Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Υποτιμά ο Απ. Παύλος το γυναικείο φύλο; του Στέλιου Μπαφίτη

Υποτιμά ο απ. Παύλος το γυναικείο φύλο; Ας ακούσουμε τον ίδιο τον απόστολο. Παρακάτω, παρουσιάζουμε τα επίμαχα χωρία από τις επιστολές του.

«Περί δε των όσων μοι εγράψατε, καλόν είναι εις τον άνθρωπον να μη εγγίση εις γυναίκα• διά τας πορνείας όμως ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα, και εκάστη ας έχη τον εαυτής άνδρα. Ο ανήρ ας αποδίδη εις την γυναίκα την οφειλομένην εύνοιαν• ομοίως δε και η γυνή εις τον άνδρα. Η γυνή δεν εξουσιάζει το εαυτής σώμα, αλλ' ο ανήρ• ομοίως δε και ο ανήρ δεν εξουσιάζει το εαυτού σώμα, αλλ' η γυνή» 
(Απόστολος Παύλος, Α’ Κορινθίους, Ζ 1-4).

Апостол Павел
Αν ανατρέξουμε στο υπόμνημα του Π. Τρεμπέλα «Εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης», τόμος Α’, σελ. 295, παρατηρούμε τα εξής:

«…καλόν είναι εις τον άνθρωπον να μη εγγίση εις γυναίκα…»:
«Δεν είπεν ανδρί, αλλά γενικώς ανθρώπω, ίνα συμπεριλάβει και τας γυναίκας».

«…διά τας πορνείας όμως…»:
«Αντιθετικός. Το χωρίον επεκρίθη ως εκφράζον πολύν χαμηλήν ιδέαν περί γάμου. Ο απόστολος όμως δεν εκθέτει ενταύθα πλήρη θεωρίαν περί γάμου, ούτινος ακόμη και εν σ. 14 αλλά και εν ια’ 3, Εφεσίους ε’ 25-27 εξαίρει την ηθικήν πλευράν. Αλλά εις κοινωνίαν πλήρη πειρασμών συμβουλεύει ως «το ασφαλές και βοηθούν ημών τη ασθενεία το τη νομίμω κεχρήσθαι γυναικί και τω νομίμω ανδρί» (Χρυσόστομος). Εις πληθυντικόν σημαίνων τα ποικίλα είδη της σαρκικής αμαρτίας. Εφόσον κινδυνεύει ο άγαμος να εκτραπεί εις πορνείαν, ίνα αποφύγει αυτήν, έχει καθήκον να νυμφεύηται».

«…ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα, και εκάστη ας έχη τον εαυτής άνδρα…»: «ΤΑ ΑΥΤΑ δε και άνδρασι και γυναιξί νομοθετεί, επειδή ΜΙΑ η φύσις (Θεοδώρητος)».

«Ο ανήρ ας αποδίδη εις την γυναίκα την οφειλομένην εύνοιαν…»:
«Οι μεν ανθρώπινοι νόμοι ταις μεν γυναιξί διαγορεύουσι σωφρονείν…τους δε γε άνδρας την ίσην σωφροσύνην ουκ απαιτούσι. Ανδρες γαρ όντες οι τεθεικότες τους νόμους, της ισότητος ουκ εφρόντισαν, αλλά σφίσι συγγνώμην απένειμαν. Ο δε θείος απόστολος… τοις άνδρασι πρώτοις νομοθετεί σωφροσύνην (Θεοδώρητος)».


«Η γυνή δεν εξουσιάζει το εαυτής σώμα, αλλ' ο ανήρ• ομοίως δε και ο ανήρ δεν εξουσιάζει το εαυτού σώμα, αλλ' η γυνή…»:
«Επειδή είπε την οφειλόμενην εύνοιαν, ηρμήνευσε, ποια εστίν αύτη. Αύτη φησίν· ούτε ανήρ, ούτε γυνή του ιδίου σώματος εξουσιάζουσι (Οικουμένιος)»

«Εν μεν τοις άλλοις το πλέον δίδωσι τω ανδρί, ένθα περί υποταγής ή εξουσίας π λόγος αυτών, ΝΥΝΙ ΔΕ ΙΣΟΤΗΤΑ ΔΕΔΩΚΕ (Χρυσόστομος)».


Από όλα αυτά, προκύπτει ότι ο απ. Παύλος μιλάει καθαρά για ισότητα του άνδρα και της γυναίκας. Η διαφορά είναι στον ρόλο του συζύγου και της συζύγου (όπως και σε όλα τα σχετικά χωρία).

«Θέλω δε να εξεύρητε, ότι η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός, κεφαλή δε της γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε του Χριστού ο Θεός» (Α Κορινθίους, ια 3)

Ο απ. Παύλος, δεν υποτιμά την γυναίκα επειδή αναφέρει τον άνδρα ως κεφαλή της γυναικός. 
Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι στο ίδιο εδάφιο αναφέρει επίσης τον Θεό ως κεφαλή του Χριστού. Από την στιγμή που ο Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας και ομοούσιος«τω Πατρί», ίσος δηλαδή και εκ της ίδιας ουσίας ως ο Λόγος του Θεού, δεν γράφει ο απ Παύλος δείχνοντας κατωτερότητα και ανωτερότητα, αλλά κάτι άλλο.
 Αναφέρεται στον τρόπο ύπαρξης. Ο Λόγος ως προς την ουσία είναι ομοούσιος τω Πατρί, αλλά ως προς τον τρόπο ύπαρξης είναι Υιός του Πατρός, χωρίς να είναι κατώτερος. 

Ο ιερός Χρυσόστομος είναι ξεκάθαρος όταν γράφει«Ει γαρ και υποτέτακται ημιν η γυνή, αλλ’ ως γυνή, αλλ’ ως ελευθέρα και ως ομότιμος. Και ο Υιός δε, ει και υπήκοος γέγονε τω Πατρί, αλλ’ ως Υιός Θεού, αλλ’ ως Θεός» (26η ομιλία εις την προς Κορινθίους).

 Όπως ο Υιός, υπακούοντας στον Πατέρα, δεν έπαψε να είναι ίσος και ομοούσιος με τον Πατέρα, έτσι και η γυναίκα δείχνοντας την υπακοή της δεν έπαψε να είναι ίση και ίδιας ουσίας με τον άνδρα.
 Σε άλλο σημείο, ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην φράση «κεφαλή δε της γυναικός ο ανήρ», μιλάει για την προστασία που οφείλει ο άνδρας προς την γυναίκα του. «Και αλλαχού δε κεφαλήν ειπών τον άνδρα της γυναικός, επήγαγεν· «Ώσπερ και ο Χριστός κεφαλή και Σωτήρ εστί της Εκκλησίας και προστάτης, ούτω και ο ανήρ οφείλει της αυτού γυναικός είναι» (26η ομιλία εις την προς Κορινθίους).

Υπακοή όμως σε όλα; Όχι! Ο απ. Παύλος είναι σαφέστατος σε άλλο σημείο: «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, καθώς πρέπει εν Κυρίω» (Κολοσσαείς, γ 18).

Ώστε, εάν κάποιος εκλαμβάνει ότι το «κεφαλή δε της γυναικός ο ανήρ» είναι υποτίμηση του γυναικείου φύλου, τότε ας εκλάβει αναλόγως και το «κεφαλή δε του Χριστού ο Θεός» ως υποβάθμιση δήθεν του Χριστού, κάτι που είναι άτοπο αν λάβουμε υπόψη την χριστολογία του απ. Παύλου στην οποία βασίστηκαν όλοι οι Πατέρες.

Ακόμα καθαρότερα, ότι η υπακοή δεν δείχνει κατωτερότητα αλλά τρόπο συνύπαρξης, είναι αυτό που αναφέρει ο απ Παύλος στην προς Εφεσίους όταν γράφει: «υποτασσόμενοι αλλήλοις» (Ε,21), Δηλαδή και ο άντρας ΥΠΟΤΑΣΣΕΤΑΙ στην γυναίκα.

«Διότι ο μεν ανήρ…είναι εικών και δόξα του Θεού• η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός. Διότι ο ανήρ δεν είναι εκ της γυναικός, αλλ' η γυνή εκ του ανδρός• επειδή δεν εκτίσθη ο ανήρ διά την γυναίκα, αλλ' η γυνή διά τον άνδρα...

Πλην ούτε ο ανήρ χωρίς της γυναικός ούτε η γυνή χωρίς του ανδρός υπάρχει εν Κυρίω. Διότι καθώς η γυνή είναι εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ είναι διά της γυναικός, τα πάντα δε εκ του Θεού» 
(Α’ Κορινθίους, ια 7-12).


Εικόνα και δόξα του Θεού καλείται εδώ ο άνδρας με την έννοια ότι αυτός πλάστηκε πριν από την δημιουργία της γυναίκας, όπως εξηγεί ο Θεοδώρητος· «Καλείται εικών Θεού κυρίως «κατά το αρχικόν μόνον ως απάντων των επί της γης την αρχήν πεπιστευμένον» (Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις τας επιστολάς, Α’ Τόμος, σελ. 350)

Κατά τον Σευηριανό Γαβάλων, δεν λέγεται εδώ ο άνδρας εικόνα του Θεού για την ανωτερότητά του, διότι και η γυναίκα λέγεται εικόνα του Θεού επίσης στην Αγία Γραφή· «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ' εικόνα εαυτού• κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν• άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γένεση, α 27).

 ‘’Ει γαρ ην καθ’ εν τι τούτων, πάντως αν και η γυνή Θεού εικών εκλήθη»(Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις τας επιστολάς, Α’ Τόμος, σελ. 350).

Ο Π. Τρεμπέλας σχολιάζοντας αναφέρει: «Αντανακλά ορατώς την κυριαρχίαν του αοράτου δημιουργού επί πάντων…Αξιοσημείωτον, ότι δεν ονομάζεται και εικών του ανδρός, διότι και αύτη επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού». (Υπόμνημα, σελ. 350).

Τα χωρία σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζουν την γυναίκα. Ο απ. Παύλος απλά αναφέρεται στην δημιουργία όπου δεν δημιουργήθηκε ο άνδρας από την γυναίκα, αλλά η γυναίκα από την πλευρά του άνδρα, για αυτό και «η γυνή είναι δόξα του ανδρός». Η δημιουργία της γυναίκας από τα πλευρά, δηλώνει ότι είναι ίδιας ουσίας με αυτήν του ανδρός και ότι είναι ίση με αυτόν. 
Για αυτό και ο απόστολος Παύλος, δείχνοντας αυτήν την ισότητα, γράφει: «ούτε ο ανήρ χωρίς της γυναικός ούτε η γυνή χωρίς του ανδρός υπάρχει εν Κυρίω». Και εν τέλει, εξυψώνει το γυναικείο φύλο γράφοντας ότι «η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός», η οποία δίνει αξία στον άνδρα. 
Αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος«Επειδή γαρ πολλήν υπεροχήν έδωκε τω ανδρί, ειπών ότι εξ αυτού η γυνή, και ότι δι’ αυτόν· ίνα μήτε τους άνδρας επάρη πλέον του δέοντος, μήτε εκείνας ταπεινώση , όρα πως επάγει την διόρθωσιν, λέγων· «Πλήν ούτε ανήρ χωρίς γυναικός, ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω» 
(26η ομιλία εις την προς Α’ Κορινθίους).

