Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Ευχή εις ασθενούντα και ευρισκομένον εν μονάδι εντατικής θεραπείας!!!Σεβ...

Διαβάστε την ευχή με τίτλο «Ευχή εις ασθενούντα και ευρισκόμενον εν μονάδι εντατικής θεραπείας»:

Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, Ύψιστε καί Υπεράγιε, Υπεράγαθε καί Πολυεύσπλαχνε, Ιατρέ τών ψυχών καί τών σωμάτων ημών, Σύ, ο τάς ασθενείας ημών απόνως βαστάζων καί τάς νόσους ημών λαμβάνων, Σύ, ο γιγνώσκων τό καλόν καί τό φθαρτόν τών σωμάτων ημών, Σύ οίδας τήν λοιμώδη ταύτην νόσον, τήν επιπεσούσαν ως βάσανον, πληγήν καί μάστιγα, πόνον καί δάκρυα φέρουσαν τοίς ανθρώποις, ου μήν αλλά καί απορίαν, αμηχανίαν, φόβον καί αγωνίαν εν ταίς καρδίαις ημών. Αυτός, Κύριε ο Θεός ημών, δεόμεθά Σου, Ευσυμπάθητε καί Πολυέλεε καί Φιλάνθρωπε, δώρησαι τήν ίασιν τώ δούλω σου τούτω () τώ ευρισκομένω εν τή δεινοτάτη ταύτη θέσει, τής διασωληνώσεως εν τή Μονάδι Εντατικής Θεραπείας. Απόστειλον φύλακα άγγελόν Σου, παρά τή κλίνη, εν ή κατάκειται. Πράϋνον τόν πόνον, σβέσον τόν πυρετόν, δός άνεσιν τή αναπνοή εν τοίς πνεύμοσιν αυτού. Ναί, Κύριε, απάλλαξον τόν δούλον Σου, τή αγαθότητί Σου καί τή ευσπλαχνία Σου εκ τής λοιμικής ταύτης νόσου καί ανάστησον αυτόν από κλίνης οδυνηράς, χορηγών αυτώ θεραπείαν καί αγαθήν επάνοδον εις τήν οικίαν αυτού. Ενίσχυσον δέ τή κραταιά Σου δυνάμει άπαν τό ιατρικόν καί νοσηλευτικόν προσωπικόν, εν τή υπηρεσία αυτού.

Ναί, Δέσποτα, μόνε Αγαθέ, επάκουσον τής δεήσεως ημών καί παραμύθησον ημάς, ίνα απαύστως μεγαλύνωμεν καί δοξάζωμεν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές όνομά Σου. Ότι σόν εστιν τό ελεείν καί σώζειν ημάς, Χριστέ ο Θεός ημών καί Σοί τήν δόξαν καί ευχαριστίαν καί προσκύνησιν αναπέμπομεν, σύν τώ ανάρχω Σου Πατρί καί τώ Παναγίω καί Αγαθώ καί Ζωοποιώ Σου Πνεύματι,νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Ομιλία του Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου στο Ακάκι (28.01.2009) Τρεις Ιεράρχες

 

 
 
Τρεις Ιεράρχες, Βημόθυρα, Μητρόπολη Μόρφου Το να μιλά κανείς για τους Τρεις Ιεράρχες είναι εγχείρημα δύσκολο, καθότι οι τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, παρόλο που μας κληροδότησαν ένα λόγο γεμάτο φως, ήσαν πρωτίστως άνθρωποι των έργων. 
Δηλαδή πραγμάτωσαν εδώ στη γη την εν Χριστώ ζωή με τα έργα και τη βιοτή τους, αφιερώνοντας όλες τους τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, στη διακονία της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. Τα μεγάλα και ποικίλα χαρίσματα, που έλαβαν δωρεάν από το Θεό, τα έδωσαν με τη σειρά τους στον κόσμο, δοξάζοντας έτσι εκείνον, που τους τα έδωσε και ανακουφίζοντας και στηρίζοντας τους ανθρώπους. 
 
Σπάνια συναντάμε, ακόμα και σε αγιασμένους ανθρώπους, τέτοιο φρόνημα και τέτοιο πλούτο χαρισμάτων. Όπως πολύ ορθά σημειώνουν οι μελετητές του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πολυσχιδής προσωπικότητα τους συγκέντρωνε και συνδύαζε θαυμαστές ικανότητες διαποτισμένες από αγιότητα, ασκητικότητα, θεολογία, ακαδημαϊκή γνώση, κοινωνική ευαισθησία, ποιμαντική μέριμνα, συγγραφικό ταλέντο και διοικητική μέριμνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που ο υμνωδός της Εκκλησίας τους ονομάζει «μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος» και αλλού του «Χριστού μας το στόμα». Επομένως, θα μιλήσουμε για τους τρεις αυτούς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας κατά νουν ότι έβαλαν τα θεμέλια για την ορθή λατρεία του Τριαδικού Θεού σε όλη την οικουμένη και μας κληροδότησαν τα αθάνατα συγγράμματα τους, που παραμένουν μέχρι σήμερα ένα βασικό εργαλείο για οιονδήποτε θέλει να μελετήσει την Ορθόδοξη πατερική και θεολογική παράδοση. 
 
