Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

# Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Τα έσχατα, σύμφωνα με τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς

εικόνα άρθρου: Τα έσχατα, σύμφωνα με τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς
Γράφει η “Ερατώ”

Τα έσχατα σε κάθε εποχή, για κάθε άνθρωπο


«Κανείς λαός δεν μπορεί να αμαρτάνει ενάντια στο νόμο του Θεού και να ζήσει εν ειρήνη. Η αμαρτία αποτελεί παράγοντα πολέμου, όσο κι αν ένας αμαρτωλός λαός αποδείχτηκε φιλειρηνικός, ο πόλεμος γι’αυτόν θα έρθει…».

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, από το βιβλίο «Πόλεμος και Βίβλος».


Η καθημερινότητά μας  τα τελευταία –πολλά- χρόνια έχει κατακλυστεί από κοσμοϊστορικά γεγονότα, επί το πλείστον δυσάρεστα. Έντονα καιρικά φαινόμενα, ‘πανδημίες’-επιδημίες, θάνατοι ξαφνικοί ή από φοβερά δυστυχήματα, πόλεμοι κοντά ή μακριά από τη γειτονιά μας, ψήφιση αντισυνταγματικών έως και ανήθικων-αντίχριστων νομοσχεδίων.

Άραγε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας προμηνύουν το τέλος; Τα έσχατα χρόνια της Αποκάλυψης;

Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, «η Αποκάλυψη είναι βιβλίο, το οποίο, νομίζω, έχει προφητική σημασία για όλες τις γενιές των χριστιανών μέχρι το τέλος του χρόνου. Γι’ αυτό κάθε γενιά εφάρμοζε το νόημα αυτού του βιβλίου στην εποχή της. Αφού σε κάθε εποχή ξεσηκωνόταν εναντίον της πίστης του Χριστού και από κάποιος δράκος. Και πάντα, ο παντοδύναμος Χριστός παρέμενε νικητής επάνω σε κάθε τέρας που εμφανιζόταν μέσα στην Αποκάλυψη».

«Έτσι γινόταν σε όλους τους αιώνες και έτσι θα είναι και στον τελευταίο αιώνα, πριν την Κρίση του Θεού. «Ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων» (Απ. 17, 14). Ο Χριστός είναι που εδώ παρουσιάζεται ως Αμνός. Εμείς κάνουμε πνευματικό πόλεμο, του οποίου η νίκη είναι εκ των προτέρων εγγυημένη από τον ίδιο τον Θεό και προφητευμένη και προβλεπόμενη και κατοχυρωμένη».

«Αυτός είναι ο τελευταίος πόλεμος; Ποιος ξέρει; Αφού Αυτός είπε: «περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος» (Ματθ. 24, 36). Εάν αυτός είναι ο τελευταίος για τον Χριστό και εναντίον του Χριστού; Ε, ας είναι! Εάν είναι ο τελευταίος, ακριβώς γι’αυτό να χαιρόμαστε και να ευφραινόμαστε!».

Άλλωστε, η πρώτη κρίση του Θεού για κάθε άνθρωπο έρχεται τη στιγμή της κοίμησής του. Ο ίδιος ο Άγιος Απόστολος των εθνών Παύλος συμβούλευε τους πιστούς που, εναγωνίως, περίμεναν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους, εφόσον δε γνωρίζουμε το χρόνο κατά τον οποίο Αυτή θα γίνει.

Ως συνειδητοί, λοιπόν, ορθόδοξοι χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε πάντοτε προετοιμασμένοι, εν μετανοία και εξομολογήσει. Προετοιμασμένοι, με μνήμη θανάτου και καθαροί, για την ώρα της κοίμησης και συνάντησής μας με τον Αρχηγό της Ζωής, τον αγαπημένο μας Πατέρα και την γλυκιά Μητέρα μας. Τα υπόλοιπα ας αφήσουμε στα χέρια Εκείνου. «Και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

* Από το βιβλίο «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», σελ. 286-288, «Επιστολή στην αδερφότητα του ‘Αγίου Ιωάννου’ για τα αποκαλυπτικά φαινόμενα της εποχής μας»

 

Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου π . Θεοδώρου Ζήση ΑΠΟ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

 

Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου

εικόνα άρθρου: Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου

Τά δύο ἅρματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου…

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

06/02/2022

1. Ἀνεξάντλητος ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς σοφίας

Ἀνεξάντλητος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς σοφίας, γιατί αὐξάνει ἀπό τήν ἀμείωτη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Πολλές φορές βρισκόμαστε οἱ κληρικοί στή δύσκολη θέση κατά τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου μέσα στούς ναούς νά ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια πράγματα κάθε χρόνο, κατά τίς σταθερά ἐπαναλαμβανόμενες ἑορτές καί τίς σταθερά ἀναγινωσκόμενες εὐαγγελικές καί ἀποστολικές περικοπές.

Αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς ἀποθαρρύνει, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐξασθενεῖ καί λησμονεῖ τό πλεῖστον τῶν λεγομένων, καί γι᾽ αὐτό εἶνα ἀπαραίτητη ἡ ὑπόμνηση, τό ξαναζωντάνεμα ὅσων ἔχουν ἀτονήσει, ἔχουμε ἐπιπλέον οἱ Ὀρθόδοξοι τόν ἀνεκτίμητο καί μοναδικό πλοῦτο τῶν πατερικῶν ἑρμηνευτικῶν συγγραμμάτων ὡς πηγή ἀνεφοδιασμοῦ, ὅταν οἱ δικές μας πενιχρές δυνάμεις φαίνεται ὅτι ἔχουν ἐξαντληθῆ καί δέν ἐπαρκοῦν γιά νέες ἑρμηνευτικές ἤ ποιμαντικές προσεγγίσεις.

Ὅπως οἱ μεταλλωρύχοι χαίρουν καί πανηγυρίζουν, ὅταν ἀνακαλύψουν πλούσια κοιτάσματα εὐγενῶν καί πολυτίμων μετάλλων, ἔτσι πρέπει νά χαίρουμε οἱ πιστοί, ὅταν ἐντοπίζουμε πνευματικούς θησαυρούς στό ἀκένωτο καί ἀνεξάντλητο χρυσωρυχεῖο τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων.

Ἐχάρη πολύ καί ὁ γράφων, ἀλλά καί τό ἐκκλησίασμα τοῦ μικροῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στήν Θεσσαλονίκη κατά τά κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ὅταν τούς παρουσίασα μία ὡραία εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γιά νά τονίσει τήν δύναμη καί τήν σωτηριώδη ἀποτελεσμαστικότητα τῆς ταπείνωσης, ὡς καί τήν καταστροφική πνευματική δύναμη τῆς ὑπερηφάνειας.

Εἶναι βέβαια γνωστό ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἰδιαίτερα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ πρός τόν ὁποῖο πνευματική ταύτιση καί συγγένεια εἶναι ἐντυπωσιακή. Αὐτό ἔχει πολλάκις καί πολλαχοῦ τονισθῆ καί στίς πηγές καί στή βιβλιογραφία1. Ἐξ ἴσου σημαντικές καί ἐμπνευσμένες εἶναι καί οἱ ἑρμηνεῖες πού ἔχει κάνει σέ ὅλα σχεδόν τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ εἰδικά ἑρμηνευτικά Ὑπομνήματα, ἀλλά καί μέ ὁμιλίες σέ δύσκολα χωρία ἤ σέ πρόσωπα καί γεγονότα. Ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια ἔχει ἑρμηνεύσει μέ ἐνενήντα (90) ὁμιλίες τό κατά Ματθαῖον Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μέ ὀγδόντα ὀκτώ (88) τό κατά Ἰωάννην. Στά ἄλλα δύο εὐαγγέλια, τό κατά Μᾶρκον καί τό κατά Λουκᾶν, δέν μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁμιλίες, προφανῶς λόγῳ τῆς κατά τό μέγιστο μέρος ταυτίσεως τοῦ περιεχομένου των μέ τό κατά Ματθαῖον Ἅγιο Εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιεῖ ὅμως καί αὐτά στίς ποικίλου περιεχομένου ὁμιλίες του.