«Ευχαριστούντες πάντοτε υπέρ πάντων εις τον Θεόν και Πατέρα εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, υποτασσόμενοι εις αλλήλους εν φόβω Θεού. Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας ως εις τον Κύριον, διότι ο ανήρ είναι κεφαλή της γυναικός, καθώς και ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός είναι σωτήρ του σώματος. Αλλά καθώς η εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν, ούτω και αι γυναίκες ας υποτάσσωνται εις τους άνδρας αυτών κατά πάντα. Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκάς σας, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής» (Εφεσίους, ε 20-25).

Τα χωρία δείχνουν ένα παραλληλισμό της σχέσης του Χριστού και της εκκλησίας με αυτήν του άνδρα και της γυναίκας. Όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της εκκλησίας, έτσι και ο άντρας είναι κεφαλή της γυναικός του. Όπως η εκκλησία υποτάσσεται στον Χριστό, έτσι και η γυναίκα. Και μάλιστα λέει κατά πάντα.

Τι είναι η «κεφαλή» και η «κατά πάντα υποταγή»; Που αναφέρεται το «κατά πάντα»; Βεβαίως, σε ότι είναι σωστό και όχι παράλογο.
Σε ότι απορρέει από την αγάπη και την φροντίδα που ΟΦΕΙΛΕΙ να έχει ο άντρας στην γυναίκα του, όπως εύκολα προκύπτει από το απόσμασμα. Να τις αγαπάνε όπως ο Χριστός αγάπησε την εκκλησία, και παρέδωσε το σώμα του θυσία για αυτήν. Άρα, η υπακοή της γυναίκας «η κατά πάντα», δεν έχει χαρακτήρα δουλικό και υποτιμητικό, αλλά βασίζεται στην αγάπη, όπως και της Εκκλησίας που βασίζεται στην αγάπη του Κυρίου.

 Ο Χριστός δέχτηκε να πεθάνει στον Σταυρό και να δείξει έμπρακτα την άπειρη αγάπη του για μας. Ομοίως, κατά τα παραπάνω χωρία του αποστόλου Παύλου, ο άνδρας θα ξεχάσει το δικό του θέλημα και θα κάνει αυτό που επιθυμεί εκείνη.

Η έννοια της υποταγής έχει να κάνει και με την ευθύνη που έχει ο Χριστός απέναντι στην εκκλησία του. Έτσι και ο άντρας έχει την ευθύνη της γυναίκας του.

«Ούτω χρεωστούσιν οι άνδρες να αγαπώσι τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα. Όστις αγαπά την εαυτού γυναίκα εαυτόν αγαπά» (Εφεσίους, ε 28).

Σχετικά με το χωρίο «η δε γυνη ινα φοβηται τον ανδρα», πρέπει να το πιάσουμε από πιο πριν που λέει: «έκαστος την εαυτού γυναίκα ούτως αγαπάτω ως εαυτόν η δε γυνή ίνα φοβηται τον άνδρα» (Εφεσίους, ε 33).


Όπως βλέπουμε, μιλάει για αγάπη και για «φόβο». Οι λέξεις μέσα στην Αγία Γραφή έχουν πολλές σημασίες. Εδώ, η λέξη «φόβος» δεν έχει την έννοια που μας έρχεται πρώτη στο νου.Έχει την έννοια του σεβασμού. Για αυτό, και οι περισσότερες μεταφράσεις, ως «σεβασμό» την αποδίδουν.

Ας το δείξουμε όμως από την ίδια την Αγία Γραφή. Ο φόβος δεν συνυπάρχει με την αγάπη. Η Γραφή είναι σαφέστατη: «Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον, διότι ο φόβος έχει κόλασιν• και ο φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη» (Α’ Ιωάννου, δ 18).

Ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζει ως εξής: «Οικέτην μεν γαρ φόβω τις αν καταδήσαι, μάλλον δε ουδέ εκείνον, ταχέως γαρ αποπηδήσας οιχήσεται· την δε του βίου κοινωνόν, την παίδων μητέρα, την πάσης ευφροσύνης υπόθεσιν, ου φόβω και απειλαίς δει καταδεσμείν, αλλ΄αγάπη και διαθέσει. Ποία γαρ συζυγία, όταν η γυνή τον άνδρα τρέμη;» (Ομιλία Κ προς Εφεσίους). 
Δηλαδή, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, δεν μπορεί να υπάρξει συζυγία που να βασίζεται στον τρόμο. Όχι μόνο στην συζυγία, όπου η γυναίκα χαρακτηρίζεται ως «κοινωνός του βίου του ανδρός» και «μητέρα των παιδιών», αλλά ούτε καν στις σχέσεις εργοδοτών και υπηρετών.

Στην ίδια ομιλία του λέει και τα εξής: « Αλλά όταν ακούεις φόβον, ελευθέρα προσήκοντα φόβον απαίτει, μη καθώς δούλης· σώμα γαρ εστί σον· αν γαρ τούτο ποιήσης, σαυτόν καθυβρίζεις, το σώμα ατιμάζων το σον. Ποιος δε εστίν φόβος; Ώστε μη αντιλέγειν, ώστε μη επανίστασθαι, ώστε μη των πρωτείων εράν· αρκεί μέχρι τούτων εστάναι τον φόβον. Αν δε αγαπάς, ως εκελεύσθης, μείζονα εργάση· μάλλον δε ουκέτι φόβω τούτο εργάση αλλά και αυτή η αγάπη εργάζεται τι»

«Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, καθώς πρέπει εν Κυρίω. Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας σας και μη ήσθε πικροί προς αυτάς. Τα τέκνα, υπακούετε εις τους γονείς κατά πάντα• διότι τούτο είναι ευάρεστον εις τον Κύριον» 
(Κολοσσαείς, γ 18)

Τα παιδιά να υπακούουν στους γονείς. Δεν εξαιρεί πουθενά την γυναίκα, αφού αναφέρεται στους γονείς και όχι αποκλειστικά στους πατέρες . Όπως τα παιδιά οφείλουν να ακούνε τον πατέρα, άλλο τόσο και την μητέρα.

«Η γυνή ας μανθάνη εν ησυχία μετά πάσης υποταγής• εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα• και ο Αδάμ δεν ηπατήθη, αλλ' η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις» (Α’ Τιμοθέου, β 11-14).


Ο απόστολος Παύλος στο συγκεκριμένο κομμάτι αναφέρεται στην περίπτωση της Εύας, χωρίς να σημαίνει ότι υποτιμά το γυναικείο φύλο, διότι σε άλλα σημεία αναφέρεται στον Αδάμ. Στο συγκεκριμένο κομμάτι αναφέρει την Εύα διότι αναφέρεται πιο πριν στις γυναίκες. Και μάλιστα αναφέρεται στο πρώτο σκέλος της εξαπάτησης, όπου συμμετείχε η Εύα. Σε άλλα σημεία αναφέρεται στον Αδάμ.

«Διότι επειδή ο θάνατος ήλθε δι' ανθρώπου, ούτω και δι' ανθρώπου η ανάστασις των νεκρών.Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ» (Α Κορινθιους 15,22).


Ο απ. Παύλος, εξισώνει τα δύο φύλα και μάλιστα σε μια εποχή όπου η γυναίκα ήταν πραγματικά υποτιμημένη αν ανατρέξουμε σε κείμενα αρχαία του εθνικού κόσμου. Ονομάζει την Πρίσκιλλα ως συνεργό του αναφέροντάς την πρώτη, και στην συνέχεια τον σύζυγό της Ακύλα:«ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν τους συνεργούς μου εν Χριστώ Ιησού». (Ρωμαίους ιστ,3)

Ο απ. Παύλος, είναι σαφέστατος:

«Διότι πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού• επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε. Δεν είναι πλέον Ιουδαίος ουδέ Έλλην, δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος, δεν είναι άρσεν και θήλυ• διότι πάντες σεις είσθε εις εν Χριστώ Ιησού» (Γαλάτας, γ 26-28).

Επιμέλεια: Sophia-Siglitiki Drekou

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ

Οι αιρετικοί είναι ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι. Γι' αυτό μη μας εκπλήσσει που και αυτοί μιλούν για Χριστό και υποκρίνονται ότι είναι ευσεβείς. Στ' αλήθεια είναι λύκοι με προβιά προβάτων!