Προτού προχωρήσουμε, όμως, ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη ζωή τους, κάνοντας αρχή με τον Μέγα Βασίλειο. 
 
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου περί το 330 από γονείς ευσεβείς, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια, που είχαν ακόμα πέντε κόρες και τρεις γιους. Τα πρώτα μαθήματα του ο άγιος τα παρακολούθησε κοντά στον πατέρα του, που ήταν ρήτορας και διδάσκαλος εγκυκλίων μαθημάτων. Ακολούθως, φοίτησε στις περίφημες σχολές της Καισάρειας, της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, σπουδάζοντας ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Στην Αθήνα αναπτύσσει με τον συμφοιτητή του, άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, πνευματική και αδελφική φιλία, η οποία θα διατηρηθεί σ’ όλη τους τη ζωή. Παρόλο δε, που είχε μελετήσει σε βάθος όλους τους μέχρι την εποχή του Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, δήλωνε υπερήφανα ότι τη θεολογική του σκέψη τη διαμόρφωσαν η μητέρα και η γιαγιά του. Η μητέρα του Εμμέλεια, που του εμφύσησε την αίσθηση περί του ενός και μόνου Θεού,  και η γιαγιά του Μακρίνα, που κατά την παιδική του ηλικία αύξησε αυτή την αίσθηση περί του Θεού. 
 
Ήταν άνθρωπος πολυσχιδής,   ακαταπόνητος και υπερδραστήριος, ηγέτης σπάνιος. Με ότι ασχολείτο το έφερνε εις πέρας. Ήταν πρότυπο μοναχού ασκητή. Οργάνωσε τον μοναχικό βίο με αξιοθαύμαστο τρόπο, έτσι ώστε να διακονείται η Εκκλησία και το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να παρεμποδίζεται το πνευματικό, ησυχαστικό και δοξολογικό έργο των μοναχών. Ήταν κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος άνθρωπος στην ιστορία για την αναμόρφωση της κοινωνίας και την οργάνωση της κοινωνικής και νοσοκομειακής πρόνοιας με τα λίγα μέσα που διέθετε, ιδρύοντας στα προάστεια της Καισάρειας την περίφημη «πολιτεία του ελέους», που θα γίνει μεταγενέστερα γνωστή με το όνομα Βασιλειάδα. Ήταν μέγας θεολόγος. Προσέφερε την οριστική λύση στο τριαδολογικό πρόβλημα, που συντάρασσε την Εκκλησία κατά τον 4ον αιώνα. Το σχετικό θεολογικό του έργο υιοθετήθηκε επίσημα από την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, την οποία οραματιζόταν και ανέμενε, αλλά δεν πρόλαβε, καθότι εκοιμήθη δύο χρόνια πριν. Κατέστη πρότυπο ποιμενάρχη, συγγραφέα και θεολόγου. Συνδύαζε πρακτική ιδιοφυία, φιλοσοφική σκέψη και θεολογική ακρίβεια. Για μια περίοδο 18 ετών, μέχρι το τέλος του βίου του, παράλληλα με την ποιμαντική του απασχόληση και παρά την ασθένεια του σώματος του, παρήγαγε συγγραφικό έργο σε έκταση και ποιότητα, που τον τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των Πατέρων όλων των εποχών. 
 
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε γύρω στο 328 στην Αριανζό της Καππαδοκίας, που βρίσκεται κοντά στη Ναζιανζό, γι’ αυτό και ονομάζεται Ναζιανζηνός. Καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Καππαδοκίας. Η μητέρα του, η Νόννα, αναγνωρίστηκε ως αγία της Εκκλησίας μας, ενώ ο πατέρας του, ο Γρηγόριος, διετέλεσε επίσκοπος Ναζιανζού. Μετά τις σπουδές του στην Καισάρεια και την Αλεξάνδρεια, μεταβαίνει στην Αθήνα και λαμβάνει και αυτός την ίδια ακαδημαϊκή γνώση, που έλαβε και ο Μέγας Βασίλειος. Ήταν άνθρωπος ασθενικός, ήσυχος και ήρεμος. Προτιμούσε να ζει μακριά από τον κόσμο και να ασχολείται με το γράψιμο. Όποτε αναγκάστηκε να ζήσει σε μεγάλες πόλεις, το έκανε για χάρη της Εκκλησίας. Εξαιτίας του χαρακτήρα του, προτιμούσε την αναχώρηση, τη φυγή. Γι’ αυτό όλη του η ζωή ήταν γεμάτη από συνεχείς μετατοπίσεις. Ενώ η μόρφωση του, το ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά πράγματα και η φωνή της θείας χάριτος που συχνά άκουε εντός του, τον έσπρωχναν προς τις διοικητικές ευθύνες, από την άλλη το φιλάσθενο σώμα του και η επιθυμία του για ησυχία, τον απομάκρυναν. 
 