2. Δύο ἅρματα συρόμενα ἀπό α) ἀρετή καί ὑπερηφάνεια, β) ἁμαρτία καί ταπείνωση

Στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, πού τήν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς2, ἔχει ἀρκετές ἀναφορές. Ἡ πιό ἐντυπωσιακή πάντως καί διδακτική εἶναι αὐτή στήν ὁποία χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῶν δύο ἁρμάτων μέ ἐντυπωσιακή πλοκή. Βρίσκεται στό ἔργο του. Περί ἀκαταλήπτου. Πρός τούς Ἀνομοίους, στόν πέμπτο λόγο, ὅπου ἀφοῦ στήν ἀρχή μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα καταρρίπτει τίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν Ἀνομοίων, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι γνωρίζουν ἀκόμη καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, κατακλείει τόν λόγο μέ σύσταση πρός τούς ἀκροατάς νά προσευχηθοῦν στόν Θεό νά τούς φωτίσει, ὥστε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν πλάνη. Προβάλλει δυνατά τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, ἀκόμη καί τοῦ πιό ἁπλοῦ καί πτωχοῦ ἀνθρώπου, καί στή συνέχεια ἀντιμετωπίζει τήν ἔνσταση πού προβάλλουν πολλοί ὅτι «ἐγώ δέν ἔχω παρρησία γιά νά προσευχηθῶ καί νά μέ ἀκούσει ὁ Θεός, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός». Θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ εὐλάβεια εἶναι σατανική, γιατί ἀποκλείει τό πλησίασμά μας πρός τόν Θεό. Ἀκόμη καί ἄν ἔχει κανείς πολλά ἁμαρτήματα, καί μόνο αὐτή ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητος δημιουργεῖ πολλή παρρησία πρός τόν Θεό. Καί γιά νά δείξει πόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅταν ἀναγνωρίζουν τήν ἁμαρτωλότητά τους, καί πόσο ἀνίσχυρη εἶναι ἡ προσευχή τῶν ἐναρέτων, ὅταν συνδέεται μέ ὑπερηφάνεια, συμβουλεύει στόν ἀκροατή νά κατασκευάσει μέ τόν νοῦ του δύο ἅρματα· στό ἕνα νά ζέψει τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια καί στό ἄλλο τήν ἁμαρτία μέ τήν ταπείνωση. Θά δεῖ τότε τό ἅρμα τῆς ἁμαρτίας νά προηγεῖται ἀπό τό ἅρμα τῆς ἀρετῆς, ὄχι γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι πιό δυνατή ἀπό τήν ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τῆς δύναμης πού ἔχει ἡ συνεζευγμένη ταπείνωση, ἐνῶ ἀντίθετα τό ἅρμα τῆς ἀρετῆς νά μένει πίσω, ὄχι γιατί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τοῦ βάρους καί τοῦ ὄγκου τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί, ὅπως ἡ ταπείνωση, λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους της, νικᾶ τήν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας καί κατορθώνει νά ἀνεβεῖ καί νά φθάσει στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἡ ὑπερηφάνεια λόγῳ τοῦ μεγάλου βάρους καί τοῦ ὄγκου της, κατορθώνει καί νικᾶ τήν ἐλαφρότατη ἀρετή καί τήν τραβᾶ πρός τά κάτω. Εἶναι ἀνεπανάληπτος ὁ χρυσοστομικός λόγος: «Καί ἵνα μάθῃς, ὅσον ἐστίν ἀγαθόν μηδέν μέγα περί ἑαυτοῦ φαντάζεσθαι, ἅρματα δύο ποίησον τῷ λόγῳ, ζεῦξον δικαιοσύνην καί ἀπόνοιαν, καί ἁμαρτίαν μετά ταπεινοφροσύνης, καί ὄψει τό ζεῦγος τῆς ἁμαρτίας προλαμβάνον τήν δικαιοσύνην, οὐ παρά τήν οἰκείαν δύναμιν, ἀλλά παρά τήν ἰσχύν τῆς συζύγου ταπεινοφροσύνης, κἀκεῖνο πάλιν ἐλαττούμενον, οὐ παρά τήν ἀσθένειαν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά παρά τό βάρος καί τόν ὄγκον τῆς ἀπονοίας. Ὥσπερ γάρ ἡ ταπεινοφροσύνη διά τό ὑπερβάλλον αὐτῆς ὕψος τῆς ἁμαρτίας νικᾷ τήν βαρύτητα, καί φθάνει πρός τόν οὐρανόν ἀναβῆναι, οὕτω καί ἡ ἀπόνοια, διά τό πολύ βάρος αὐτῆς καί τόν ὄγκον ἰσχύει καί τῆς κουφοτάτης δικαιοσύνης περιγενέσθαι, καί καθελκύσαι κάτω ῥᾳδίως αὐτήν».

Τό ὅτι τό ζεῦγος ἁμαρτία καί ταπείνωση εἶναι ἰσχυρότερο μᾶς τό διδάσκει ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Ἔζεψε ὁ Φαρισαῖος τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια μέ τό νά πεῖ «ὅτι οὐκ εἰμί ὡς οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, πλεονέκται, οὐδέ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Εἶναι φανερή ἡ μανία του· δέν χόρτασε τήν ὑπερηφάνειά του ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἀλλά παρέλαβε καί τόν πλησίον ἱστάμενο τελώνη. Καί ἐκεῖνος δέν ἀπέκρουσε τίς ὕβρεις, δέν πόνεσε γιά τήν κατηγορία, ἀλλά δέχθηκε μέ εὐγνωμοσύνη τά λεχθέντα. Καί ἔτσι τό βέλος τοῦ Φαρισαίου ἔγινε γι᾽ αὐτόν φάρμακο καί θεραπεία, ὁ ὀνειδισμός ἐγκώμιο, καί ἡ κατηγορία στέφανος.

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μεγάλο καλό, γιατί συντελεῖ στό νά μήν πληγωνόμαστε ἀπό τίς εἰρωνεῖες, οὔτε νά γινόμαστε θηρία, ὅταν μᾶς ὑβρίζουν. Μπορεῖ κανείς καί μέ τή στάση αὐτή νά καρπωθεῖ μεγάλα ἀγαθά, ὅπως ἔγινε μέ τόν Τελώνη. Δέχθηκε τούς ὀνειδισμούς καί ξεφορτώθηκε τά ἁμαρτήματα· μέ τό νά πεῖ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, ἀντίθετα μέ τό Φαρισαῖο. Τά λόγια ἐνίκησαν τά ἔργα, τά ρήματα τίς πράξεις. Γιατί ὁ μέν Φαρισαῖος πρόβαλε τήν ἀρετή του, τήν νηστεία καί τά δέκατα τῶν προσφορῶν του· ὁ δέ Τελώνης μόνον λόγια καί ἀπηλλάγη ἀπό ὅλα τά ἁμαρτήματα: «Λόγοι περιεγένοντο ἔργων, καί ρήματα πράξεις ἐνίκησαν. Ὁ μέν γάρ δικαιοσύνην προεβάλετο καί νηστείαν καί δέκατα· οὗτος δέ ρήματα εἶπε ψιλά καί πάντα ἀπέθετο τά ἁμαρτήματα». Ὁ Θεός βέβαια δέν ἄκουσε μόνο τά λόγια, ἀλλά κατάλαβε καί τήν ἐσωτερική διάθεση πού τόν κινοῦσε, τήν συντριβή καί τήν ταπείνωση καί γι᾽ αὐτό τόν ἐλέησε καί τόν συγχώρησε. Καί γιά νά μήν παρεξηγήσει κάποιος ἀκροατής τά λεγόμενά του καί ἀθωώσει τήν ἁμαρτία, λέγει ὁ Χρυσόστομος ὅτι «ταῦτα λέγω οὐχ ἵνα ἁμαρτάνωμεν, ἀλλ᾽ ἵνα ταπεινοφρονῶμεν»3.

Φαίνεται ὅτι ἡ χρυσοστομική αὐτή διδασκαλία ἦταν γνωστή στόν ὑμνογράφο τοῦ κανόνος τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, πού εἶναι ἕνας ἀπό τούς πολλούς Γεωργίους, πού ἔγραψαν κανόνες τήν ἐποχή τῶν Στουδιτῶν. Σέ δύο τροπάρια τῆς πέμπτης ᾠδῆς χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια ἤ παρεμφερῆ εἰκόνα. Στό ἕνα λέγει ὅτι ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης (=ἀρετῆς) ἀποδείχθηκε γιά τόν Φαρισαῖο ἄδειος, γιατί συνέζευξε μέ τή δικαιοσύνη τήν οἴηση, ἐνῶ ὁ Τελώνης εἶχε συνέμπορο στήν ὑψοποιό ἀρετή τήν ταπείνωση: «Δικαιοσύνης δρόμος κενός ἤλεγκται, συζεύξας ἐν αὐτῷ ὁ Φαρισαῖος τήν οἴησιν, αὖθις δέ Τελώνης ὑψοποιῷ ἀρετῇ κτησάμενος συνέμπορον τήν ταπείνωσιν».

Τό ἑπόμενο τροπάριο ἔχει ἄλλη, παρηλλαγμένη ἀλλά συγγενῆ εἰκόνα· ὁ Φαρισαῖος πάνω στό ἅρμα τῶν ἀρετῶν νόμιζε ὅτι θά φθάσει γρήγορα στό τέρμα, ἀλλά ὁ Τελώνης πεζός προσπέρασε ἀπό τά πλάγια τό ἅρμα καί ἔφθασε δίκαια πρῶτος, γιατί συνέζευξε μέ τόν οἶκτο τήν ταπείνωση: «Ἁρματηλάτης ἐν ἀρεταῖς ᾤετο δραμεῖν Φαρισαῖος, ἀλλά πεζός παρακλιδόν ἅρμα διαθέων καλῶς προέλαβε, συζεύξας Τελώνης οἴκτῳ τήν ταπείνωσιν».