 
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη
 
     Το στόμα του Χρυσορρήμονος Ιωάννου και η γραφίδα του θα χρειαζόταν για να εγκωμιάσουμε επαξίως τον μέγα Απόστολο Παύλο, το στόμα του Χριστού. Επειδή μας λείπουν και τα δύο αυτά, θα δανεισθούμε λόγους του ίδιου του Αποστόλου για να παρουσιάσουμε το θέμα μας. Φυσικά την αντιμετώπιση των αιρέσεων, θέμα τόσο σημαντικό στην ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσε να την αμελήσει αυτός που είχε την μέριμναν πασών των εκκλησιών1, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το πως βλέπει ο Απόστολος την υγιαίνουσα διδασκαλία. Τι είναι, δηλαδή, αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ορθοδοξία, τι είναι η σωστή πίστη, για να την αντιδιαστείλουμε κατόπιν προς την αίρεση. Υιοί Θεού, λέγει ο Απόστολος, είναι όσοι κινούνται και καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα (Ρωμ. 8, 14), οι πνευματέμφοροι, δηλαδή οι Άγιοι. Αυτοί είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί.
H σωστή πίστη, η υγιαίνουσα διδασκαλία, όπως την ονομάζει ο Απόστολος, είναι αποτέλεσμα καθαράς συνειδήσεως, η οποία γεννιέται από τον καθαρό βίο. Η υγιής διδασκαλία της Εκκλησίας απευθύνεται στους πάντας. Έρωτα ο Απόστολος: Η Ιουδαίων ο Θεός μόνον; Ουχί δε και εθνών; Και απαντά: Ναι και εθνών2. Όχι μόνο στους Ιουδαίους αλλά σε όλους απευθύνεται ο Χριστός. Όλοι -αρκεί να το θέλουν- μπορούν να γίνουν κατά χάριν παιδιά του, να φθάσουν στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στην κατά χάριν θέωση.
Όμως, δυστυχώς, δεν ανταποκρίνονται όλοι σ' αυτό το κάλεσμα του Χριστού. Μάλλον αυτοί που ανταποκρίνονται είναι σχετικώς λίγοι. Αυτοί που ανταποκρίνονται αγιάζονται και σώζονται με τη χάρη του Χριστού και όχι με τις δικές τους μόνο δυνάμεις. Στην Εκκλησία έχουμε Χριστοσωτηρία και όχι αυτοσωτηρία ή εργοσωτηρία. Χάριτι έστε σεσωσμένοι3 βροντοφωνάζει ο Απόστολος.
Η σωστή πίστη φαίνεται στην καθημερινή πράξη. Όπως λέμε στη θεολογική γλώσσα, το δόγμα (δηλ. το τι πιστεύουμε) έχει -θα πρέπει να έχει- άμεση σχέση με το πως ζούμε. Παράλληλα όμως και σε αντίθεση προς το μυστήριο της ευσεβείας, που είναι η Εκκλησία, υπάρχει και το μυστήριο της ανομίας, η αίρεση δηλαδή και η πλάνη.
Σε αντίθεση με την Εκκλησία που χαρακτηρίζεται από ενότητα, στην αίρεση και την πλάνη υπάρχει πολυδιάσπαση. Είναι οι άθεοι και άπιστοι, οι αιρετικοί, οι σχισματικοί, αυτοί που κάνουν δικές τους φατρίες, οι σκανδαλοποιοί, αυτοί που επιμένουν στην αμαρτία και δεν μετανοούν.
Βασική αιτία όλων αυτών των καταστάσεων είναι η υπερηφάνεια. Ει τις ετεροδιδασκαλεί... γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο ο Απόστολος Παύλος, τετύφωται4. Δηλαδή με απλά λόγια, όποιος φτιάχνει μία δική του θρησκεία, δηλ. μια αίρεση, τετύφωται, έχει μέσα του βουνό την υπερηφάνεια, γι' αυτό και δεν υποτάσσεται στον αληθινό Θεό.
Η υπερηφάνεια και τα πάθη, που γεννώνται από αυτήν, ρίχνουν τον άνθρωπο στην αίρεση. Ρίζα γαρ πάντων των κακών έστιν η φιλαργυρία, γράφει πάλι στον μαθητή του Τιμόθεο ο θείος Παύλος, ης τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως...5. Η αμαρτία και τα πάθη μιαίνουν, λερώνουν τον νου και την συνείδηση και έτσι ο άνθρωπος απορρίπτει την υγιά διδασκαλία και ακολουθεί το δρόμο της αυτονομίας δουλεύοντας στα πάθη του. Οι απωσάμενοι την πίστιν και την αγαθήν συνείδησιν, εναυάγησαν περί την πίστιν6.
Πίσω από τα πάθη φυσικά είναι ο διάβολος, ο πατέρας του ψεύδους, που τα υποκινεί και παρασύρει τον άνθρωπο. Η αίρεση, η ετεροδιδασκαλία, όπως την ονομάζει ο Απόστολος, ξεκινά ως ένα ξένο σώμα μέσα στην Εκκλησία, το οποίο ο ζωντανός οργανισμός, που είναι η Εκκλησία, το αποβάλλει. Την αίρεση δημιουργεί ο θεός του αιώνος τούτου, δηλαδή το σαρκικό φρόνημα, το φρόνημα του παλαιού ανθρώπου, του ανθρώπου των παθών. Έτσι έχουμε μπροστά μας δύο αντίθετους κόσμους.
Την Εκκλησία από τη μία πλευρά και την αίρεση από την άλλη. Όπως το φως με το σκοτάδι δεν μπορούν να συνυπάρξουν, έτσι και η αλήθεια της Εκκλησίας με το ψέμα των αιρέσεων.
Να τι γράφει ο Απόστολος Παύλος στη Β' προς Κορινθίους επιστολή του: κεφ. 6, 14
14 Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, ἢ τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;. 15 τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελιάρ, ἢ τίς μέρις πιστῷ μετὰ ἀπίστου;. 16 τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ἡμεῖς γὰρ ναὸς θεοῦ ἐσμεν ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονται μου λαός. 17 διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς. 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει κύριος παντοκράτωρ.
Δηλαδή:
14 Μη συνάπτετε στενόν σύνδεσμον προς τους απίστους, με τους οποίους δεν ημπορείτε να αποτελέσετε ταιριαστό ζευγάρι, ώστε να εμβαίνετε εις τον ίδιον ζυγόν μαζί τους. Διότι ποίος συνεταιρισμός ημπορεί να υπάρχη μεταξύ δικαιοσύνης και ανομίας; Ποία δε επικοινωνία μεταξύ φωτός και σκότους; 15 Ποία δε συμφωνία μπορεί να γίνη μεταξύ του Χριστού και του Σατανά; Ή ποίον μερίδιον δύναται να έχη ένας πιστός με ένα άπιστον; 16 Πως δε ημπορεί να ευρίσκωνται μαζί εις τον ίδιον τόπον ο ναός του Θεού και τα είδωλα; Ναι• δεν έχουν καμμίαν θέσιν τα είδωλα εις σας. Διότι σεις είσθε ναός του ζώντος Θεού, καθώς είπεν εις την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός• Ότι θα κατοικήσω μέσα των και θα περιπατήσω μεταξύ των και θα είμαι Θεός ιδικός των και αυτοί θα είναι λαός μου. 17 Δι' αυτό εξέλθετε από μέσα από τους απίστους και ξεχωρισθήτε από αυτούς, λέγει ο Κύριος, και μη εγγίζετε οτιδήποτε ακάθαρτον. Και εγώ θα σας δεχθώ με στοργήν πατρικήν. 18 Και θα γίνω πατέρας σας και σεις θα είσθε παιδιά μου και θυγατέρες μου, λέγει ο Κύριος ο παντοκράτωρ7.
Η εμφάνιση των αιρέσεων δίνει την ευκαιρία να δοκιμασθεί και η αγάπη μας προς τον Χριστό, αν είναι γνήσια ή όχι. Αυτό το νόημα έχει ο λόγος του Αποστόλου δει γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν8.
Είπαμε ότι στη βάση όλων των αιρέσεων βρίσκεται η υπερηφάνεια. Απ' αυτήν ακριβώς γεννιέται και η υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον εαυτό του και στην προκειμένη περίπτωση η πίστη ότι με την κτιστή διάνοιά του ο άνθρωπος θα βρει μόνος του την αλήθεια. Βλέπετε, συνιστά στους Κολοσσαείς ο Απόστολος, μη τις υμάς εσταί ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής [=κούφιας] απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν9.
      Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι κάνουν οι αιρέσεις. Οι αιρέσεις κηρύσσουν ένα άλλο Ευαγγέλιο (έτερον Ευαγγέλιον) και όχι το Ευαγγέλιο της εν Χριστώ σωτηρίας. Σήμερα κατ' εξοχήν αυτό το έτερον Ευαγγέλιον συνοψίζεται στην εωσφορική πρόταση της αυτοσωτηρίας και αυτοθεώσεως του ανθρώπου χωρίς τον Θεό.
Οι αρχηγοί και διαφημιστές των αιρέσεων λένε στους ανθρώπους αυτά που τους αρέσουν, κολακεύουν τα πάθη τους, χαϊδεύουν τις ακοές των ανθρώπων10. Οι αιρέσεις σπρώχνουν τους ανθρώπους προσέχειν μύθοις11, να ασχολούνται με παραμύθια, θα λέγαμε στην απλή γλώσσα. Αυτό κι αν δεν γίνεται σήμερα! Βομβαρδίζονται οι άνθρωποι με ωροσκόπια, χαρτιά ταρώ και χίλια δύο άλλα παρόμοια. Τα υποψήφια θύματα εξαπατώνται με κούφια λόγια12.
Οι αιρετικοί είναι ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι13. Γι' αυτό μη μας εκπλήσσει που και αυτοί μιλούν για Χριστό14 και υποκρίνονται ότι είναι ευσεβείς15. Στ' αλήθεια είναι λύκοι με προβιά προβάτων! Το κρίσιμο σημείο είναι αν πιστεύει κανείς στον σταυρό και στην ανάσταση του Χριστού και στο ότι ο Χριστός είναι ο μοναδικός σωτήρας του ανθρώπου, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτία.
Το να δέχεται κάποιος τον Ιησού Χριστό ως ένα σπουδαίο πνευματικό δάσκαλο ή κοινωνικό επαναστάτη, δεν σημαίνει τίποτε. Αυτό που ξεχωρίζει την πίστη της Εκκλησίας από την πλάνη των αιρέσεων, είναι ότι η Εκκλησία ομολογεί και κηρύσσει Ιησούν Χριστόν σταυρωθέντα και αναστάντα, μοναδικό σωτήρα του ανθρώπου. Τίποτε λιγότερο από αυτό.
     Η αντιμετώπιση των αιρέσεων
Ας δούμε τώρα τι λέγει ο Απόστολος Παύλος για την αντιμετώπιση των αιρέσεων. Όπως ξέρουμε, η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη. Η γνώση και βίωση της πίστεως• η συνειδητή ένταξη στην Εκκλησία ως σώμα Χριστού και η στερέωση στην πίστη• αυτή είναι η καλύτερη πρόληψη.
Για να μη φάει ο λύκος τα πρόβατα, θα πρέπει ο τσομπάνης (ο ποιμήν) να είναι καλός και τα σκυλιά να κάνουν σωστά τη δουλειά τους αλλά και τα ίδια τα πρόβατα να γνωρίζουν να προφυλάσσονται.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο.
Ο Απόστολος μας δίνει απλές, αποτελεσματικές αλλά και κατηγορηματικές οδηγίες στα λογικά πρόβατα: Επειδή οι αιρετικές διδασκαλίες προκαλούν κλυδωνισμούς και αναταράξεις στις συνειδήσεις16 γι' αυτό, λέγει
 α): μη διαβάζετε και μην ακούτε αιρετικά πράγματα (διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη παραφέρεσθε...17) και
β): απομακρυνθείτε από αιρετικούς ανθρώπους (μη ουν γίνεσθε συμμέτοχοι αυτών18 και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μαλλον δε και έλέγχετε19) και
 γ): Ακόμη και άγγελος εξ ουρανού να σας κηρύξει άλλο ευαγγέλιο, μην το δεχθείτε. Να τι γράφει ο Απόστολος στους Γαλάτες: Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα εστω20.
Δίνει δηλαδή ο Απόστολος ένα απόλυτο αλλά και ασφαλέστατο κριτήριο: Ό,τι δεν συμφωνεί με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας (εδώ συμπεριλαμβάνονται οι Ιεροί Κανόνες και η διδασκαλία των Αγίων), εσείς -λέγει- μην το δεχθείτε και μην το ακολουθήσετε, όποιος και αν είναι αυτός που θα σας το πει!
Ας έρθουμε τώρα και στους ποιμένες των λογικών προβάτων. Τι θα πρέπει να κάνουν αυτοί, ώστε με τη χάρη του Θεού να διαφυλάξουν τα πρόβατα από τους λύκους-αιρετικούς.
Κατ' αρχήν ο καλός ποιμήν θα πρέπει να είναι πρόθυμος να θυσιασθεί για το ποίμνιο, κατά το πρότυπο του καλού ποιμένος Χριστού. Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος21, παραγγέλλει ο θείος Παύλος. Ο καλός ποιμήν γνωρίζει ότι εχθρός είναι ο διάβολος και η πλάνη. Τον διάβολο λοιπόν και την πλάνη αποστρέφεται. Τους πλανωμένους, τα θύματα των αιρέσεων, τα αντιμετωπίζει όπως ο γιατρός τους ασθενείς. Προσπαθεί να τους βοηθήσει, εάν φυσικά το θέλουν και το δέχονται.
Ο καλός ποιμήν αφήνει τα 99 πρόβατα της μάνδρας για να αναζητήσει το ένα χαμένο και πανηγυρίζει όταν το βρεί22. Ο καλός ποιμήν απευθύνεται σε όλους κηρύσσοντας το Ευαγγέλιον (=χαρμόσυνο άγγελμα) της σωτηρίας23, ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας24, ερμηνεύει σωστά το Ευαγγέλιο. Απευθύνεται κυρίως στην ελευθερία των προσώπων και προσπαθεί να κεντρίσει το φιλότιμό τους25.
Ο καλός ποιμήν μιλάει τη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται. Χρησιμοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του (σήμερα ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο-Internet) -υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι αυτά είναι συμβατά με το φρόνημα και το ήθος της Εκκλησίας- προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του, να μεταδώσει δηλαδή το Ευαγγέλιο.
Να τι γράφει ό Απόστολος μας στους Κορινθίους 9,19 :
19 Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· 20 καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὕπο νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, μὴ ὢν αὐτὸς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· 21 τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος θεοῦ ἀλλ' ἔννομος Χριστοῦ, ἵνα κερδάνω τοὺς ἀνόμους· 22 ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω.26
Ο καλός ποιμήν χρησιμοποιεί διαφόρους τρόπους ποιμαντικής δράσεως, όπως ο καλός γιατρός διάφορα φάρμακα, ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα της αρρώστιας. Να τι υποδεικνύει στον μαθητή του Τιμόθεο: Κήρυξον τον λόγον, επίστηθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον (=παρηγόρησον), εν πάση μακροθυμία και διδαχή27. Άλλοτε χρειάζεται πολλή αγάπη μήπως τη περισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος28 και άλλοτε αυστηρότητα29 πάλι για το καλό του ασθενούντος πνευματικά ή πλανωμένου.
Μερικές φορές χρειάζεται και ο έλεγχος δημοσία και όχι μόνον κατ' ιδίαν. ...τους αμαρτάνοντας ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον εχωσι30 γράφει ο Απόστολος προς τον μαθητή του Τιμόθεο. Είναι περιπτώσεις που επιβάλλεται άμεση ενέργεια και αποστομωτική απάντηση, διότι οι ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται (=που εξαπατούν τα μυαλά των άλλων)31, κάνουν μεγάλη ζημιά. Στο να έχουν καλό αποτέλεσμα οι λόγοι και οι ενέργειες του ποιμένος βοηθεί το να είναι αυτός ακατηγόρητος32, το να μη βαρύνεται, δηλαδή, με λόγους και πράξεις για τις οποίες μπορεί να κατηγορηθεί, ούτε, ακόμη περισσότερο, με σκάνδαλα.
Μερικές φορές η θεραπεία είναι δύσκολη, επειδή άργησε ο ασθενής να πάει στον γιατρό33. Άλλες φορές πάλι επιβάλλεται η αποκοπή του μέλους που νοσεί ανιάτως και κινδυνεύει να μολύνει, σαν τη γάγγραινα, και τα υγιή μέλη34. Πάντως ο καλός ποιμήν ποτέ δεν απελπίζεται, αφού το ξυπνητήρι της συνειδήσεως μπορεί να λειτουργήσει μέχρι και την τελευταία στιγμή, που ο άνθρωπος έχει τα μάτια του ανοιχτά σ' αυτόν τον κόσμο.
Ας δούμε και ερμηνεία του γνωστού γραφικού χωρίου αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος35. Εδώ ο Απόστολος εννοεί τον αιρετικό που επιμένει να δημιουργεί σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία. Αυτόν πράγματι, αφού τον συμβουλεύσει ο ποιμήν μια-δυο φορές και δεν διορθώνεται, είναι καλύτερα να παύσει να ασχολείται μαζί του και να τον αποκόψει.
Εδώ φθάσαμε στο τέλος του σύντομου ταξιδιού με οδηγό τον μέγα Απόστολο των εθνών Παύλο. Ακούσαμε τι λέγει για τις αιρέσεις και τον τρόπο της αντιμετωπίσεώς των. Θα το συνοψίσουμε και θα το επαναλάβουμε: μόνον η συνειδητή ένταξή μας στη μάνδρα της Εκκλησίας μας παρέχει ασφάλεια από τους λύκους-αιρετικούς, οι οποίοι μάλιστα πολλές φορές εμφανίζονται με ένδυμα προβάτου.
Ας ευχηθούμε ο καλός Θεός, ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι, και εις επίγνωσιν αληθείας έλθείν36, να φωτίζει με τις ευχές των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πάντων των αγίων εμάς μεν να φυλάξουμε τον θησαυρό της πίστεως αγωνιζόμενοι και αγιαζόμενοι, τους δε μακράν της ποίμνης αιρετικούς και πλανωμένους να φωτίζει, ώστε να επιστρέψουν εν μετανοία στην αγκαλιά του στοργικού πατέρα, που τους περιμένει υπομονετικά.
 
