆς ὀντότητας. Βεβαίως, ἡ διεργασία ἐθνικῆς συνειδητοποίησης ἀνιχνεύεται ἤδη πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν τέταρτη σταυροφορικὴ ἐπιχείρηση. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὴ σταυροφορία τοῦ 1204 οἱ Ἕλληνες, ζώντας σὲ περίοδο κοινωνικῶν ἀναστατώσεων καὶ σφοδρῶν ἰδεολογικῶν συγκρούσεων καὶ ἀντιμετωπίζοντας τὴν πίεση νὰ ἀφομοιωθοῦν ἀπὸ τοὺς ξένους, παρουσίασαν ἐθνικὴ συνοχὴ καὶ ἐκδήλωσαν ροπὲς ἀντίστασης.
Μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους, νέα πολιτικὰ μορφώματα μὲ εὐδιάκριτα στοιχεῖα ἐθνικοῦ χαρακτήρα ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους στὴν ἱστορικὴ σκηνή. Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ τὸ Δεσποτάτο τοῦ Μορέως στηρίχθηκαν σὲ ντόπιες δυνάμεις μὲ ἀδιαμφισβήτητη πλέον πολιτισμικὴ καὶ φυλετικὴ συνέχεια.
Ἡ ἰδέα τῆς οἰκουμενικότητας ἐγκαταλείπεται καὶ τὸ ἐθνικὸ ὄνομα «Ἕλλην» μὲ τὰ παράγωγά του ἀναβιώνει, ξανακερδίζοντας στὴ χρήση τὸ χαμένο ἔδαφος. Ξεχωριστὸ κοινωνικὸ κλίμα παρουσιάζουν οἱ περιοχὲς ποὺ βρέθηκαν μετὰ τὴν τέταρτη σταυροφορία κάτω ἀπὸ φραγκικὴ ἢ βενετικὴ κυριαρχία. Ἐκεῖ ἡ ἱστορικὴ συγκυρία, μὲ τὶς μεγάλες ἀλλαγὲς ποὺ ἔφερε ἡ ξένη κατοχή, εὐνόησε τὴν ἀνάπτυξη μεταξὺ τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων συνεκτικῶν δεσμῶν καὶ αὐτοσυνείδησης.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θρησκεία καὶ τὴ γλώσσα ποὺ συνιστοῦσαν βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἑνότητας τοῦ λατινοκρατούμενου ἑλληνισμοῦ, συνδετικὸ κρίκο τῶν πληθυσμῶν τῆς ἑλληνολατινικῆς Ρωμανίας ἀποτελοῦσαν τὰ «συνήθεια» τοῦ τόπου.
Ἡ σημασία τῆς τέταρτης σταυροφορίας γιὰ τὶς τύχες τόσο τῆς Εὐρώπης ὅσο καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶναι τεράστια. Ἀντιπροσωπευτικὲς μάζες τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν ἦρθαν σὲ ἄμεση ἐπικοινωνία, ἔστω καὶ συγκρουσιακή, μὲ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἐπωφελήθηκαν τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν ἐπέκτασή τους στὰ ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς ἐπικράτειας. Ἕνας νέος κόσμος ἄρχισε νὰ παράγεται στὴ Δύση ποὺ μέσα ἀπὸ ποικίλες ἀνακατατάξεις θὰ πλάσει στοὺς κατοπινοὺς αἰῶνες τὸ πρόσωπο τῆς Εὐρώπης.
Οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιβιώσουν σὲ νέα κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ σχήματα, ἀναπτύσσουν, ἂν καὶ χωρὶς ἀκόμη ἰδεολογικὴ διαύγεια, συνείδηση τῆς ἑλληνικῆς ἑνότητας καὶ προβάλλουν στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς τους ποὺ τοὺς βοηθοῦν νὰ διαφοροποιοῦνται ἢ καὶ νὰ ἐναντιώνονται στοὺς ξένους κατακτητές. Σπέρματα τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ἰδέας βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρο τῶν ἰδεολογικῶν ἐκείνων συμπεριφορῶν ποὺ θὰ ὁδηγήσουν ἀργότερα στὴν ἀποκρυστάλλωση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης.
 κυρία Χρύσα Μαλτέζου εἶναι καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Σπουδῶν Βενετίας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004