3. Μιμούμαστε τίς ἀρετές καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη. Ἀποφεύγουμε τίς κακίες τους

Τό ἅρμα τῶν ἀρετῶν συνοδευόμενο ἀπό οἴηση, καύχηση, ὑπερηφάνεια, ἐξουθένωση τῶν ἄλλων δέν εἶναι ἀσφαλές μέσο γιά τό ταξείδι μας πρός τήν αἰωνιότητα. Ἐνῶ μέσα στίς δυσκολίες τῆς πεζοπορίας μας, ἔστω καί ἄν σκοντάφτουμε καί ἁμαρτάνουμε, θά φθάσουμε στό τέρμα τῆς πορείας ἔχοντας συνοδό μας τήν ταπείνωση. Ἀπαντώντας μάλιστα ὁ ὑμνογράφος στόν φόβο τῆς παρεξηγήσεως πού ἐξέφρασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δηλαδή δέν πρέπει νά νομίσουμε ὅτι τό παράδειγμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνη μᾶς προτρέπει νά ἁμαρτάνουμε, ἀντίθετα μᾶς προτρέπει ἁπλῶς νά ταπεινοφρονοῦμε, στό πρῶτο τροπάριο τῆς ᾠδῆς πού ἀναφέραμε συνιστᾶ νά μιμηθοῦμε τοῦ Φαρισαίου τίς ἀρετές καί τοῦ Τελώνη τήν ταπείνωση, ἀποφεύγοντας καί μισοῦντες τό κακό καί τῶν δύο· τήν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου καί τά ἁμαρτήματα τοῦ Τελώνη: «Τοῦ Φαρισαίου τάς ἀρετάς σπεύσωμεν μιμεῖσθαι, καί ζηλοῦν τήν τοῦ Τελώνου ταπείνωσιν, τό ἐν ἑκατέροις μισοῦντες ἄτοπον, ἀπόνοιαν καί λύμην τῶν παραπτωμάτων». Γι᾽ αὐτό ἔχει μέν δίκαιο ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου τοῦ συναξαρίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι προτιμότερο νά ἁμαρτάνει κανείς καί νά ἐπιστρέφει, παρά νά εἶναι ἐνάρετος καί νά ἐπαίρεται, πρέπει ὅμως νά προστεθεῖ ὅτι ἄριστο εἶναι οὔτε νά ἁμαρτάνει κανείς οὔτε νά ἐπαίρεται, νά κατορθώνει τίς ἀρετές καί συγχρόνως νά εἶναι ταπεινός. Εἰς τό «κρεῖσσόν ἐστι ἁμαρτάνοντα ἐπιστρέφειν ἤ κατορθοῦντα ἐπαίρεσθαι» τοῦ συναξαρίου πρέπει νά προσταθεῖ τό «κράτιστόν ἐστι κατορθοῦντα μή ἐπαίρεσθαι, ἀλλά ταπεινοφρονεῖν». Εἶναι ὄντως πολύ τραγικό νά ἐπιτελεῖ κανείς ἔργα ἀρετῆς καί ἁγιότητος ἀξιομίμητα καί νά τά χάνει ὅλα, νά μένει μέ ἄδεια χέρια, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας, ἀφοῦ κατά τόν αὐτό ὑμνογράφο «ἐξ ἀπονοίας κενοῦται πᾶν ἀγαθόν, ἐκ δέ ταπεινώσεως καθαιρεῖται πᾶν κακόν»4.

  • 1. Βλ. Σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Πατερική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2004, ἐκδόσεις «Βρυέννιος».
  • 2. Λουκᾶ 18, 10-14.
  • 3. Περί Ἀκαταλήπτου, Πρός Ἀνομοίους, 5, 6-7, PG 48, 743-746.
  • 4. Κανών Κυριακῆς Τελώνου καί Φαρισαίου, ᾠδή α´.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο λόγιος Αγιορείτης του 20ου αιώνα (1916 – 2006)


20 Ιανουαρίου 2011


Ιωσήφ Μοναχού Διονυσιάτου

Το γέννημα της περιφήμου Ναυπάκτου, αλλά και το βλάστημα και θρέμμα της Ιεράς Μονής Διονυσίου, αλλά και το καύχημα ολοκλήρου του αγιορειτικού κόσμου.
Νέος 25 περίπου ετών, απόφοιτος ανωτάτων σπουδών, αφού προηγουμένως σύμφωνα με τους νόμους ετέλεσε την στρατιωτικήν του θητεία, υπακούοντας στην φωνήν της πατρίδος επιτάσσεται ξανά κατά τον φοβερόν εκείνον πόλεμον του 40, όπου και με ανδρείο πατριωτικό φρόνημα προχωρά στην πρώτη γραμμή. Μέχρι τότε δεν είχεν την κλήσιν προς τον Μοναχισμόν. Όμως ο Πανάγαθος, όπου τον επέλεξεν εκ κοιλίας μητρός, αφού με θαυματουργικόν τρόπον διέσωσεν την ζωήν συγχρόνως του χάρισε τόσον την κλήσιν όσον και την πρόσκλησιν ν΄ αφιερωθή στον Θεόν. Υπόσχεται λοιπόν την τελείαν αποταγήν.Με την κατάληψιν της ταλαιπώρου πατρίδος μας, από τα σιδερόφρακτα στρατεύματα του Χίτλερ, διαλύεται εξ ανάγκης ο τακτικός στρατός μας. Έτσι λοιπόν εν μέσω ακόμα του φοβερού πολέμου δρομαίος ο νέος ως διψώσα έλαφος τρέχει στο Περιβόλι της Θεοτόκου.
Δεν άργησε να πληροφορηθή, ότι τόπος της μετανοίας του είναι η ευαγής Ιερά Μονή Διονυσίου και Γέροντάς του ο λόγιος και φημισμένoς ηγούμενος Γαβριήλ.
Ο διακριτικός και σοφός εκείνος Γέροντας, δεν άργησεν να εννοήση ότι ο νέος δόκιμος Θεόδωρος, θ΄ αποτελέση σκεύος εκλογής, φως της Μονής, αλλά και ολοκλήρου του Αγίου Όρους και της Εκκλησίας εν γένει. Γι΄ αυτό και πολύ γρήγορα σε ηλικίαν 27 ετών (1943) τον έκειρε μεγαλόσχημον Μοναχόν.
Ως υποτακτικός διέπρεψε. Υπηρέτησε στο μαγειρείο, στην τράπεζα, το αρχονταρίκι, στο αντιπροσωπείο της Μονής ως κονακτζής, στο μετόχι Μονοξυλίτης κ.λπ. Όμως δεν άργησε να αποκαλυφθή και το συγγραφικό του τάλαντο.
Στην προκειμένην περίπτωσιν, βρήκε δίπλα του τον λόγιον διακριτικόν γέροντά του Γαβριήλ, ο οποίος τον υποβοήθησε να καλλιεργήση το δοθέν τάλαντο.
Κατ’ αρχήν ύστερα από μια σκληρή δοκιμασία στα κατώτερα διακονήματα, με απόφαση της Ι. Συνάξεως τον προχειρίζει προϊστάμενον, αργότερα δε και αντιπρόσωπον της Μονής παρά τη Ιερά Κοινότητι.
Δυστυχώς ο επώδυνος εκείνος πόλεμος του 40΄ αποφέροντας γενικήν παρακμήν της πατρίδος δεν άφησεν ανεπηρέαστον και το Άγιον Όρος. Αρκεί μόνον να αναφέρουμε ότι εννέα από τις είκοσι Μονές ακολουθούσαν ιδιόρρυθμο σύστημα , δείγμα σοβαρής παρακμής οργανωμένου μοναχισμού, παρόλο ότι και σ’ αυτά τα ιδιόρρυθμα διέπρεψε μεμονωμένα πλήθος μοναχών.
Πλαστά αλλά και πραγματικά σκάνδαλα κυκλοφορούσαν ανά το πανελλήνιον εις βαθμόν όπου ο ιερός ημών τόπος παρεξηγήθηκε από πολλούς και μάλιστα από την ανωτέραν τάξιν.

 

Η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, Αγίου Όρους.