 
1. Β' Κορ. 11, 28.
2. Ρωμ. 3, 29.
3. 'Εφ. 2,5
4. Α' Τιμ. 6, 3.
5. Α' Τιμ. 6, 10.
6. Πρβλ. Α' Τιμ. 1, 19.
7. Βλ. Καινή Διαθήκη, έκδ. Σωτήρ, 3-6-1993, σσ. 728
8. Α' Κορ. 11, 12.
9. Κολ. 1, 8.
10. κνηθόμενοι την ακοήν, λέγει ο Απόστολος μας, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο (Β' Τιμ. 4, 2).
11. Α' Τιμ. 1, 3.
12. Εφ. 5, 6.
13. Β' Κορ. 11, 13.
14. Φιλ. 1, 15.
15. Ρωμ. 16, 17-18.
16. Εφ. 4, 14.
17. Εβρ. 13, 9.
18. Εφ. 5, 7.
19. Εφ. 5, 11.
20. Γαλ. 1, 8.
21. Α' Κορ. 10, 24).
22. Ματθ. 18, 12-13.
23. Κορ. 1, 28.
24. Β' Τιμ. 2, 15.
25. Β' Κορ. 8, 8.
26. Α' Κορ. 9, 19-22.
27. Β' Τιμ. 4, 2.
28. Β' Κορ. 2, 6.
29. Α' Κορ. 4, 18-21.
30. Α' Τιμ. 5, 20.
31. Τίτ. 1, 10.
32. Τίτ. 2, 8.
33. Πρβλ. Εβρ. σ. 6.
34. Β' Θεσσ. 3, 6.
35. Τίτ. 3, 10-11.
36. Πρβλ. Α' Τιμ. 2,4
 
Περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ τεύχος 56

Εγκώμιον εις τον Απόστολον Παύλον Του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου

 