Ωστόσο, στα λίγα χρόνια που διακόνησε την Εκκλησία από τη θέση του ποιμένα, άλλαξε την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αν και θεωρείται ο ποιητικότερος των Τριών Ιεραρχών, ως συγγραφέας δεν εργαζόταν μεθοδικά και συστηματικά, αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις. Το έργο του είναι πολύ μεγάλο σε όγκο και θεωρείται ο πιο μυστικός από την τριάδα των Ιεραρχών. Τα δε κείμενα του χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολύ ως μαρτυρίες της ορθοδόξου πίστεως και ζωής καθ’ όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο Θεολόγος ως κυριώνυμο, για τον ιδιάζοντα, βαθύ και υψηλό χαρακτήρα της θεολογίας του. 
 
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήκει στους αγίους Πατέρες, που λόγω της τεράστιας συμβολής του στα διοικητικά της Εκκλησίας, του μεγάλου κοινωνικού και πνευματικού του έργου και της συμβολής του στην ανάπτυξη της θεολογίας, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή σε όλους τους αιώνες. Είναι ο μόνος από τους Τρεις Ιεράρχες, που δεν κατάγεται από την Καππαδοκία, αλλά από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν παιδί επιφανούς οικογενείας, του Σεκούνδου και της αγίας Ανθούσης, της οποίας την αρετή και την πίστη εγκωμίασε ο δάσκαλος του αγίου, ο ονομαστός φιλόσοφος Λιβάνιος, λέγοντας ότι είναι η αξιότερη των χριστιανών. Ο άγιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 344 και 354 και, όπως προαναφέραμε, φοίτησε κοντά στον σοφό Λιβάνιο. Μετά την κοίμηση της μητέρας του, ασκήτεψε για τέσσερα χρόνια κοντά σε Σύριο Γέροντα και άλλα δύο μόνος σε σπήλαιο. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε και επιδόθηκε στη συγγραφή. Χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στην Αντιόχεια, όπου αναπτύσσει μεγάλο πνευματικό έργο. Κηρύττει κάθε Παρασκευή και Κυριακή και τη Μεγάλη Σαρακοστή περιέρχεται όλους τους ναούς της πόλης και κηρύττει καθημερινά, προφυλάσσοντας και με αυτόν τον τρόπο τον λαό από τις διάφορες αιρέσεις. Το 398 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και ασκεί συνεχή κριτική κατά των ατασθαλιών των βασιλέων, των αρχόντων και της πολιτικής βίας. Επιδίδεται σε τεράστιο κοινωνικό και ποιμαντικό έργο, κτίζοντας νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και οργανώνοντας υποδειγματικά το έργο της κοινωνικής πρόνοιας. Αναπτύσσει το αίσθημα της σοβαρότητας της ιερωσύνης και συμβάλλει και απαιτεί από τους ιερείς του να είναι ολιγαρκείς, λιτοί και με ήθος. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του διακονίας δέχθηκε πολλές ταλαιπωρίες, εξορίες και διώξεις. Το συγγραφικό του έργο είναι ογκώδες και θεωρείται ο ρητορικώτερος των Τριών Ιεραρχών. 
 
Η εποχή, που έζησαν οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν περίοδος ταραχών και ριζικών αλλαγών, αν και ο αρχαίος κόσμος παρέμενε ακόμα πολύ ισχυρός και η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει τα βέλη και τους πειρασμούς των ποικίλων αιρέσεων. Η δε αυτοκρατορική μοναρχία ήταν τόσο ισχυρή, που είχε τη δύναμη να αλλάζει μέσα σε μια μέρα αποφάσεις που αφορούσαν την Εκκλησία και την Παιδεία, με αποτέλεσμα να διώκονται άγιοι ιεράρχες και σημαντικές προσωπικότητες από τους θρόνους και τις θέσεις τους. 
 