Με την παρότρυνση τότε του σοφού Γέροντος Γαβριήλ προβαίνει ο Μον. Θεόκλητος στην συγγραφήν του πρώτου αξιόλογου έργου του, δηλαδή του βιβλίου «Μεταξύ ουρανού και γής». Το βιβλίον αυτό, με τόσο γλαφυρό και λογοτεχνικό ύφος, παρουσιάζει το κάλλος του αγιορειτικού μοναχισμού, σε βαθμό ώστε δεν άργησε να φθάση και στις ανώτερες πολιτικές αρχές. Αποτέλεσμα ήταν να βραβευθή από την Ακαδημίαν Αθηνών. Έτσι λοιπόν, γίνεται ο νεαρός λόγιος αιτία προβολής αλλά και θετικών σχολίων του Αγιωνύμου Όρους και κατ’ επέκτασιν του μοναχισμού.
Το βιβλίον όμως αυτό ήταν και η καλή απαρχή . Έκτοτε ο αείμνηστος λόγιος αυτός Μοναχός προέβη σε πλήθος αξιόλογων έργων, αλλά και άρθρων σ΄ όλα σχεδόν τα χριστιανικά έντυπα, αλλά και σε πολλές προφορικές διαλέξεις, κατόπιν προσκλήσεως υπό πολλών επισήμων. Κατά το έτος 1963 εωρτάσθη πανηγυρικά η χιλιετηρίς του Αγίου Όρους. Μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις, ο π. Θεόκλητος προσεκλήθη επισήμως, τόσο από το παλάτι, όσο και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την εποχήν εκείνην ετύγχανε η ταπεινότης μου να φοιτά εν Αθήναις. Δεν θα ξεχάσω τις γλαφυρές διαλέξεις του στην Ακαδημίαν Αθηνών, στο Πανεπιστήμιον, στην Αποστολικήν Διακονίαν και αλλού, οι οποίες ήσαν κατάμεστες κόσμου.
Στο Πανεπιστήμιο προσεκλήθη από τον αείμνηστον καθηγητήν Τωμαδάκην να ομιλήση για τον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Στην Αποστολικήν Διακονίαν υπό των καθηγητών της Θεολογίας Αθηνών, οι οποίοι και προς τιμήν τους εκάθοντο στα έδρανον ωσάν μαθηταί να παρακολουθήσουν ένα καλόγηρον.
Εις τα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, η αξιολογώτερη προσφορά του αειμνήστου Γέροντος ήταν στην Ιεράν Κοινότητα όπου επί σειράν ετών διηκόνησεν ως αντιπρόσωπος και πρωτεπιστάτης.
Η περίοδος 1965-1973 ήταν για το Αγιώνυμον Όρος αλλά και ολόκληρον την ορθοδοξίαν μία περίοδος φοβερής δοκιμασίας. Αυτήν την περίοδο Πατριάρχης ετύγχανε ο αείμνηστος Αθηναγόρας.
Δεν είμαι σε θέσιν να κρίνω αν εννοούσεν αυτά που έλεγεν ή αν =ταν ένας μεγάλος διπλωμάτης.
Αλλά και η διπλωματία στον χώρον της Εκκλησίας δεν έχει θέσιν και προ πάντων επί δογματικού επιπέδου. Κατ’ αρχήν προέβη κατά το 1965 εις την περιβόητον εκείνην άρσιν των αναθεμάτων του σχίσματος, πράγμα απαράδεκτον αφού πρώτα δεν ήρθησαν οι λόγοι του σχίσματος μεταξύ ορθοδόξου και δυτικής Εκκλησίας. Δεν έφτανε αυτό, κατεσκανδάλισε τους πιστούς και μάλιστα τους ευαίσθητους αγιορείτες με δηλώσεις τελείως ανορθόδοξες όπως π.χ. «ένωσις άνευ όρων και ορίων», «κάτω τα δόγματα», «τό δόγμα εναντιώνεται στην αγάπην» κ.λ.π.
Ανάστατοι οι αγιορείται προέβησαν οι πλείστοι εις την αποκοπήν του μνημοσύνου του Πατριάρχου. Αρκετοί και μάλιστα ευλαβείς μοναχοί αλλά απλοϊκοί, παρεσύρθησαν στον ζηλωτισμόν, όπου έκτοτε και μέχρι σήμερα διατηρείται στην Ι. Μ. Εσφιγμένου. Πολλές διαμαρτυρίες έγιναν και από τον ελλαδικόν χώρον και μεμονωμένα από το Άγιον Όρος.
Όμως η επίσημη εκπροσώπησις του Ιερού τόπου είναι η Ιερά Κοινότης. Την εποχήν όμως εκείνην σχεδόν όλοι οι αντιπρόσωποι ήσαν ολιγογράμματοι.
Όμως η θεία πρόνοια οικονόμησε να σταλή αντιπρόσωπος από την Ιεράν Μονήν Διονυσίου ο Μοναχός Θεόκλητος. Εκείνην την εποχήν Ιερά Κοινότης και Θεόκλητος εταυτίζοντο. Ευαίσθητος όπως ήταν σε θέματα πίστεως με δική του πρωτοβουλία η Ιερά Κοινότης με δηλώσεις και επιστολές που συνέτασσεν ο ίδιος ο π. Θεόκλητος ανέλαβεν την πρωτοβουλίαν του αγώνος· ένα μέν να διαμαρτύρεται αλλά και να ελέγχει κάθε είδους παρεκτροπών, άλλο δε να διαφωτίζη τους ευλαβείς απλοϊκούς αγιορείτες, ότι η Εκκλησία δεν χάθηκε όπως ασυστόλως εξεστόμιζαν πολλοί «ζηλωταί», όπου και προέβαλλαν πρόβλημα συνειδήσεως παραμονής εις την Εκκλησίαν. Ωσάν δε διέξοδον την προσκόλλησιν σε μία από τις πολλές ζηλωτικές παρατάξεις. Αλλο πρόσωπα άλλο Εκκλησία ως θεσμός.
Στον αγώνα αυτό πρωτοστάτης υπήρξεν ο αείμνηστος π. Θεόκλητος. Και όντως ο Πατριάρχης Αθηναγόρας απήλθε. Διαδέχεται ο ταπεινός Δημήτριος τον θρόνο. Κατευνάζει τους ευσεβείς· λείψανα όμως  του ζηλωτισμού παραμένουν μέχρι σήμερα. Εύχομαι οι σημερινοί να προσέξουν αλλά και διορθώσουν τα λάθη των παλαιοτέρων προς αποκατάστασιν της εσωτερικής ενότητος.
Αλλά σαν να μην έφθαναν τα δικά μας έρχεται τώρα η ρωσσική Εκκλησία με τη σειρά της και εξαγγέλλει κάτι το φοβερό· αποφασίζει την μετάδοσιν των Θείων Μυστηρίων στους παπικούς κατά το έτος 1970. Το γεγονός αυτό συνεκλόνησεν ολόκληρο το Άγιον Όρος και μάλιστα έντονο τυγχάνει στο Όρος και το ρωσσικό στοιχείο. Την Μονήν του Ρωσσικού συχνά πυκνά επισκέπτονται Ρώσσοι αρχιερείς και κληρικοί.  Εν συνεχεία περιοδεύουν σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος.
Πώς θα έχουμε κοινωνία μαζί τους; Τόσον ο π. Θεόκλητος, όσον και ο αείμνηστος Γέροντάς του, άλλη μεγάλη προσωπικότης του Αγίου Όρους αντέδρασαν αστραπιαία γραπτώς και προφορικώς αλλά και η ίδια η Ιερά Κοινότης διεμαρτυρήθη τη προτροπή του Ι.Μ.Δ. Θεοκλήτου.
Μάλιστα σε μίαν επίσημον επίσκεψιν μετά την εν λόγω απόφασιν του τότε Πατριάρχου Ποιμένος, ο αείμνηστος Θεόκλητος, ετόλμησε στην επίσημον προσφώνησιν  να ψέξει την εν λόγω αντι  ορθόδοξον ενέργειαν. Ενθυμούμαι ακόμα παρεπιμπτόντως και τον αείμνηστον Γέροντά μου Π. Χαράλαμπον, ηγούμενον τότε της Ιεράς Μονής Διονυσίου, σε μίαν επίσκεψιν ρώσων ιεραρχών στην Μονήν μας, με όλην του την απλότητα ετόλμησε και τους υπέβαλε σε πραγματική ψυχρολουσία, ψέγοντας αυτήν την πράξιν.
Πιστεύω ότι στην μετ’ ου πολύ ανάκλησιν της εν λόγω αποφάσεως συνετέλεσε κατά κύριον λόγον το Άγιον Όρος και μάλιστα η Ιερά Κοινότης με πρωτοβουλίαν του αειμνήστου Θεοκλήτου.
Κατά την περίοδο 89-90 Πρωτεπιστάτης Άγίου Όρους διετέλεσεν ο π. Θεόκλητος. Εκείνο το διάστημα μία ομάδα «ζηλωτών μοναχών» εκμεταλλευομένη την λειψανδρίαν της Ι. Μ. Δοχειαρίου, ηθέλησε κατά το πρότυπο της Εσφιγμένου να καταλάβη την Μονήν. Εγκατεβίωσαν εντός δήθεν ως διακονητές αλλά με αρχιτεκτονικόν σχέδιον, τόσον οι Δοχειαρίτες (μερικοί γέροι), όσο και οι ιεροκοινοτικοί… αγρόν ηγόρασαν. Όμως δεν διέλαθε της προσοχής του πανέξυπνου Πρωτεπιστάτου.
Συγκαλεί αμέσως σύναξιν και αποστέλλει αντιπροσωπείαν εις την Μονήν. Εκ των υστέρων απεδείχθη ότι στην τρίχαν (πού λένε) γλύτωσε η Μονή να πέση στα  χέρια των ζηλωτών. Καθώς ομολογούν οι τότε αντιπρόσωποι το επίτευγμα αυτό ανήκει εξ ολοκλήρου στον τότε Πρωτεπιστάτην Θεόκλητος Διονυσιάτην.
Αλλά είμαι υπόχρεος να θίξω και μίαν άλλην σοβαρήν πτυχήν της προσφοράς του αειμνήστου. Όταν ο π. Θεόκλητος ανέλαβε αντιπρόσωπος τα εννέα από τα είκοσι Μοναστήρια ήσαν ιδιόρρυθμα. Δεν γνωρίζω πόσο πόνεσε και προσευχήθηκε ώστε να αναλάβει την τόλμην της επανδρώσεως αλλά κοινοβιοποιήσεως των ιδιορρύθμων. Αποκορύφωμα ήταν η επί πρωτεπιστασίας του (1984-5), όπου αντιπρόσωπος ετύγχανε τότε η ταπεινότης μου, εξαγγέλλει πρώτον σ’ εμέναν το λίαν παράδοξον και τολμηρόν: Θα καλέσω εξαρχία για το Βατοπαίδι. Διστακτικός εγώ του απαντώ: «Γέροντα, εκεί μέσα είναι σφηκοφωλιά, πού να μπούμε πάνω τους;» Κι εκείνος με πεποίθηση στην Παναγία μας: «’Επειδή το θέλει η Παναγία μας θα συνεργήση». Πράγματι, μόνον ένα τεράστιον θαύμα μπορεί να χαρακτηριστή πώς η ισχυρή αλλά παρηκμασμένη Μοπνή Βατοπαιδίου μετετράπη σε πρωτότυπον κοινοβιακήν Μονήν. Και το έργον αυτό ανθρωπίνως κατά πρώτον λόγον ανήκει στον Μοναχόν Θεόκλητον.
Αυτά και πολλά άλλα ήσαν τα επιτεύγματα του αειμνήστου Γέροντος. Θα πείτε και ποιο ήταν το όπλο του. Όπλο του ήταν η πίστις αλλά και η πραγματική αφοσίωσίς του στην Κυρία μας Θεοτόκον, την οποίαν όλα του τα χρόνια αισθανόταν Μανούλλα του και κυριολεκτικά την λάτρευε.
Όπλο του Θεοκλήτου ήταν ακόμα η νοερά και αδιάλειπτος προσευχή την οποίαν καλλιεργούσε σ’ όλα του τα χρόνια. Μάλιστα, έγραψε και ειδικό βιβλίο περί νοεράς προσευχής.
Στα πλαίσια της προσφοράς του είναι και το σπουδαίο συγγραφικό έργο του. Αριθμούνται άνω των 70 περισπουδάστων συγγραμμάτων εκτός επιστολών, άρθρων, διαλέξεων κλπ. Μνημονεύω μόνο μερικά όπως το «Μεταξύ ουρανού και γής», «Γρηγόριος Παλαμάς»,  «?Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», «Μαρία Μητέρα του Θεού», «Η αίρεσις των νεορθοδόξων», «Αθανάσιος ο Ιβηρίτης» κ.λ.π.
Επειδή όμως ο χώρος της ιστοσελίδας διαμαρτύρεται, περαιώνω (χωρίς να κλείσει μ’ αυτό το κεφάλαιο Θεόκλητος Διονυσιάτης), αφού κάμω μνείαν και του γεροντικού αλά οσιακού τέλους του Γέροντος.
Με τ’ ανωτέρω δεν προτίθεμαι να τον αγιοποιήσω ούτε να τον θεωρήσω αμέτοχον από ανθρώπινα σφάλματα· τουναντίον επειδή έζησα αρκετά μαζί του, του σημειώνω πολλά ανθρώπινα λάθη. Όμως και πάλιν η δόξα του Θεοκλήτου ήταν ότι εύκολα ανεγνώριζεν και ανακαλούσε τα σφάλματά του.
Έζησε τα τελευταία του χρόνια εφησυχάζων εις το κάθισμα των Αγίων Αποστόλων, ακριβώς έξω και απέναντι της Μονής Διονυσίου. Ασχολείτο κυρίως με την προσευχήν, την ανάγνωσιν και την συγγραφήν. Η τροφή του πάντα και σ’ όλα τα χρόνια λιτή και πολλάκις άγευστη.
Πέρασε στα τελευταία του δοκιμασίες με την υγεία του. Βγήκε έξω για νοσηλείαν, αλλά ο νόμος της φθοράς είναι ικανός για όλους. Επιστρέφει και μένει οριστικά εντός της Μονής και ζεί υποδειγματικά οσιακόν βίον. Την δε 7ην Ιανουαρίου 2006, ημέραν του προστάτου της Μονής Ιωάννου του Βαπτιστού και κατά την χαρμόσυνον ώραν όπου εψάλλετο ο πολυέλεος του Προδρόμου, παρέδωκεν ο αείμνηστος Γέροντας εις χείρας Θεού την οσίαν ψυχήν του.
Αιωνία αυτού η μνήμη.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Η βίωση της χαρμολύπης στην ορθόδοξη πνευματικότητα