Τι τέλος πάντων είναι ο άνθρωπος και πόση είναι η ευγένεια της δικής μας φύσης και πόσο ικανό στην αρετή είναι αυτό το όν, μας το έδειξε περισσότερο απ᾽ όλους τους ανθρώπους ο Παύλος. Και τώρα σηκώνεται, από εκεί που έχει φτάσει, και με καθαρή φωνή προς όλους εκείνους που κατηγορούν τη φύση μας απολογείται για χάρη του Κυρίου, προτρέπει για αρετή, κλείνει τα αναίσχυντα στόματα των βλάσφημων και αποδεικνύει ότι δεν είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στους αγγέλους και στους ανθρώπους, αν θέλουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας. Γιατί χωρίς να έχει άλλη φύση, ούτε να έχει λάβει άλλη ψυχή, ούτε να κατοίκησε σ᾽ άλλο κόσμο, αλλά αν και ανατράφηκε στην ίδια γη και τόπο και με τους ίδιους νόμους και συνήθειες, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν από τότε που έγιναν οι άνθρωποι. Που είναι λοιπόν εκείνοι που λέγουν, ότι είναι δύσκολο πράγμα η αρετή και εύκολο η κακία; Γιατί ο Παύλος τους αντικρούει λέγοντας ‹‹Οι θλίψεις μας που γρήγορα περνούν, προετοιμάζουν σ᾽ εμάς σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας›› (Β’ Κορ. 4, 17). Εάν όμως τέτοιες θλίψεις περνούν εύκολα, πολύ περισσότερο οι φυσικές ηδονές.
Και δεν είναι μόνο αυτό το θαυμαστό του, ότι δηλαδή από πολλή προθυμία δεν αισθανόταν τους κόπους του για την αρετή, αλλ᾽ ότι ασκούσε αυτήν χωρίς αμοιβή. Εμείς βέβαια δεν υπομένουμε κόπους γι᾽ αυτήν αν και υπάρχουν αμοιβές. Εκείνος όμως και χωρίς τα έπαθλα την επιζητούσε και την αγαπούσε, και εκείνα που θεωρούνταν ότι είναι εμπόδιά της τα ξεπερνούσε με κάθε ευκολία. Και δεν επικαλέσθηκε ούτε την αδυναμία του σώματος, ούτε την τυραννίδα της φύσης, ούτε τίποτε άλλο. Αν και είχε αναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα από τους στρατηγούς και όλους τους βασιλείς της γης, αλλ᾽ όμως κάθε ημέρα ήταν ακμαίος, και ενώ οι κίνδυνοί του επαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Για να δείξει αυτό ακριβώς έλεγε, ‹‹ξεχνώντας τα όσα έγιναν στο παρελθόν και φροντίζοντας για εκείνα που είναι μπροστά μου›› (Φιλιπ. 3, 14). Και ενώ περίμενε τον θάνατο, καλούσε σε συμμετοχή της ηδονής αυτής λέγοντας, ‹‹χαίρετε και να χαίρεστε μαζί μου›› (Φιλιπ. 2, 18). Και ενώ τον απειλούσαν κίνδυνοι και προσβολές και κάθε ατιμία, πάλι σκιρτούσε και όταν έγραφε την επιστολή στους Κορινθίους έλεγε, ‹‹Γι᾽ αυτό και ευφραίνομαι σε ασθένειες, σε προσβολές, σε διωγμούς›› (Β΄ Κορ. 12, 10). Και τα ονόμασε αυτά όπλα της δικαιοσύνης, αποδεικνύοντας ότι και από αυτά είχε πολύ μεγάλες ωφέλειες και από παντού ήταν ακατάβλητος στους εχθρούς του. Και ενώ παντού τον βασάνιζαν, τον περιφρονούσαν, τον κακολογούσαν, σαν να βάδιζε σε θριάμβους και να έστησε σταθερά τρόπαια σ᾽ όλα τα σημεία της γης, έτσι υπερηφανευόταν και ευχαριστούσε το Θεό λέγοντας. «Η ευχαριστία ανήκει στο Θεό ο οποίος πάντοτε μας οδηγεί σε θρίαμβο» (Β’ Κορ. 2, 14).
Και την κακοποίηση και την προσβολή για το κήρυγμα επιζητούσε περισσότερο απ᾽ όσο εμείς την τιμή, και το θάνατο απ᾽ όσο εμείς τη ζωή, και τη φτώχεια απ᾽ όσο εμείς τον πλούτο, και τους κόπους περισσότερο απ᾽ όσο άλλοι τις ανέσεις, και όχι απλά περισσότερο, αλλά πολύ περισσότερο, και τη λύπη περισσότερο απ᾽ όσο άλλοι τη χαρά, και το να εύχεται για τους εχθρούς περισσότερο απ᾽ όσο το να τους καταριούνται οι άλλοι. Και ανάτρεψε την τάξη των πραγμάτων, ή καλύτερα εμείς την ανατρέψαμε, εκείνος όμως, όπως τη νομοθέτησε ο Θεός, έτσι τη φύλασσε. Γιατί όλα αυτά ήταν σύμφωνα με τη φύση, εκείνα όμως αντίθετα. Ποια είναι η απόδειξη; Το ότι ο Παύλος, αν και ήταν άνθρωπος, ακολουθούσε περισσότερο αυτά παρά εκείνα. Ένα μόνο πράγμα ήταν φοβερό γι᾽ αυτόν και απόφευγε, το να αντιμάχεται το Θεό, και τίποτε άλλο. Όπως βέβαια τίποτε άλλο δεν του ήταν ποθητό, όσο το να αρέσει στον Θεό. Και δε λέγω τίποτε από τα παρόντα, αλλά ούτε και από τα μέλλοντα. Και μη μου πεις τις πόλεις και τα έθνη και τους βασιλείς και τα στρατόπεδα και τα χρήματα και τις σατραπείες και τις δυναστείες, γιατί ούτε ιστό αράχνης τα θεωρούσε αυτά. Αλλά σκέψου αυτά που υπάρχουν στους ουρανούς και τότε θα καταλάβεις τη σφοδρή αγάπη που είχε για το Χριστό. Γιατί ο Παύλος γι᾽ αυτήν την αγάπη δε θαύμασε ούτε την αξία των αγγέλων, ούτε των αρχαγγέλων, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο.
Είχε μέσα του πιο μεγάλο απ᾽ όλα, την αγάπη του Χριστού και μαζί με τούτο θεωρούσε τον εαυτό, του τον πιο ευτυχισμένο απ᾽ όλους. Και χωρίς αυτό, δεν επιθυμούσε να γίνει ένας από τις κυριότητες, ούτε από τις αρχές και εξουσίες (ονομασίες αγγελικών ταγμάτων), αλλά μαζί με την αγάπη αυτήν ήθελε περισσότερο να είναι ανάμεσα στους τελευταίους και τους κολασμένους, παρά χωρίς αυτήν ανάμεσα στους πρώτους και τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾽ αυτόν ήταν μία, το να χάσει την αγάπη αυτή. Αυτό ήταν για τον Παύλο γεέννα, αυτό τιμωρία, αυτό άπειρα κακά όπως ακριβώς και απόλαυση, το να πετύχει την αγάπη. Αυτό ήταν η ζωή του, αυτό ο κόσμος του, αυτό ο άγγελός του, αυτό τα παρόντα, αυτό τα μέλλοντα, αυτό βασιλεία, αυτό υπόσχεση, αυτό τα άπειρα αγαθά. Και κάθε άλλο που δεν οδηγούσε εδώ, δεν το θεωρούσε ούτε δυσάρεστο, ούτε ευχάριστο. Έτσι όμως περιφρονούσε όλα τα ορατά, όπως το σάπιο χόρτο. Και οι τύραννοι και οι πόλεις που άφριζαν από θυμό του φαίνονταν ότι είναι κουνούπια, ενώ ο θάνατος και οι τιμωρίες και τα πάρα πολλά βασανιστήρια του φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Αλλά βέβαια τα υπόφερε για το Χριστό.
Γιατί τότε τα δεχότανε με χαρά αυτά και στα δεσμά του έτσι υπερηφανευόταν, όπως δε θα υπερηφανευόταν ο Νέρων όταν είχε στο κεφάλι του το βασιλικό διάδημα. Και έμεινε στη φυλακή, σαν να ήταν ο ουρανός, και δεχόταν τα κτυπήματα και τις μαστιγώσεις πιο ευχάριστα από εκείνους που αρπάζουν τα βραβεία. Και τους πόνους αγαπούσε όχι λιγότερο από τα έπαθλα, θεωρώντας τους πόνους ότι είναι έπαθλο. Γι᾽ αυτό και τους ονόμαζε χάρη.
Πρόσεχε όμως. Έπαθλο ήταν, το να πεθάνει και να είναι μαζί με το Χριστό, το να παραμείνει όμως στη ζωή, ήταν αυτός ο αγώνας. Αλλ᾽ όμως αυτό προτιμά περισσότερο από εκείνο και λέγει ότι του είναι αναγκαιότερο. Το να αποχωρισθεί από το Χριστό, ήταν αγώνας και κόπος, ή καλύτερα περισσότερο από αγώνα και κόπο το να παραμένει μαζί του, ήταν έπαθλο. Αυτό όμως προτιμά περισσότερο από εκείνο για χάρη του Χριστού.
            Αλλά θα μπορούσε ίσως να πει κανείς, ότι όλα αυτά του ήταν ευχάριστα για χάρη του Χριστού. Αυτό λοιπόν λέγω και εγώ, ότι δηλαδή εκείνα πού για μας είναι αιτία λύπης, αυτά προκαλούσαν σ᾽ εκείνον μεγάλη ευχαρίστηση. Και γιατί λέγω τους κινδύνους και τις άλλες ταλαιπωρίες; Αφού πραγματικά ήταν σε διαρκή λύπη γι᾽ αυτό και έλεγε «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ μαζί του; Ποιός σκανδαλίζεται και δεν δοκιμάζομαι και εγώ;» (Β' Κορ. 11, 19). Αλλ᾽ όμως και τη λύπη θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε σαν ευχαρίστηση. Γιατί πολλοί και όταν χάσουν τα παιδιά τους και τους επιτρέπεται να θρηνούν, παρηγορούνται όταν όμως εμποδίζονται, στενοχωρούνται. Έτσι λοιπόν και ό Παύλος, κλαίοντας νύκτα και ημέρα, παρηγορούνταν. Γιατί κανένας δεν πένθησε έτσι τα δικά του κακά, όπως εκείνος τα ξένα. Πώς λοιπόν θεωρείς ότι συμπεριφέρεται, αφού οι Ιουδαίοι δε σώζονται, για να σωθούν αυτοί, όταν εύχεται να εκπέσει αυτός από την ουράνια δόξα; Επομένως είναι φανερό ότι το να μη σωθούν αυτοί ήταν πολύ χειρότερο γι᾽ αυτόν. Γιατί αν δεν ήταν χειρότερο, δεν θα ευχόταν εκείνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), αφού το προτίμησε σαν ελαφρότερο και που έχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Και όχι απλώς ήθελε, αλλά φώναζε λέγοντας, «Ότι υπάρχει μέσα μου λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου» (Ρωμ. 9, 2).[...]
Γι᾽ αυτό εκπλήσσομαι με τη δύναμη του Θεού, γι᾽ αυτά θαυμάζω την προθυμία του Παύλου, επειδή δέχτηκε τόση χάρη, επειδή έκαμε τέτοιον τον εαυτό του. Και σας παρακαλώ να μη θαυμάζετε μόνο, αλλά και να μιμείσθε το παράδειγμα αυτό της αρετής, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να λάβουμε τα ίδια μ᾽ εκείνον στεφάνια. Εάν όμως απορείς ακούοντας ότι, αν κατορθώσεις τα ίδια, με τον Παύλο, άκουσε αυτόν να λέγει τα εξής. «Έχω αγωνισθεί τον καλό αγώνα, έχω φθάσει στο τέλος του δρόμου, έχω διαφυλάξει την πίστη. Λοιπόν μου επιφυλάσσεται το στεφάνι τής δικαιοσύνης, που θα μου δώσει σαν ανταμοιβή ο Κύριος, ό δίκαιος κριτής, κατά την ημέρα εκείνη και όχι μόνο σ᾽ εμένα, αλλά και σ᾽ όλους που έχουν αγαπήσει την εμφάνισή του» (Β' Τιμ. 4, 7-8).
Bλέπεις πως όλους τους καλεί στην ίδια κοινωνία; Επειδή λοιπόν υπάρχουν τα ίδια για όλους, ας φροντίσουμε όλοι να γίνουμε άξιοι των αγαθών τα οποία μας έχει υποσχεθεί. Και ας μη δούμε μόνο το μέγεθος και την έκταση των κατορθωμάτων, αλλά και το πάθος της προθυμίας, με την οποία απέσπασε τόση χάρη, και τη συγγένεια της φύσης, γιατί είχε όλα αυτά τα κοινά μ᾽ εμάς. Και έτσι και τα υπερβολικά δύσκολα θα μας φανούν εύκολα και ελαφρά, και αφού κοπιάσουμε στο σύντομο αυτό χρόνο, θα φορέσουμε το άφθαρτο και αθάνατο εκείνο στεφάνι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Μόνον Συσσίτια; Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής των Μυροφόρων