Νέα Τουρκικὴ πρόκληση γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως

Νέα Τουρκικὴ πρόκληση γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως

Γράφει ὁ Νίκος Χειλαδάκης, 
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Τὴν προκλητικὴ ἄποψη ὅτι ἔχουν ἀρθεῖ ὅλα τὰ νομικὰ ἐμπόδια γιὰ νὰ ξαναγίνει ἡ ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, τὸ σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ ξανὰ μουσουλμανικὸ τέμενος, προβάλλει σὲ δημοσίευμά της ἡ τουρκικὴ ἐφημερίδα Turkiye, μὲ ἡμερομηνία 12/8.
Σύμφωνα μὲ τὴν τουρκικὴ ἐφημερίδα καὶ τὸν Τοῦρκο ἱστορικὸ Taha Ugurluel, μετὰ τὴν προκλητικὴ μετατροπὴ τοῦ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Νίκαιας ἀπὸ μουσεῖο σὲ τζαμὶ καὶ τὴν πρόσφατα ἐπίσης προκλητικὴ μετατροπὴ τῆς ἁγίας Σοφίας Τραπεζούντας παρὰ τὶς διαμαρτυρίες πολλῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς σὲ τζαμί, τώρα δὲν μένει παρὰ καὶ ἡ πασίγνωστη παγκοσμίως καὶ προστατευόμενη ἀπὸ τὴν ΟΥΝΕΣΚΟ  ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης νὰ ξαναγίνει μουσουλμανικὸ τέμενος. Ὅπως ἀναφέρει ἡ τουρκικὴ ἐφημερίδα μέχρι τὸ 1930 στὸν χῶρο τῆς ἁγίας Σοφίας γίνονταν μουσουλμανικὴ προσευχὴ ἐνῶ τὸ 1934 τὸ μεγαλοπρεπὲς αὐτὸ κτίσμα ἔγινε μουσεῖο καὶ ἀπὸ τότε τὸ ἐπισκέπτονται κάθε χρόνο ἑκατομμύρια τουρίστες ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Τώρα ὅμως, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Turkiye, ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀποδοθεῖ ξανὰ στοὺς μουσουλμάνους μετὰ τὴν ἐκ νέου μουσουλμανοποίηση τῶν ναῶν τῆς ἁγίας Σοφίας Νίκαιας καὶ Τραπεζούντας.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὴν μετατροπὴ τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης σὲ τζαμὶ ὑποστηρίζει ἐπίσης ἐδῶ καὶ καιρὸ μία μουσουλμανικὴ ὀργάνωση, τὸ «Ἵδρυμα Νέων Ἀνατολίας», τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ περισσότερα μέλη της προέρχονται ἀπὸ τὸ κυβερνῶν ἰσλαμικὸ κόμμα τοῦ Τούρκου πρωθυπουργοῦ, Ταΐπ Ἐρντογᾶν, Μάλιστα ἡ ὀργάνωση αὐτὴ ἔχει ἀρχίσει μία μεγάλη καμπάνια συλλογῆς ὑπογραφῶν γιὰ τὴν μετατροπὴ τῆς ἁγίας Σοφίας σὲ...
τζαμί.  Καὶ  ἐκστρατεία αὐτὴ ἔχει πάρει καὶ ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ τίτλο ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ πολλὰ τουρκικὰ ΜΜΕ, «Σπάστε τὶς ἁλυσίδες - Ἀνοῖξτε   τὴν ἁγία Σοφία σὰν τζαμί». Ὁ πρόεδρος τοῦ «Ἱδρύματος Νέων Ἀνατολίας», Salih Turhan, ἀνέφερε ὅτι ἡ ἁγία Σοφία, αὐτὸ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ  μεγαλούργημα, εἶναι τό... σύμβολο τοῦ Φατίχ, δηλαδὴ τοῦ Πορθητῆ τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὅπως ὁ Μωάμεθ ὁ δεύτερος μόλις μπῆκε στὴν Πόλη μετέτρεψε τὴν ἁγία Σοφία σὲ τζαμί, ἔτσι καὶ τώρα θὰ πρέπει ὁ ναὸς αὐτὸς νὰ ἀποδοθεῖ στὴν πραγματική του λειτουργία, δηλαδὴ σάν… μουσουλμανικὸ τέμενος. Ἡ ἐκστρατεία μας θὰ ἱκανοποιηθεῖ, ὅπως ὑποστήριξε ὁ πρόεδρος τοῦ «Ἱδρύματος Νέων Ἀνατολίας», μόνο ἂν ἀκουστεῖ ξανὰ ἡ μουσουλμανικὴ κλήση γιὰ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις μιναρέδες τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινούπολης, ἕνα γεγονὸς ποὺ θὰ ἑορταστεῖ ἀπὸ ὅλο τὸν ἰσλαμικὸ κόσμο. 
Ἡ πρωτοβουλία αὐτὴ τῆς μετατροπῆς τῆς ἁγίας Σοφίας σὲ τζαμί, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ ὑποκινητές της, δηλαδὴ τὸ «Ἵδρυμα Νέων Ἀνατολίας», ἔχει καὶ τὴν ἔμμεση ὑποστήριξη τῆς ἰσλαμικῆς κυβέρνησης τοῦ Ταΐπ Ἐρντογᾶν. Παράλληλα ὅμως καὶ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἐνδιαφέρων στοιχεῖο στὴν ὅλη ὑπόθεση, διευρύνει τὸν κύκλο συλλογῆς τῶν ὑπογραφῶν της καὶ σὲ ἄλλες ἰσλαμικὲς χῶρες. Ἡ ἐπιδίωξη εἶναι νὰ ἀνάγουν τὸ θέμα σὲ πανισλαμικὸ ζήτημα καὶ νὰ ἀποκτήσει πανισλαμικὲς διαστάσεις  διεθνοποιώντας  μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν κίνηση γιὰ τὴν μουσουλμανοποίηση τῆς ἁγίας Σοφίας.  Μάλιστα προχωροῦν ἀκόμα περισσότερο καὶ συγκρίνουν τὴν ἁγία Σοφία, σὰν ἰσλαμικὸ σύμβολο, μὲ τὸ γνωστὸ τέμενος τοῦ Mescid i Aksa, στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἱερὰ τεμένη τοῦ Ἰσλάμ.
Ἔτσι, ἐνῶ κάποιοι τουρκολάγνοι δήμαρχοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σκοπεύουν  νὰ γεμίσουν μὲ τζαμιὰ τὶς πόλεις τους, στὴν γειτονικὴ ἰσλαμικὴ Τουρκία τοῦ Ἐρντογᾶν, «φίλου» καὶ κουμπάρου μας, ὁ ὁποῖος μάλιστα σύμφωνα μὲ τὸν Σὰρλ Ἀζναβοὺρ μισεῖ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ἀρμένιους, ἡ ἰσλαμικὴ ὑστερία ἀπειλεῖ νὰ ξανασκλαβώσει τὸ μεγαλύτερο σύμβολο τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδοξίας, τὴν ἁγία Σοφία τῆς Βασιλεύουσας,  μὲ ἰσλαμικά… φέσια καὶ τουρμπάνια.