 


harmolipiΤου Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού | ROMFEA.GR

Η περίοδος του Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι για την Αγία μας Εκκλησία η ιερότερη χρονική διάρκεια του ενιαυτού.

Είναι το νοητό στάδιο όπου ο κάθε πιστός καλείται να δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την ψυχοσωματική του κάθαρση από τους ρίπους της αμαρτίας.

Να βιώσει την ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία ταυτίζεται με την ανάκτηση της αυθεντικής του φύσεως, από τη φθορά και την αμαρτία, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13).

Η προπαρασκευή μας για τον εορτασμό του Πάσχα είναι ταυτόσημη με την πνευματική μας προαγωγή και ωρίμανση, ώστε να καταστούμε «σύμμορφοι της εικόνος του Υιού (του Θεού)» (Ρωμ.8,29).

Βασικό δείγμα της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι το υπέροχο συναίσθημα της χαρμολύπης που σημαίνει τη βίωση ταυτόχρονα του συναισθήματος της χαράς και της λύπης.

Βεβαίως το συναίσθημα αυτό θεωρείται από τους εκτός της Εκκλησίας παράλογο, διότι η χαρά είναι η απουσία της λύπης και η λύπη είναι η απουσία της χαράς.

Η Εκκλησία όμως, πέρα από σώζουσα δυνατότητα για τα ανθρώπινα πρόσωπα, είναι και η μεγάλη ανατροπή κατά των πτωτικών δομών του κόσμου, ώστε οι αρχές και οι πρακτικές της να θεωρούνται από εκείνον ως «παρεκτροπή».

Ως μια τέτοια θεωρείται και το συναίσθημα της χαρμολύπης, την οποία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος αποκαλεί «χαροποιόν πένθος», επισημαίνοντας πως «όποιος πορεύεται με διαρκή θλίψη αυτός γιορτάζει αδιάκοπα»!

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι όντως πραγματιστική και γι’ αυτό βιώνει ταυτόχρονα το ανθρώπινο δράμα και την εν Χριστώ σωτηρία και λύτρωση. Μόνο έτσι συνειδητοποιείται η ανάγκη της σωτηρίας!

Ο Θεός, ως το υπέρτατο αγαθό, είναι η πηγή της χαράς και της αισιοδοξίας. Ο άνθρωπος, το ευγενέστερο δημιούργημα του Θεού, πλάστηκε να απολαμβάνει τις άπειρες δωρεές του Δημιουργού του και να ζει με διαρκή χαρά και αδιατάρακτη ειρήνη, με την προϋπόθεση να είναι εκούσιος κοινωνός του αγαθού και αποδέκτης των εντολών του Θεού.

Στην αντίθετη περίπτωση, θα έχανε τις δωρεές του αγαθού και θα έπιπτε σε ανείπωτη δυστυχία, όπως δυστυχώς και έγινε.

Κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, προτίμησε το κακό, με συνέπεια να χάσει την αρχέγονη ευτυχία του και να περιπέσει σε αφάνταστη δυστυχία.

Απώλεσε κάθε ίχνος αισιοδοξίας και ευτυχίας. Το συνεχώς αυξανόμενο κακό στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, που συσσώρευε η αμαρτία, βύθιζε όλο και πιο πολύ τον άνθρωπο στην άβυσσο της δυστυχίας με αποτέλεσμα η ιστορία του κόσμου είναι μια ατελείωτη ιστόρηση της ανθρώπινης δυστυχίας και κακοδαιμονίας και οι χαρές και οι ανάπαυλες ειρήνης να είναι σπάνιες.

Ο ερχομός του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, για να σώσει το ανθρώπινο γένος από την δουλεία του διαβόλου, έφερε μια νέα δυναμική κατά του κακού και της αμαρτίας, οι οποίες ευθύνονταν για την ανθρώπινη κακοδαιμονία.

Έφερε στον αναγεννημένο άνθρωπο ξανά την χαμένη χαρά και αισιοδοξία. Ο πιστός του Χριστού βιώνει πλέον μια νέα πραγματικότητα. Υπερβαίνοντας την απλή βιολογική του ύπαρξη ανάγεται στην κατάσταση του προσώπου, έχοντας ως καθοριστικό πρότυπο το θείο πρόσωπο του Θεανθρώπου.

Η αναγωγή γίνεται αποκλειστικά χάρις σε Εκείνον.

Μέσα σε αυτή την προοπτική ο σεσωσμένος άνθρωπος βιώνει σε κάθε στιγμή της ζωής του τις ευλογίες του Θεού. Η ζωή του στο εξής είναι μια αδιάκοπη ευχαριστία και ένας ασίγαστος αίνος για της θείες δωρεές.

Ο ψυχικός του κόσμος, αλλά και ο κόσμος γύρω του έχει γίνει ξανά «καλός λίαν» (Γεν. 1,31). To υπάρχον κακό στο περιβάλλον του βεβαίως τον αγγίζει, αλλά δεν τον πλήττει καίρια, διότι είναι θωρακισμένος με τη χάρη του Χριστού. «Τα παθήματα του νυν καιρού» (Ρωμ.8,18) είναι για τον πιστό παιδαγωγικά μέσα για την πνευματική του τελείωση.

Η απελπισία αντικαταστάθηκε μέσα στην ψυχή του από αισιοδοξία, επειδή γνωρίζει ότι ο τελικός νικητής θα είναι ο Χριστός και το κακό και η κακοδαιμονία έχει προκαθορισμένο τέλος.

Είναι οπλισμένος με υπομονή, ο οποία γεννιέται από την ελπίδα, που έχει πλημμυρίσει την σκέψη και την καρδιά του, αφού κατά τον απόστολο Παύλο: «ελπίζομεν (και) δι’ υπομονής απεκδεχόμεθα» (Ρωμ.8,25).

Ο κόσμος δεν είναι πια η κόλασή του, όπως πρεσβεύει η εξωχριστιανική απαισιόδοξη διανόηση, αλλά ο προθάλαμος και η πρόγευση του παραδείσου.

Οι συνάνθρωποί του δεν είναι εχθροί και ανταγωνιστές του, αλλά οι αδελφοί του, οι συνοδοιπόροι του στο ταξίδι προς την αιωνιότητα.

Κατανοεί τα όποια προβλήματα σε αυτούς ως «νόσους» και «τραύματα», κατάλοιπα της αμαρτίας και του κακού και γι’ αυτό παραμένει ανεκτικός και ανεξίκακος.

Παράλληλα με τη χαρά και την αισιοδοξία μια λεπτή και διακριτική θλίψη διακατέχει τον πνευματικά καλλιεργημένο πιστό, την οποία θεωρεί ως αρετή, αφού είναι «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ.5,4).

Αυτή η λύπη, κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, είναι αποτέλεσμα της ταπείνωσης. Καρπός δε της ταπείνωσης είναι η μετάνοια και σημάδι της μετάνοιας τα δάκρυα.