Μόνον Συσσίτια;  Αποστολικό Ανάγνωσμα  Κυριακής των Μυροφόρων
Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος
ΜΟΝΟΝ  ΣΥΣΣΙΤΙΑ;
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Κυριακής των Μυροφόρων
(Πραξ. στ' 1-7)
Ποίο είναι το έργο τής Εκκλησίας; Γιατί υπάρχει η Εκκλησία; Στα ερωτήματα αυτά πολλές απαντήσεις δίδουν οι άνθρωποι. Όμως, στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ακούμε θεοπνεύστως ποίο είναι το έργο τής Εκκλησίας.
Αφορμή για το όλον θέμα έδωσε η ακριβοδίκαιη διανομή των τροφίμων στα κοινά συσσίτια. Είχαν δημιουργηθεί παράπονα κατά την Αποστολική εποχή. Μπροστά σε αυτό το πρακτικό πρόβλημα, τι θα έκαμαν οι Απόστολοι; Θα εμοίραζαν οι ίδιοι τα τρόφιμα ή θα συνέχιζαν απερίσπαστοι την εντολή τού Χριστού, “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”;
Φυσικά έκαναν εκείνο που έπρεπε να κάνουν. “Ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον τού Θεού διακονείν τραπέζαις”. Γι' αυτό, αδελφοί, εκλέξατε άνδρες “πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας” και αυτοί ας αναλάβουν την τακτοποίηση του οικονομικού και πρακτικού αυτού ζητήματος. Εμείς δε “τη προσευχή και τη διακονία τού λόγου προσκαρτερήσομεν”. Έτσι, το ζήτημα διά την Εκκλησία λύθηκε αυθεντικώς και διά παντός.
Εάν οι διάδοχοι των Αποστόλων, έως του τέλους των αιώνων δώσουν τον πρώτο λόγο στα πρακτικά θέματα και στα συσσίτια, οι ίδιοι θα θέσουν τον εαυτόν τους εκτός τής υψηλής τους αποστολής. Αλλά εκείνο που επίσης προξενεί εντύπωση είναι ότι για την υπηρεσία αυτή, οι Απόστολοι ζήτησαν όχι απλώς να εκλέξουν οι πιστοί συνεργάτες, αλλά εκείνοι που θα αναλάμβαναν το διακόνημα να είναι “άνδρες πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας”.
Δυστυχώς, σε κάθε εποχή βλέπουμε στα δύο αυτά σημεία να παρατηρούνται παρασπονδίες που φέρουν αρνητικά τα αποτελέσματα.
Βλέπουμε πρώτον, ποιμένες να λησμονούν το κύριο έργο τους και να απορροφώνται σε ζητήματα που πολύ άνετα και με κρυστάλλινη διαφάνεια θα μπορούσαν να διευθετήσουν πιστοί χριστιανοί. Διότι είναι πράγματι πολύ άσχημο οι άμβωνες να παραμένουν βουβοί, το κηρυκτικό και κατηχητικό έργο να υπολειτουργεί εάν δεν έχει τελείως εκλείψει, η λειτουργική ζωή να υποβιβάζεται σε σημείο επικίνδυνο και το κέντρο βάρους να ρίχνεται μόνο στο “πνευματικό κέντρο” τής ενορίας ή σε ό,τι άλλο σχετικό έχει να κάνει με κάθε είδους “συσσίτια”.
Φθάσαμε μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε από κάποιους υπευθύνους να θεωρείται επιτυχημένος ποιμένας και ανθούσα ενορία, μόνο όταν γίνεται “έργο που φαίνεται” κατά το κοινώς λεγόμενον. Αλλά φαίνεται τι; Εάν κανείς μπορεί να διακρίνει κάτω από τα φαινόμενα, βλέπει πολύ καθαρά σε κάποιες περιπτώσεις την έλλειψη της πνευματικότητος. Οπωσδήποτε, το τέλειο είναι ο συνδυασμός τού καθαυτό ποιμαντικού – πνευματικού έργου των ποιμένων με την αρίστη συνεργασία πιστών ψυχών, οι οποίοι πρωτίστως μετέχουν της Ορθοδόξου πνευματικότητος.
Έτσι, ερχόμαστε μπροστά στη δεύτερη παρασπονδία. Ορισμένοι νομίζουν ότι αρκεί ένας άνθρωπος να διαθέτει κάποια προσόντα (κυρίως διοικητικά) για να τον καταστήσουν υπεύθυνο “εις έργον διακονίας”. Ορισμένοι μάλιστα ξεπερνούν όλους τους φραγμούς τής λογικής αλλά και τις ασφαλιστικές δικλείδες τού Αγίου Πνεύματος, εισάγοντας πρόσωπα “με διοικητικό ή πρακτικό χάρισμα”, δίχως τίποτε άλλο αναγκαίο και απαραίτητο, ακόμα και εις τα “άγια των αγίων”. Και τα αποτελέσματα; Τραγικά σε όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, εάν από την μια υποβιβάζεται η προσευχή και η διακονία τού λόγου και από την άλλη έχουν πρωτεύοντα ρόλο στα πρακτικά - “συσσίτια”- άνθρωποι άγευστοι της πνευματικής ζωής, τότε εύκολα κανείς κατανοεί γιατί και όσοι προσέρχονται για το καθημερινό γεύμα (εάν είναι Ορθόδοξοι) δεν σημειώνουν πνευματική πρόοδο, (εάν είναι αλλόδοξοι), αρνούνται να προσέλθουν στην Ορθόδοξη πίστη. Επίσης, παρατηρείται και το εξής φαινόμενο. Πολλοί εκ των μουσουλμάνων, θα λάβουν την μερίδα τού φαγητού, αλλά στην συνέχεια θα σπεύσουν στον δικό τους λατρευτικό χώρο, και οσονούπω στο τζαμί, και “ουκ έσται παύλα των δεινών”...
Βεβαίως όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι πιστοί έχουν και υλικές ανάγκες. Αλλά μας διαφεύγει, δυστυχώς, ότι αυτές οι ανάγκες κατά κανόνα ευρίσκουν την θεραπεία τους στην ψυχική ανόρθωση και στην πνευματική θεραπεία τού ανθρώπου. Τούτο αποτελεί το λεπτό και ουσιαστικό σημείο τής ποιμαντικής, που εάν χαθεί από το βλέμμα και τη συνείδηση των ποιμένων τότε μεταβάλλουν την ενορία σε “ερυθρό σταυρό” ή καταντά η ενορία σε “ερυθρά ημισέληνο”.  
Λησμονούμε δυστυχώς ότι οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αδήριτος ανάγκη να βρουν το “απολωλός” που παρέσυρε ο κόσμος και τραυμάτισε η αμαρτία. Να βρούν τον αμαρτωλό “δι΄ ον Χριστός απέθανε” και τα τον αρπάσουν από την εξουσία τού Σατανά, να τον οδηγήσουν στην μετάνοια και στον δρόμο τής καθάρσεως, του φωτισμού και του εξαγιασμού, αφού εννοείται πρώτα οι ίδιοι εφαρμόζουν τα κηρυσσόμενα.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Χριστός εξήσκησε πρώτος και το έργο τής υλικής φιλανθρωπίας, αφού “διήλθε την ζωήν του ευεργετών και ιώμενος”. Οι Απόστολοι επίσης οργάνωσαν τις “αγάπες” και τα συσσίτια και ο Απ. Παύλος συνέστησε τις περίφημες “λογείες” για τους πτωχούς τής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Χρειάζεται και βεβαίως είναι αναγκαία η φιλανθρωπία με τις σωστές προϋποθέσεις και προδιαγραφές. Αλλοίμονο όμως εάν υπερτονιστεί από την διοικούσα και ποιμένουσα Εκκλησία το “γέμισμα του στομάχου” με αποτέλεσμα να λιμοκτονεί η καρδιά.
Είθε ο θείος δομήτωρ να φωτίζει τους ποιμένες ώστε με διάκριση και με Αποστολικές προδιαγραφές να συνεχίζουν όπου γης το έργο τής διακονίας και της σωτηρίας των ψυχών.
Αμήν.
Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος
Mail:
ioil.konitsa@gmail.com 
Κόνιτσα.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Λόγος εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν.


Αγίου Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων
Σταυρού πανήγυρις και ποίος να μην σκιρτήση; Αναστάσεως διακήρυξις και ποίος χαρούμενα να μην γελάση;
Ναι, ανασκίρτησις διά τον Σταυρόν: Διότι όταν αυτός ενεπήχθη εις τον τόπον του Κρανίου έχοντας καρφωμένον επάνω του τον Δεσπότην της κτίσεως, έσχισε το εις βάρος μας χρεωστικόν έγγραφον1, το οποίον είχεν υπογράψει ο προπάτωρ μας ο Αδάμ, όταν παρέβη τας εντολάς του Θεού. Ούτως ο Σταυρός μας ηλευθέρωσεν από τα δεσμά της αμαρτίας κάμνοντάς μας να αναπηδούμε με εύθυμα σκιρτήματα σαν μικροί μόσχοι που έχουν λυθή από κάποια δεσμά. Διότι όπου η αμαρτία επλεόνασεν, εκεί επερίσσευσεν η χάρις του Θεού2.
Διά δε την Ανάστασιν γέλως χαράς: Διότι αυτή εξώρισε την φθοράν του θανάτου και εξεδίωξε το ζοφερόν σκότος του Άδου και ανέστησε τους νεκρούς από τους τάφους. Εξήλειψε το δάκρυον από κάθε πρόσωπον, όπως λέγει ο προφήτης3, και αντ’ αυτού εχάρισε την πραγματικώς ατελείωτον χαράν εις κάθε άνθρωπον. Και αληθώς, το δώρημα της Αναστάσεως δεν είναι μόνον διά μερικούς ούτε το κατόρθωμά της επραγματοποιήθη προς χάριν κάποιων ολίγων. Διότι κατ’ αυτήν εκείνος ο οποίος επραγματοποίησε με ανθρωπίνην σάρκα την ταφήν, μάλλον δε την Ανάστασιν, δεν ήτο άλλος από τον Θεόν ολοκλήρου της κτίσεως, ο οποίος ποτέ δεν χορηγεί χαρίσματα εις μερικούς μόνον ούτε υπάρχει εις Αυτόν καμμία προσωποληψία4. Αποδεικνύοντας λοιπόν τον εαυτόν του αληθή Θεόν των όλων, απλώνει την δωρεάν της σωτηρίας εις όλους τους ανθρώπους, ευσπλαχνιζόμενος την ιδικήν του εικόνα και ανακαινίζοντάς την εξ ολοκλήρου. διότι κατ’ εικόνα Θεού έχει πλασθή κάθε άνθρωπος επί της γης.
Του Σταυρού η επέτειος επρόβαλε. και ποίος άνθρωπος να μην σταυρώση τον εαυτόν του; Διότι ο Σταυρός γνωρίζει ως απολύτως γνήσιον προσκυνητήν του, μόνον εκείνον ο οποίος εσταύρωσε τον εαυτόν του ως προς τον κόσμον5 και απέδειξε έτσι εμπράκτως διά τον εαυτόν του, ότι είναι απροκαλύπτως γνήσιος φίλος του Σταυρού.
Αναστάσεως τα εγκαίνια. και ποίος πιστός δεν θα ανακαινισθή, απορρίπτοντας κάθε νέκρωσιν την εκ των παθών και ενδυόμενος αφθαρσίαν ψυχής; Διότι αλλιώς ορίζεται ο θάνατος της ψυχής και αλλιώς γνωρίζεται ο θάνατος του περί αυτήν σώματος. Τον πρώτον τον κυοφορεί η αμαρτία, όπως έγραψε ο αρχηγέτης και προεξάρχων αυτού του θρόνου, ο αδελφόθεος Ιάκωβος6. Τον δε δεύτερον είναι νόμος της φύσεως να τον γεννά η διάλυσις των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ουσίαν των όντων. Εκτός αυτού δε τον γεννά και η αναχώρησις της αθανάτου ψυχής, κι ας μην είναι αυτό ορατό από τους ιατρούς, των οποίων επάγγελμα είναι να θεραπεύουν μόνον τα σώματα. διότι αφ’ ότου ο άνθρωπος παρήκουσε την θείαν εντολήν, αυτό ακριβώς του εδόθη ως επιτίμιον από τον Κτίστην του.
Ο Σταυρός υψώνεται και ποίος δεν θα υψωθή μυστικώς από την γην; Διότι όπου υπερυψούται ο Λυτρωτής, εκεί πέρα πηδά και παρίσταται και ο λυτρωθείς, ποθώντας να ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Σωτήρα του και να τρυγά Εκείνου την άφθαρτον βοήθειαν.
Σήμερον προβάλλει η Ανάστασις και με την εμφάνισίν της φαιδρύνει τα πάντα. Αύριον εμφανίζεται ο Σταυρός και παρέχει τα δώρα του εις τους προσκυνητάς του.
Σήμερον η Ανάστασις έχει απλωθή και αύριον ο Σταυρός υπεράνω αυτής θα πετασθή. Αυτή στηλιτεύει την φθοράν, εκείνος τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτή αποτελεί αφ’ εαυτής μίαν διακήρυξιν, ότι αληθώς εθανατώθη ο θάνατος. εκείνος διαλαλεί εις πάντας ότι κατηργήθη κάθε κακουργία των δαιμόνων και απενεκρώθη κάθε μιαρά και ψυχοφθόρος ενέργειά τους.
Και, ω του θαύματος! Απορώ με τι λόγους να εκφράσω το μυστήριον! Διότι, ενώ παλαιά της Αναστάσεως είχε προηγήθη ο Σταυρός, τώρα ο Σταυρός έχει προπομπόν και πρόδρομον την Ανάστασιν. Τι θαυμαστή εναλλαγή! Βλέπω λοιπόν και εδώ εις αυτά τα δύο να εκπληρώνεται εμφανέστατα ο λόγος του Σωτήρος. Διότι, ιδού, οι έσχατοι έγιναν πρώτοι και αντιστρόφως οι πρώτοι ανεδείχθησαν έσχατοι7. Και ποίος άραγε θα ημπορέση να εξηγήση την αιτίαν αυτών των εναλλαγών και μεταβολών; Όχι βεβαίως ότι έκαμαν κανένα αγώνα δρόμου και αυτή μεν δι’ άλματος εβγήκε μπροστά, ενώ εκείνος ως βραδύς έμεινε πίσω. Διατί λοιπόν ο θείος Σταυρός να μην αστράψη ανατέλλοντας πρώτος όπως και πριν και η φωτοφόρος Ανάστασις να λάμψη τρεις ημέρας μετά από εκείνον;
Όσον αφορά το τί είχαν εις τον νουν τους οι πατέρες μας και έκαμαν αυτήν την εναλλαγήν, τίποτε δεν ημπορούμε να ειπούμε με απόλυτον βεβαιότητα. Υποθέτουμε όμως και στοχαζόμεθα, πως η αιτία αυτής της αμοιβαίας καθυστερήσεως και προπορεύσεως είναι ο κόσμος, ο οποίος καταφθάνει εδώ από τα πέρατα της γης χάριν της ζωηφόρου προσκυνήσεως αυτών των δύο. Ώστε να εορτάζουν αυτοί πρώτα την περιχαρή και λαμπράν εορτήν της Αναστάσεως και αμέσως μετά από αυτήν να βλέπουν την μακαρίαν ύψωσιν του Σταυρού, ούτως ώστε φεύγοντας να έχουν ως καλόν και σωτήριον εφόδιον διά τον δρόμον τους την παντοδύναμον συνοδείαν του, η οποία να τρέχη μαζί τους κατά τας οδοιπορίας, να συμπλέη εις το πέλαγος, να τους διασώζη εις κάθε τόπον, να τους φυλάγη από όλες τις κακοτυχίες και να σας8 αποδεικνύη εμπράκτως, ότι η πανίσχυρος δύναμις του Σταυρού έχει περιλάβει όλα τα πέρατα της οικουμένης, ότι γεμίζει τα πάντα διά της παρουσίας της και χωρίς κόπον παρευρίσκεται παντού, διασώζει τους πιστούς από τας δυσκολίας και, εφ’ όσον αυτοί ζουν ευσεβώς, τους μεταλαμπαδεύει την σωτηρίαν και καταργεί τα σχέδια όλων των εχθρών.
Ίσως δε να υπάρχη και κάποιος άλλος λόγος κρυφός, τον οποίον εγνώριζαν και είχαν κατά νουν εκείνοι που υπήρξαν παλαιά διδάσκαλοι αυτής εδώ της Εκκλησίας, τον οποίον τώρα εμείς οι ελάχιστοι δεν ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν τον γνωρίζουμε σαφώς. Είθε να δώση ο Θεός να γίνη και αυτός γνωστός, όπως και ακράδαντα πιστεύουμε ότι θα γίνη, μόνον και μόνον διά την ωφέλειαν την ιδικήν σας, που τόσο πιστοί είσθε και ευλαβείς9.
Τι έχουμε λοιπόν υψηλότερον από αυτάς τας μακαρίας εορτάς; Ποίον από όλα όσα έχουμε είναι ιερώτερον από αυτάς τας ιεράς πανηγύρεις; Πώς δεν θα χαρούμε και δεν θα σκιρτήσουμε επιτελώντας τούτων των δύο τας εορτάς; Αναστάσεως ολόλαμπρος φωταψία και Σταυρού πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αυτά τα δύο είναι δι’ ημάς τα τρόπαια ολοκλήρου της σωτηρίας μας. Αυτά μας ελύτρωσαν από τον θάνατον και τα πάθη και την χειρίστην κακοποίησιν των δαιμόνων και μας ωδήγησαν πίσω εις τον Δεσπότην μας. Αυτά κατέλυσαν κάθε κατήφειαν και σκυθρωπότητα και ανέτειλαν εις ημάς την αυγήν της χαράς. — Ή μήπως η ζωοδότρια Ανάστασις δεν μας δωρίζει την είσοδον της αθανάτου ζωής; και ο Σταυρός που υψούται δεν γεννά μέσα μας την απολύτρωσιν των παθών;10 Διότι πράγματι, αυτά μας ανέδειξαν και πάλιν μετόχους της προς τον Θεόν οικειώσεως, χάριν της οποίας και ήλθαν εις τον κόσμον και ανέτειλαν εις όλους εμάς τους γηγενείς.
Γνωρίζοντας λοιπόν εμείς την μυστικήν δύναμίν των και πόσον αυτά μας ευηργέτησαν και ποίων αγαθών υπήρξαν πρόξενα, ας τα εορτάσουμε καλώς και ευσεβώς, όπως δηλαδή αυτά τα ίδια θέλουν να τιμώνται. «Όχι με ακολασίας και ασελγείας, όχι με έριδας και ζηλοτυπίας»11, όχι με αρπαγάς και αδικίας και τα υπόλοιπα όλα, που δεν θέλω τώρα να απαριθμήσω.
Διότι, αδελφοί μου γνησιώτατοι και συγκληρονόμοι της ιδίας πίστεως και συμμέτοχοι της ιδίας πνευματικής γεννήσεως με εμάς, τολμώ να ειπώ, πως τα ιερά μας σεβάσματα όχι μόνον δεν στρέφονται καν να ιδούν και δεν προσδέχονται όποιον θέλει να τα εορτάζη με εκείνα που απηρίθμησα, αλλά και τον αποστρέφονται και τον βδελύττονται, διότι συμπεριφέρεται απρεπώς απέναντί τους και πράττει πράγματα εντελώς μισητά εις αυτά12. Διά τούτο παρακαλώ και προτρέπω να μισούμε και να αποφεύγουμε εκείνα που μισούν τα σεβάσματά μας και μόνο εκείνα να αγαπούμε και να πράττουμε, όσα είμαστε βέβαιοι πως τους είναι ευάρεστα. Εκείνα δε τα έργα τα οποία είναι αρεστά και ευχάριστα, είναι όσα επαναφέρουν προς σωτηρίαν και οδηγούν προς την αιώνιον ζωήν εκείνον που τα πράττει. Ή μήπως όταν αυτά τα σεβάσματά μας εξέλαμψαν από τον Χριστόν εις τους ανθρώπους, δεν ηκτινοβόλησαν εις ημάς ζωήν που δεν τελειώνει και φως που δεν δύει ποτέ;
Ας αλλάξουμε λοιπόν και εμείς την πολιτείαν μας, ας εκδυθούμε τον προηγούμενον τρόπον ζωής μας ως βλαβερόν και ολέθριον και ας βαδίσουμε εις τον καλόν δρόμον μιας νέας ζωής. — Ή μήπως η Ανάστασις δεν μας δωρίζει την κληρονομίαν της ζωής; και ο Σταυρός δεν εσταύρωσε τον παλαιόν μας άνθρωπον;13
Εάν λοιπόν ευλαβούμεθα την Ανάστασιν και πανηγυρίζουμε την εορτήν της ας αγαπήσουμε και την νέαν ζωήν, διά της οποίας δεν θα είμεθα πλέον φίλοι της μόνον εις τα λόγια, αλλά και οικειότατοι μύσται της. Εφ’ όσον δε ασπαζόμεθα και τον Σταυρόν, διατί δεν συσταυρώνουμε και εμείς τα επίγεια μέλη μας14, δηλαδή τα γήινα πάθη, ώστε να φωνάξουμε και εμείς μαζί με τον Παύλον: «Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός»;15 Αν λοιπόν εκείνοι με τους οποίους υπόσχεται να ζη ο Χριστός είναι όσοι εσταύρωσαν τους εαυτούς τους ως προς τον κόσμον16 και ενέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους17, όπως βοά και μαρτυρεί ο Παύλος, διατί και εμείς δεν πράττουμε τα ίδια και δεν νεκρώνουμε κάθε επίγειον μέλος μας, δηλαδή τα πάθη, τας κακάς επιθυμίας και όσα άλλα συναριθμούνται εκεί, ώστε να ζήση μέσα μας ο Χριστός και να μας δωρίση την ζωήν της αφθαρσίας;
Λοιπόν ας επιδιώκουμε να έχουμε ειρήνην με όλους και μαζί με αυτήν ας αποκτήσουμε και τον αγιασμόν. Διότι χωρίς αυτά δεν θα ημπορέση ποτέ να ιδή κανείς τον Κύριον, όπως πάλιν ο Παύλος μας διεβεβαίωσε18. Και δι’ αυτόν τον λόγον ο Χριστός και ειρήνη αποκαλείται («διότι αυτός είναι», λέγει, «η ειρήνη μας»19) και αγιασμός ονομάζεται20. Ειρήνη μεν, διότι έφερε εις τον κόσμον ειρηνοποιόν ομόνοιαν, αφού ήνωσε τα ουράνια με τα επίγεια και εκ των δύο απειργάσθη μίαν και μόνην εκκλησίαν. Αγιασμός δε και απολύτρωσις (διότι κοντά εις τα προηγούμενα και με τούτο το όνομα κηρύττεται: απολύτρωσις21), καθ’ όσον έγινε ελευθερωτής ημών των αιχμαλώτων και όχι μόνον μας ελύτρωσεν από τους δαίμονας και τα πάθη, αλλά και ενεφύτευσε μέσα μας τον θειικόν αγιασμόν.
Όσα λοιπόν ηκούσατε από το στόμα μου, ας τα επιδιώκουμε με όλον μας τον ζήλον και την προαίρεσιν, ας τα κατακτούμε, ας τα αρπάζουμε και δι’ αυτών ας συναπτώμεθα μετά του Χριστού με την καλήν και μακαρίαν συνάφειαν. Διότι εκείνον που με τέτοιαν διάθεσιν έρχεται προς αυτόν δεν θα τον εκβάλη έξω22 από την αγαθότητα και μακαριότητά Του, όχι! Ας σπεύσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτήν εδώ την συμφωνίαν με Αυτόν, από την οποίαν τίποτε δεν υπάρχει προτιμότερον, και ας τρέξουμε να οικειωθούμε το να ζη ο Χριστός μέσα μας, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει ανώτερον. Και έτσι, αφού αυτόν τον πλούτον αποκτήσουμε, να απολαύσουμε και την βασιλείαν των ουρανών και να βρούμε την αιώνιον ζωήν μέσα εις τον ίδιον τον Χριστόν, τον Θεόν και Σωτήρα μας, μετά του οποίου ας είναι δόξα εις τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
1. βλ. Κολασ. β’ 14
2. πρβλ. Ρωμ. ε’ 21
3. πρβλ. Ησ. κε’ 8
4. βλ. Εφ. ς’ 9
5. πρβλ. Γαλ. ς’ 14
6. βλ. Ιακ. α’ 15
7. πρβλ. Ματθ. ιθ’ 30
8. Η αιφνιδία χρήσις β’ πληθυντικού προσώπου αποτελεί απροσδόκητον αποστροφήν του ιερού συγγραφέως προς τους ακροατάς του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι παρά τα πλήθη των συγκεντρωθέντων διά την εορτήν από τα πέρατα της γης, διά τους οποίους ωμίλησεν αμέσως προηγουμένως.
9. Η ομιλία αυτή εξεφωνήθη μάλλον κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας του αγίου Σωφρονίου. Διά τούτο ως νεοαφιχθείς δεν γνωρίζει ακόμη πλήρως την παράδοσιν, αλλά ελπίζει συν τω χρόνω είτε να ενημερωθή καλύτερα είτε να δώση ο Θεός με κάποιον τρόπον να λυθή η απορία. Από ιστορικής απόψεως η προσκύνησις του Τιμίου Σταυρού κατά την δευτέραν ημέραν της εορτής των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως εξηγείται, διότι η πανήγυρις των Εγκαινίων καθιερώθη πρώτη, ενώ η επί αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου μαρτυρουμένη πρώτη Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού έγινεν επ’ ευκαιρία εκείνης και διά να δυνηθή το συρρεύσαν πλήθος να ίδη και να προσκυνήση τον άρτι υπό της αγίας Ελένης ανακαλυφθέντα Τίμιον Σταυρόν.
10. Με αυτάς τας ερωτήσεις ο ιερός Πατήρ επιχειρεί να αφυπνίση τεχνηέντως τας συνειδήσεις των ακροατών του.
11. Ρωμ. ιγ’ 13
12. Η ευλάβεια του ιερού Πατρός φθάνει εδώ μέχρι κάποιου είδους προσωποποιήσεως του Σταυρού και της Αναστάσεως.
13. βλ. αν. υποσ. 10
14. βλ. Κολ. γ’ 5
15. Γαλ. β’ 20
16. πρβλ. Γαλ. ς’ 14
17. πρβλ. Κολ. γ’ 5
18. βλ. Εβρ. ιβ’ 14
19. Εφ. β’ 14
20. βλ. Α’ Κορ. α’ 30
21. ένθ. αν.
22. βλ. Ιωάν. ς’ 37
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” 1989
Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
http://www.impantokratoros.gr/ypsosh-arxaia-martyria.el.aspx
ΠΗΓΗ: http://vatopaidi.wordpress.com