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε πως για να έχουμε ελπίδα σωτηρίας «πρέπει να βάλλουμε την ψυχή μας στο μούσκιο των δακρύων», επίσης ο αείμνηστος όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς έγραψε πως «ο μόνος τρόπος να δούμε το Θεό είναι τα δακρυσμένα μάτια» (Κεφαλ. Ασκητικά και Θεολογικά).

Θλιβόμαστε για την τραγική κατάσταση του κόσμου, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται» (Α΄ Ιωάν.5,19). Λυπούμαστε διότι υπάρχουν άνθρωποι που προβάλλουν το κακό και την αφύσικη αμαρτωλή ζωή ως φυσική και την εν Χριστώ ζωή και πολιτεία ως αφύσικη!

Λυπούμαστε που πληθώρα συνανθρώπων μας κυλιούνται στο βόρβορο και τη λάσπη της ασωτίας, μη έχοντας την παραμικρή διάθεση για μετάνοια και αλλαγή τρόπου ζωής.

Μας λυπούν επίσης και οι δικές μας πνευματικές εκπτώσεις και οι ενδοτισμοί στους πειρασμούς, διότι διαπιστώνουμε ότι δεν κάνουμε τον πρέποντα αγώνα μας, και ενώ νομίζουμε ότι βιώνουμε την ορθόδοξη πνευματικότητα, υπάρχει πιθανότητα να ενδώσουμε στην αμαρτία και να χάσουμε τις όποιες πνευματικές μας κατακτήσεις.

Λυπούμαστε τέλος για το χαμένο χρόνο που σπαταλήσαμε στην αμαρτία και στερηθήκαμε για πολύ τις σωτήριες δωρεές του Θεού.

Αυτή είναι η μακάρια κατάσταση της χαρμολύπης, την οποία συναντούμε στους πνευματικούς ανθρώπους της Ορθοδοξίας μας, στους ασκητές της ερήμου, αλλά και στους αγωνιστές των πόλεων, οι οποίοι με τη θέλησή τους «ευνούχισαν εαυτούς» (Ματθ.19,12), δηλαδή αποκόπηκαν με τη θέλησή τους από τον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς, για να δηλώσουν πολίτες της βασιλείας του Θεού.

Οι ποταμοί των καυτών δακρύων όλων των ευλογημένων χριστιανών είναι προϊόν της ουράνιας χαράς και συνάμα της σωτήριας λύπης που διακατέχουν την ψυχή τους. Είναι ξεχείλισμα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος «τοις αγαπώσι τον Θεόν» (Ρωμ.8,28).

Η ιερή περίοδος του Τριωδίου είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για όλους μας για νίψη και κάθαρση, ώστε να νοιώσουμε το υπέροχο συναίσθημα της χαρμολύπης, ως ένδειξη της πνευματικής μας ωρίμανσης.

Τα πρώτα σωματικά και κυρίως τα ψυχικά δάκρυά μας θα σημάνουν την απόφασή μας για μετάνοια, και θα σηματοδοτήσουν την έναρξη μιας νέας βιωτής και το ξεκίνημα μιας νέας πορείας προς τη σωτηρία και τη θέωση.

Να θυμούμαστε πως σε αυτή την κοπιώδη ανάβασή μας δε είμαστε μόνοι, αλλά, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, «Το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενίαις ημών… (και) υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ.8,26).


Μελαγχολία, θλίψη, άγχος του Γέροντος Πορφυρίου

 


του Γέροντος Πορφυρίου

Το σπουδαίο είναι να μπούμε στην Εκκλησία. Να ενωθούμε με τους συνανθρώπους μας, με τις χαρές και τις λύπες όλων. Να τους νιώθουμε δικούς μας, να προσευχόμαστε για όλους, να πονάμε για την σωτηρία τους, να ξεχνάμε τους εαυτούς μας. Να κάνομε το παν γι’ αυτούς, όπως ο Χριστός για μας. Μέσα στην Εκκλησία γινόμαστε ένα με κάθε δυστυχισμένο και πονεμένο κι αμαρτωλό. Κανείς δεν πρέπει να θέλει να σωθεί μόνος του, χωρίς να σωθούν και οι άλλοι. Είναι λάθος να προσεύχεται κανείς για τον εαυτό του, για να σωθεί ο ίδιος. Τους άλλους πρέπει να αγαπάμε και να προσευχόμαστε να μη χαθεί κανείς· να μπούν όλοι στην Εκκλησία. Αυτό έχει αξία. Και μ’ αυτή την επιθυμία πρέπει να φύγει κανείς απ’ τον κόσμο, για να πάει στο μοναστήρι η στην έρημο.

Μέσα στην Εκκλησία, που έχει τα μυστήρια που σώζουν, δεν υπάρχει απελπισία. Μπορεί να είμαστε πολύ αμαρτωλοί. Εξομολογούμαστε, όμως μας διαβάζει ο παπάς κι έτσι συγχωρούμαστε και προχωρούμε προς την αθανασία, χωρίς καθόλου άγχος, χωρίς καθόλου φόβο.

Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Λουκ. 17,21). Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένο μές στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.

Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για την διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνομε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνομε το παν, όπως εκείνος, ο οποίος «τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πετρ. 2,23).

Να προσέχουμε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία.

Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μια αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους «θρήσκους» τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Και πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν την ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστεια και μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται άβουλος κι ανίσχυρος, έχει αγωνία κι άγχος και φέρεται υπό κακού πνεύματος (δηλ. δαιμονικής ενέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι όλη αυτή η ταπείνωση είμαι μια σατανική ενέργεια. Ορισμένοι τέτοιοι άνθρωποι ζούνε τη θρησκεία σαν ένα είδος κολάσεως. Μέσα στην εκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «είμαστε αμαρτωλοί, ανάξιοι», και μόλις βγούνε έξω, αρχίζουν να βλασφημάνε τα θεία, όταν κάποιος λίγο τους ενοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει στο μέσον δαιμόνιο.

Στην πραγματικότητα, η χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τον άνθρωπο και τον θεραπεύει. Η κυριότερη, όμως, προϋπόθεση, για να αντιληφθεί και να διακρίνει ο άνθρωπος την αλήθεια, είναι η ταπείνωση. Ο εγωισμός σκοτίζει το νού του ανθρώπου, τον μπερδεύει, τον οδηγεί στην πλάνη, στην αίρεση. Είναι σπουδαίο να κατανοήσει ο άνθρωπος την αλήθεια.

Στις αιρέσεις πάνε όλοι οι μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων.

Πολλές φορές ούτε ο κόπος, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι σταυροί προσελκύουν τη χάρη. Υπάρχουν μυστικά. Το ουσιαστικότερο είναι να φύγεις απ’ τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη.

Όταν δεν ζείς με τον Χριστό, ζείς μές στη μελαγχολία, στη θλίψη, στο άγχος, στη στενοχώρια. δεν ζείς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ανωμαλίες και στον οργανισμό. Επηρεάζεται το σώμα, οι ενδοκρινείς αδένες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, το στομάχι. Σου λένε: «Για να είσαι υγιής, πάρε το πρωί το γάλα σου, το αυγουλάκι σου, το βουτυράκι σου με δύο-τρία παξιμάδια». Κι όμως, αν ζείς σωστά, αν αγαπήσεις τον Χριστό, μ’ ένα πορτοκάλι κι ένα μήλο είσαι εντάξει. Το μεγάλο φάρμακο είναι να επιδοθεί κανείς στην λατρεία του Χριστού. Όλα θεραπεύονται. Όλα λειτουργούν κανονικά. Η αγάπη του Θεού όλα τα μεταβάλλει, τα μεταποιεί, τα αγιάζει, τα διορθώνει, τα αλλάζει, τα μεταστοιχειώνει.

Ο έρωτας προς τον Χριστό είναι κάτι άλλο. Δεν έχει τέλος, δεν έχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει υγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι όσο δίνει, τόσο πιο πολύ ο άνθρωπος θέλει να ερωτεύεται. Ενώ ο ανθρώπινος έρωτας μπορεί να φθείρει τον άνθρωπο, να τον τρελάνει. Όταν αγαπήσομε τον Χριστό, όλες οι άλλες αγάπες υποχωρούν. Οι άλλες αγάπες έχουν κορεσμό.. Η αγάπη του Χριστού δεν έχει κορεσμό. Η σαρκική αγάπη έχει κορεσμό. Μετά μπορεί ν’ αρχίσει η ζήλια, η γκρίνια, μέχρι κι ο φόνος. Μπορεί να μεταβληθεί σε μίσος. Η εν Χριστώ αγάπη δεν αλλοιώνεται. Η κοσμική αγάπη λίγο διατηρείται και σιγά σιγά σβήνει, ενώ η θεία αγάπη ολοένα μεγαλώνει και βαθαίνει. Κάθε άλλος έρωτας μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε απελπισία. Ο θείος έρως, όμως, μας ανεβάζει στη σφαίρα του Θεού, μας χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οι άλλες ηδονές κουράζουν, ενώ αυτή διαρκώς δεν χορταίνεται. Είναι μία ηδονή ακόρεστος, που δεν την βαριέται κανείς ποτέ. Είναι το άκρον αγαθόν.

Όταν αγαπάς τον Χριστό, παρόλες τις αδυναμίες και τη συναίσθηση που έχεις γι’ αυτές έχεις τη βεβαιότητα ότι ξεπέρασες τον θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στην κοινωνία της αγάπης του Χριστού.

Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας. Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: «Εσείς είστε φίλοι μου…» (Ιω. 15,14). Σαν φίλο να τον ατενίζομε και να τον πλησιάζομε. Πέφτομε; Αμαρτάνομε; Με οικειότητα, με αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχομε κοντά του· όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει αλλά με θάρρος, που θα μας το δίδει η αίσθηση του φίλου. Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί. Να μη μας χωρίζει απ’ τον Χριστό η αμαρτία. Όταν πιστεύουμε ότι μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν θα αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ’ Αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Έχουμε εξασφαλίσει την αγάπη Του κι όπως και να φερθούμε, ξέρομε ότι μας αγαπάει.

Το Ευαγγέλιο, βέβαια, λέει με συμβολικές λέξεις για τον άδικο ότι θα βρεθεί εκεί, όπου υπάρχει «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», διότι μακράν του Θεού έτσι είναι. Και από τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας πολλοί ομιλούν για φόβο θανάτου και κολάσεως. Λένε: «Έχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αυτές οι λέξεις, αν τις εξετάσομε βαθιά, δημιουργούν τον φόβο της κολάσεως. Ο άνθρωπος προσπαθώντας ν’ αποφύγει την αμαρτία, κάνει αυτές τις σκέψεις, για να κυριευθεί η ψυχή του απ’ το φόβο του θανάτου, της κολάσεως και του διαβόλου.

Όλα έχουν τη σημασία τους, το χρόνο και την περίστασή τους. Η έννοια του φόβου είναι καλή για τα πρώτα στάδια. Είναι για τους αρχάριους, γι’ αυτούς που ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο αρχάριος, που δεν έχει ακόμη λεπτυνθεί, συγκρατείται απ’ το κακό με το φόβο. Και ο φόβος είναι απαραίτητος, εφόσον είμαστε υλικοί και χαμερπείς. Αλλ’ αυτό είναι ένα στάδιο, ένας χαμηλός βαθμός σχέσεως με το θείον. Το πάμε στη συναλλαγή, προκειμένου να κερδίσομε τον Παράδεισο η να γλιτώσομε την κόλαση. Αυτό, αν το καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ιδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Εμένα δε μου αρέσει αυτός ο τρόπος. Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει και μπεί στην αγάπη του Θεού, τι του χρειάζεται ο φόβος; Ό,τι κάνει, το κάνει από αγάπη κι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία αυτό. Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη δεν έχει τόση αξία.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του.

Κανείς να μη σάς βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλ’ αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σάς έχω πεί για τ’ αηδονάκι; Μές στο δάσος κελαϊδάει. Στη σιγή. Να πεί πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Πόσο ωραίο κελάηδημα στην ερημιά! Έχετε δεί πως φουσκώνει ο λάρυγγάς του; Έτσι γίνεται και μ’ αυτόν που ερωτεύεται τον Χριστό. Άμα αγαπάει, «φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα». Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, «στεναγμοίς αλαλήτοις».

Περιφρονήστε τα πάθη, μην ασχολείσθε με τον διάβολο. Στραφείτε στον Χριστό.

Η θεία χάρις μας διδάσκει το δικό μας χρέος. Για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα. Η χάρις του Θεού θέλει θείο έρωτα. Η αγάπη αρκεί, για να μας φέρει σε κατάλληλη «φόρμα» για προσευχή. Μόνος Του θα έλθει ο Χριστός και θα εγκύψει στην ψυχή μας, αρκεί να βρει ορισμένα πραγματάκια που να Τον ευχαριστούν· αγαθή προαίρεση, ταπείνωση και αγάπη. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»

Ο παραμικρός γογγυσμός κατά του πλησίον επηρεάζει την ψυχή σας και δεν μπορείτε να προσευχηθείτε. Το Πνεύμα το Άγιον, όταν βρίσκει έτσι την ψυχή, δεν τολμάει να πλησιάσει.

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού· αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.

Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του.

Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.

Να μην γίνεται η ευχή (το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μία αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία· αλλά δεν είναι υγιές.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.

Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αυπνία· να μη σκέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς η όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ…» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.

Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση. Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε μά τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!

Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος.

Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μία μικρή πείρα σ’ αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σάς βουτάει και σάς καθηλώνει και σάς βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ απαλλαγείτε από αυτές. Ν’ αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν’ αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.λπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ’ αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ’ αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε η και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δείς τότε πως θα σ’ αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.

Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσομε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.

Αυτό είναι η Εκκλησία μας, αυτή είναι η χαρά μας, αυτό είναι το παν για μας. Και ο άνθρωπος σήμερα αυτό ζητάει. Και παίρνει τα δηλητήρια και τα ναρκωτικά, για να έλθει σε κόσμους χαράς. αλλά ψεύτικης χαράς. Κάτι αισθάνεται εκείνη τη στιγμή και αύριο είναι τσακισμένος. Το ένα τον τρίβει, τον τρώει, τον τσακίζει, τον ψήνει. Ενώ το άλλο, δηλαδή το δόσιμο στον Χριστό, τον ζωογονεί, του δίνει χαρά, τον κάνει να χαίρεται τη ζωή, να νιώθει δύναμη, μεγαλείο.

Είναι μεγάλη τέχνη να τα καταφέρετε να αγιασθεί η ψυχή σας. Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς. Και στην Ομόνοια μπορεί ν’ αγιάσει, αν το θέλει. Στην εργασία σας, όποια και να είναι, μπορείτε να γίνετε άγιοι. Με την πραότητα, την υπομονή, την αγάπη. Να βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, με ενθουσιασμό και αγάπη, προσευχή και σιωπή. Όχι να έχετε άγχος και να σάς πονάει το στήθος.

Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.

Όλα τα δυσάρεστα, που μένουν μέσα στην ψυχή σας και φέρνουν άγχος, μπορούν να γίνουν αφορμή για τη λατρεία του Θεού και να παύσουν να σάς καταπονούν. Να έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό.

Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, να δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.

Η στενοχώρια δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον Χριστό.

Η επικοινωνία με τον Χριστό, όταν γίνεται απλά, απαλά, χωρίς πίεση, κάνει τον διάβολο να φεύγει. Ο σατανάς δεν φεύγει με πίεση, με σφίξιμο. Απομακρύνεται με την πραότητα και την προσευχή. Υποχωρεί, όταν δεί την ψυχή να τον περιφρονεί και να στρέφεται με αγάπη προς τον Χριστό. Την περιφρόνηση δεν μπορεί να τη υποφέρει, διότι είναι υπερόπτης. Όταν, όμως, πιέζεσθε, το κακό πνεύμα σάς παίρνει είδηση και σάς πολεμάει. Μην ασχολείσθε με τον διάβολο, ούτε να παρακαλείτε να φύγει. Όσο παρακαλείτε να φύγει, τόσο σάς αγκαλιάζει. Τον διάβολο να τον περιφρονείτε. Να μην τον πολεμάτε κατά μέτωπον. Όταν πολεμάς με πείσμα κατά του διαβόλου, επιτίθεται κι εκείνος σαν τίγρης, σαν αγριόγατα. Όταν του ρίχνεις σφαίρες, αυτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Όταν του ρίχνεις βόμβα, σου ρίχνει πύραυλο. Μη κοιτάζετε το κακό. Να κοιτάζετε την αγκαλιά του Θεού και να πέφτετε στην αγκαλιά Του και να προχωρείτε.

Ο ταπεινός έχει συνείδηση της εσωτερικής του καταστάσεως και, όσο κι αν είναι άσχημη, δεν χάνει την προσωπικότητά του. Δεν χάνει την ισορροπία του. Το αντίθετο συμβάνει με τον εγωιστή, τον έχοντα αισθήματα κατωτερότητος. Στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Λίγο, όμως, αν τον πειράξει κανείς, αμέσως χάνει την ειρήνη του, εκνευρίζεται, ταράζεται.

Όταν ο άνθρωπος ζει χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς εμπιστοσύνη, αλλά με άγχος, αγωνία, κατάθλιψη, απελπισία, αποκτάει ασθένειες σωματικές και ψυχικές. Η ψυχασθένεια, η νευρασθένεια, ο διχασμός είναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο είναι επίσης και η ταπεινολογία. Το λένε αίσθημα κατωτερότητος. Η αληθινή ταπείνωση δεν μιλάει, δεν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «είμαι αμαρτωλός, ανάξιος, ελάχιστος πάντων…». Φοβάται ο ταπεινός μήπως με τις ταπεινολογίες πέσει στην κενοδοξία. Η χάρις του Θεού δεν πλησιάζει εδώ. Αντίθετα, η χάρις του Θεού βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, η θεία ταπείνωση, η τέλεια εμπιστοσύνη στον Θεό. Η εξάρτηση από Εκείνον.

Ο κενόδοξος την ψυχή του την αποξενώνει απ’ την αιώνια ζωή. Τελικά ο εγωισμός είναι σκέτη κουταμάρα! Η κενοδοξία μας κάνει κούφιους. Όταν κάνομε κάτι για να επιδειχθούμε, καταντούμε άδειοι ψυχικά. Ό,τι κάνομε, να το κάνομε για να ευχαριστήσομε τον Θεό· ανιδιοτελώς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς υπηρηφάνεια, χωρίς εγωισμό, χωρίς, χωρίς…

Δεν πρέπει η ψυχή μας ν’ αντιστέκεται και να λέει, «γιατί το έκανε αυτό ο Θεός, γιατί το άλλο αλλιώς, δεν μπορούσε να το κάνει διαφορετικά;». Όλ’ αυτά δείχνουν μία εσωτερική μικροψυχία και αντίδραση. Δείχνουν την μεγάλα ιδέα που έχομε για τον εαυτό μας, την υπερηφάνειά μας και τον μεγάλο εγωισμό μας. Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο, δημιουργούν αυτό που λέει ο κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί να είμαι πολύ ψηλός» η – το αντίθετο – «πολύ κοντός;». Αυτό δεν φεύγει από μέσα. Και προσεύχεται κανείς και αγρυπνεί, αλλά γίνεται το αντίθετο. Και υποφέρει και αγανακτεί χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ με τον Χριστό, με την χάρη φεύγουν όλα. Υπάρχει αυτό το «κάτι» στο βάθος, δηλαδή το «γιατί», αλλ’ η χάρις του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο κι ενώ η ρίζα είναι το κόμπλεξ, εκεί πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά με ωραία τριαντάφυλλα κι όσο ποτίζεται με την πίστη, με την αγάπη, με την υπομονή, με την ταπείνωση, τόσο παύει να έχει δύναμη το κακό και παύει να υπάρχει· δηλαδή δεν εξαφανίζεται, αλλά μαραίνεται. Όσο δεν ποτίζεται η τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται και αμέσως ξεπετάγεται αγκάθι.

Εκπειράζουμε τον Θεό, όταν ζητούμε κάτι από Εκείνον, αλλά η ζωή μας είναι μακράν του Θεού. Τον εκπειράζομε, όταν ζητούμε κάτι, αλλά η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ενάντια στον Θεό. άγχος, αγωνία, απ’ το ένα μέρος, κι απ’ το άλλο παρακαλούμε.

Μπορεί να σου πεί ο πνευματικός: «Πως θα ήθελα να ήμασταν σε ένα ήσυχο μέρος, να μην είχα ασχολίες και να μου έλεγες τη ζωή σου από την αρχή, από τότε που αισθάνθηκες τον εαυτό σου· όλα τα γεγονότα που θυμάσαι και ποια ήταν η αντιμετώπισή τους από σένα, όχι μόνο τα δυσάρεστα αλλά και τα ευχάριστα, όχι μόνο τις αμαρτίες αλλά και τα καλά. Και τις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Όλα. Όλα όσα απαρτίζουν την ζωή σου».

Πολλές φορές έχω μεταχειρισθεί αυτή τη γενική εξομολόγηση και είδα θαύματα πάνω σ’ αυτό. Την ώρα που λες στον εξομολόγο, έρχεται η θεία χάρις και σε απαλλάσσει από όλα τα άσχημα βιώματα και τις πληγές και τα ψυχικά τραύματα και τις ενοχές· διότι, την ώρα που τα λες ο εξομολόγος εύχεται θερμά για την απαλλαγή σου.

Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση. Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω. Δεν βαδίζω καλά. Ό,τι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τελείωσε! Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε. Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ’ αυτή τη στιγμή και έπειτα.

Η απελπισία και η απογοήτευση είναι το χειρότερο πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά, για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία.

Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και αυτό δημιουργεί άγχος. Το άγχος το δημιουργεί η κατάργηση του θρησκευτικού αισθήματος. Αν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστό, αν δεν ασχολείσθε με άγια πράγματα, σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία και κακό.

Ένα πράγμα που μπορεί να βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο κήπος, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, η εξοχή, ο περίπατος στην ύπαιθρο, η πορεία, όλ’ αυτά βγάζουν τον άνθρωπο απ’ την αδράνεια και του δημιουργούν άλλα ενδιαφέροντα. Επιδρούν σαν φάρμακα. Η ασχολία με την τέχνη, τη μουσική κ.λπ. κάνει πολύ καλό. Σ’ εκείνο, όμως, που δίδω τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, για τις ακολουθίες. Μελετώντας τα λόγια του Θεού, θεραπεύεται κανείς χωρίς να το καταλάβει.

Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά και εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή η άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε, στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως να είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να εκλύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε να γνωρίσει αυτή τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα τη στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει τη χάρη του Θεού. Θα γίνει αγία.

Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλομε και χωρίς να το καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, για παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.

 

Βίος και Λόγοι, έκδ. Ιεράς Μονή Χρυσοπηγής Χανίων.
2003
Γέρων Πορφύριος

Όχι στην απελπισία Όχι στην απελπισία

 

Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσατε συγγνώμη; Τελείωσε. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση. Δεν πρέπει να γυρίζουμε πίσω και να κλεινόμαστε σε απελπισία.

 

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

 

spovedanie1

Συνήθεια, αιχμαλωσία, απελπισία: οι χειρότερες μορφές της αμαρτίας




Γι’ αυτό λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Όποιος όμως αμαρτάνει κατάγεται από το διάβολο, γιατί ο διάβολος συνδέεται με την αμαρτία εξ αρχής»(Α’ Ιωάν. 3,8), και άρα δείχνει με την υποταγή του στην αμαρτία ότι είναι του διαβόλου. Για την δικαία κατάσταση της θλίψεως και τιμωρίας ενός τέτοιου ανθρώπου, η Αγία Γραφή, αναφερόμενη σ’ αυτή τη φάση λέει: «Όποιος κάνει την αμαρτία είναι δούλος της» (Ιωάν. 8,34).

skotadi

Η ενδέκατη βαθμίδα της αμαρτίας είναι η απελπισία, η οποία είναι και η χειρότερη από όλες, διότι οδηγεί τον άνθρωπο στον παρόντα και αιώνιο θάνατο. Όταν ο διάβολος υποδουλώσει τον άνθρωπο με την αμαρτία μέχρι του βαθμού της συνήθειας, τότε του λέει στο αυτί: «Βλέπεις, ότι συνήθισες πλέον αυτή την αμαρτία, από την οποία δεν μπορείς να λυτρωθείς, διότι θέλοντας και μη την επιτελείς; Οπότε, μη σκέπτεσαι να μετανοήσεις και επιστρέψεις στον Θεό, διότι από εδώ και στο εξής δεν μπορείς να απαλλαγείς απ’ αυτήν, την οποία αγάπησες από την παιδική ή νεανική σου ηλικία ή επί τόσα χρόνια». Συνεπώς συμβουλεύει τον άνθρωπο να αμαρτάνει πάντοτε, λέγοντάς του: «Έτσι και αλλιώς μέχρι τώρα όλα τα έχασες, γι’ αυτό όσο βρίσκεσαι στη ζωή αυτή, κοίταξε να απολαύσεις την αμαρτία, την οποία συνήθισες και από την οποία, όπως βλέπεις, δεν μπορείς να σωθείς».

Έτσι λοιπόν, με τη ρομφαία της απελπισίας τον αποκόπτει από την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του. Και εάν είναι ο άνθρωπος μορφωμένος, τον διδάσκει ο πονηρός να αναβάλλει την επιστροφή του στον Θεό και την εγκατάλειψη της αμαρτίας, λέγοντάς του: «Μην αφήνεις την αμαρτία τώρα, διότι έχεις ακόμη καιρό». Αλλά και αυτή η συμβουλή του διαβόλου αποσκοπεί να στερεώσει τον άνθρωπο, όσο γίνεται περισσότερο, στην θανατηφόρο συνήθεια της αμαρτίας, επειδή γνωρίζει ο πονηρός εχθρός μας, ότι αυτοί που δεν εγκαταλείπουν σήμερα την αμαρτία, αργότερα είναι ακόμη δυσκολότερο να την εγκαταλείψουν. Όπως λένε και οι Άγιοι Πατέρες, η αμαρτία μοιάζει με ένα καρφί που το καρφώνει κάποιος σε ένα σκληρό ξύλο. Εάν το κτύπησε ελαφρά, μπορεί εύκολα να το βγάλει, ενώ εάν το κτύπησε δυνατά, με πολλή δυσκολία θα μπορέσει να το βγάλει. Συνεπώς, κανείς ας μην εξαπατάται διότι, εάν δεν εγκαταλείψει σήμερα την αμαρτία στην οποία αιχμαλωτίζεται, αργότερα δεν θα μπορέσει να την αποβάλει. Όσο παλιώνει η αμαρτία μέσα μας, τόσο δυσκολότερα στο μέλλον μπορούμε να την εκριζώσουμε. Και όσο περισσότερες φορές κάνει ο άνθρωπος την αμαρτία, τόσο και ο διάβολος τον πολεμά με αυτήν για να τον ρίξει στην απελπισία, από την οποία δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στον Θεό.

Εάν δεν προλάβει να εξομολογηθεί στον Πνευματικό, οδηγείται κατ’ ευθείαν, χωρίς χρονοτριβή στην δωδέκατη βαθμίδα της αμαρτίας που είναι η αυτοκτονία, ο φοβερότερος σωματικός και πνευματικός θάνατος, όπως του προδότη Ιούδα. Αφού έκανε την προδοσία του Σωτήρα μας ο Ιούδας, αντί να επιστρέψει με βαθειά μετάνοια και να κλάψει με στεναγμούς, όπως ο Απ. Πέτρος, απελπίστηκε τελείως, έριξε τα αργύρια στον ναό και κρεμάσθηκε.

Ας μη ξεχνάμε ότι οι χειρότερες μορφές της αμαρτίας που θέλουν μεγάλη προσοχή είναι τρεις: Η συνήθεια της αμαρτίας, η αιχμαλωσία και η απελπισία, η οποία πλησιάζει τα όρια της τελείας εγκαταλείψεως και από όπου ο άνθρωπος πέφτει στα βάθη της κολάσεως με την αυτοκτονία, πέραν από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία. Είθε όλοι μας να λυτρωθούμε από τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις με το έλεος του Πανάγαθου Θεού και Σωτήρα μας Χριστού, με τις πρεσβείες της Μητέρας του Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων Του. Αμήν.
(Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλίε, Πνευματικοί Λόγοι, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 121-127)