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Απόστολος Παύλος ΣΑΟΥΛ ΣΑΟΥΛ ΤΙ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙΣ??

Απόστολος Παύλος Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Παύλος ο Απόστολος των εθνών Saint Paul in Holy Stavronikita Monastery.jpg Ισαπόστολος, Άγιος Γέννηση 5-15 μ.Χ. Ταρσός της Κιλικίας Κοίμηση 66-68 μ.Χ. Ρώμη Ο Απόστολος Παύλος (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68; μ.Χ.), συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος και άγιος, και ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Ιησού. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα "Απόστολος των εθνών" και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων. Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. 7:58, 8:1 κ.ά.) κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό. Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη] 1 Καταγωγή και παιδεία 2 Εξωτερική περιγραφή 3 Ο Παύλος ως διώκτης του Χριστιανισμού 4 Χρονολογικός πίνακας 5 Μεταστροφή στο Χριστιανισμό 5.1 Ασυμφωνίες των διηγήσεων της μεταστροφής 5.2 Η εμφάνιση του Χριστού στον Παύλο 6 Στο αποστολικό έργο 7 Η πρώτη αποστολική περιοδεία 7.1 Η Αποστολική Σύνοδος 8 Η δεύτερη αποστολική περιοδεία 9 Ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο 9.1 Η ομιλία του Παύλου 10 Η τρίτη αποστολική περιοδεία 11 Η τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα και η πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη 12 Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου 13 Η Θεολογία του Παύλου 14 Οι Επιστολές 14.1 Η αυθεντικότητα των Ποιμαντικών Επιστολών 15 Παραπομπές 16 Βιβλιογραφία 17 Εξωτερικές συνδέσεις Καταγωγή και παιδεία[Επεξεργασία] Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό: "Άνθρωπος ειμί Ιουδαίος Ταρσεύς" (Πράξ. 21:39), "γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη (Ιερουσαλήμ) παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού" (Πράξ. 22:3), "ω λατρεύω από προγόνων εν καθαρά συνειδήσει" (Β' Τιμ. 1:3). "Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων", "Φαρισαίος υιός Φαρισαίου", "κατά ζήλον διώκων την εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος" (Φιλιπ. 3:5.6, Πράξ. 23:6, πρβλ. και Β' Κορ. 11:22, Ρωμ. 11:1). "Και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων" (Γαλ. 1:14). Και "την βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ' αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες Ιουδαίοι, προγινώσκοντές με άνωθεν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος" (Πράξ. 26:4.5) και "ότι καθ' υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν" (Γαλ. 1:13). Επιπλέον, λέει, Ρωμαίος "εγώ δε και γεγέννημαι" (Πράξ. 22:28), καθώς κληρονόμησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη από τον πατέρα του. Έτσι, ο Απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις. Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως "νεανίας", ενώ στην Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται "πρεσβύτης", είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ. Αναπαράσταση του λιθοβολισμού του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, τον οποίο φέρεται να παρακολούθησε ο Παύλος. Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ (Σαύλος) αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus). Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η κοινή Εβραϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του και γι αυτό μετέπειτα στην Ιερουσαλήμ μιλά "τη Εβραΐδι διαλέκτω" (Πράξ. 22:2). Αλλά και οι παραθέσεις που κάνει στις επιστολές του, μολονότι βασίζονται στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, δείχνουν γνώση και του Εβραϊκού κειμένου, άρα και της αρχαίας Εβραϊκής. Από το χωρίο Πράξ. 23:16 ("ακούσας δέ ο υιός τής αδελφής Παύλου [...]"), μαθαίνουμε περί ενός ανιψιού του Παύλου, γιου της αδελφής του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως η αδελφή του ήταν εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ και έτσι είχε έναν επιπλέον λόγο να μεταβεί εκεί όπου έγινε τελικά μαθητής του Γαμαλιήλ. Καθώς μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αυτό διδάσκαλο, έγινε κάτοχος, όσο λίγοι, της Ιουδαϊκής θεολογίας, ενώ το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα "περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων" και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη Μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού. Αν και δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γνώση του επάνω στους εθνικούς ποιητές, εντούτοις υπάρχουν 3 αποσπάσματα τα οποία ο ίδιος παραθέτει: "φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί" (Α' Κορ. 15:33), στίχος από τη Θαΐδα του Μενάνδρου, του Αθηναίου κωμικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ. "Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί" (Τίτ. 1:12), χωρίο που πιθανόν προέρχεται από το "Περί χρησμών" απολεσθέν σύγγραμμα του Επιμενίδη (7ος π.Χ. αιώνας) και επανέλαβε αργότερα ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας) στον ύμνο του προς τον Δία. "Του γαρ και γένος εσμέν" (Πράξ. 17:28), τμήμα από στίχο που έγραψε ο Άρατος ο Σολεύς από την Κιλικία (3ος π.Χ. αιώνας). Είναι πάντως πιθανό, οι δύο πρώτες παραθέσεις να είχαν τον χαρακτήρα παροιμίας στην εποχή του Παύλου. Η τρίτη παράθεση όμως, είναι δυνατόν να αποτελέσει τεκμήριο κάποιας, περιορισμένης έστω, γνώσης των "θύραθεν" ποιητών. Επιπλέον όμως, καθώς ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ για τον οποίο το Ταλμούδ αναφέρει ότι ήταν γνώστης της ελληνικής φιλολογίας, και καθώς ο Παύλος μετά τη στροφή του προς το Χριστιανισμό επέστρεψε στην Ταρσό (Πράξ. 9:30, 11:25, Γαλ. 1:21), σε αυτή την περίοδο μπορεί να απέκτησε κάποιες γνώσεις επάνω στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία. Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Πιθανόν δηλ. να έπλεκε ύφασμα που χρησίμευε για σκηνοποιία καθώς η Ταρσός όπως και όλη η Κιλικία, όπως μαρτυρά ο λατινικός όρος Cilicium (=ύφασμα από τρίχα κατσίκας), ήταν τόπος κατασκευής τέτοιων υφασμάτων.

«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Λαμπρος Κ. Σκοντζος Θεολογος- Καθηγητης

«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ»
Λαμπρος Κ. Σκοντζος Θεολογος- Καθηγητης
Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.
      Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!
      Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περ-γράφεται στα κεφάλαια 13ο - 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».


       Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.
     Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ  (Πραξ.9,1).
       Όμως καθ' οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.
      Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας.Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.                      
      Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ' όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ' αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).
      Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.  
     Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων».   Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση. 
       Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.
        Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι' αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28οκεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».
        Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.
       Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.  
       Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.