Η αυτοκρατορική αυλή ήταν ευάλωτη στις επιρροές κακών συμβούλων, αλλά και ιεραρχών, που ήθελαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υπηρετήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα τους. Το κλίμα αυτό δεν δίστασαν να στηλιτεύσουν οι Τρεις Ιεράρχες, και ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που δέχθηκε περισσότερο από τους υπόλοιπους τον πόλεμο των αυλοκολάκων. Πέραν τούτου, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν να αντιμετωπίσουν και τους φανατικούς χριστιανούς, που δημιουργούσαν προβλήματα και προχωρούσαν σε βανδαλισμούς εναντίον ειδωλολατρικών ναών ή στο κάψιμο βιβλίων αρχαίων συγγραφέων. 
 
Ειδικά, ο Μέγας Βασίλειος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να τιθασεύσει μερικούς μοναχούς, που επιδίδονταν σε τέτοιου είδους καταστροφές, διότι ως άριστος γνώστης της αρχαίας γραμματείας ήξερε ότι η παιδεία της εποχής του ήταν στηριγμένη στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Επομένως, εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν η σύγκρουση και η απόρριψη, ούτε και η πλήρης αποδοχή, αλλά η διάκριση, η ανάλυση και η αφομοίωση του αρχαίου κόσμου, όχι ως περιεχομένου, αλλά ως ενδύματος του ορθοδόξου χριστιανικού λόγου. 
 
Οι Τρεις Ιεράρχες έβλεπαν ότι την εποχή, που έζησαν, η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ζώσα και πραγματική, όχι μόνο για τους ειδωλολάτρες, αλλά και για πολλούς χριστιανούς, που αισθάνονταν κληρονόμοι των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του χριστιανικού και ήθελαν να παραλάβουν από τον ελληνισμό ένα περίλαμπρο ένδυμα κι από τον χριστιανισμό μια υψηλή θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Καππαδόκες Πατέρες, και ειδικά ο Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν το μέτρο της διακρίσεως, που προέτρεπε μεν τους χριστιανούς να σπουδάζουν τη φιλοσοφία και τις συναφείς επιστήμες, αλλά να προφυλάγονται από την κενή απάτη των ειδώλων, έχοντας για οδηγό τους την αποκάλυψη της εν Χριστώ αλήθειας. 
 
Η φιλοσοφία μπορούσε να είναι ένα όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών και ηθικών αντιλήψεων, αλλά το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της σχέσης με τον ένα και μόνο Θεό. Η χρησιμοποίηση των όρων και μεθοδολογίας της ελληνικής φιλοσοφίας θεωρήθηκε αναγκαία, για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί σε όρους δογματικούς η χριστιανική πίστη. Αξίζει εδώ να προσέξουμε το εξής: Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έπαιρναν, όπως πολλοί πιστεύουν, ό,τι τους άρεσε από την αρχαία γραμματεία για να το προσαρμόσουν στη χριστιανική πίστη. Ούτε και συνέχισαν το έργο μερικών απολογητών, που υποστήριζαν ότι κάποια αρχαία κείμενα προετοίμαζαν την έλευση του Χριστού. Αντιθέτως, έχοντας ξεκάθαρη άποψη, αντιμετώπισαν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολο του. Και έχοντας ως αφετηρία τον βαθύ συγκλονισμό που ένοιωθαν οι Έλληνες απέναντι στο απρόβλεπτο της ζωής, το οποίο τους ενέπνεε την αίσθηση της τραγωδίας, αντιπρότειναν στην εποχή τους ως λύση το απέραντο έλεος του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να προσλάβει τη ζωή και να θεραπεύσει την ιστορία.  
 
Στον τομέα της παιδείας, οι Τρεις Ιεράρχες αναδεικνύονται πρωτοπόροι αφού, σε μια εποχή συγκρούσεων και ταραχών, είχαν το σθένος και την τόλμη να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι θα πρέπει να μορφώνονται όλοι, ανεξαρτήτως τάξεως και όχι μόνο οι ανώτερες τάξεις του λαού. Κατάφεραν, λόγω της προσωπικότητας τους, της μεγάλης ακαδημαϊκής μόρφωσης και της ευρύτητας του πνεύματός τους, να καθορίσουν την παιδεία της εποχής τους. Έτσι στα σχολεία διδάσκονταν και αρχαιοελληνικά κείμενα και συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ιστορικοί και ρήτορες, ακόμα και μερικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι τα κείμενα αυτά δεν θα σώζονταν, εάν οι Τρείς Ιεράρχες δεν τα ενέτασσαν στην εκπαίδευση. Και αν σήμερα θεωρούνται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, είναι γιατί, όχι μόνο διέσωσαν τα αρχαία γράμματα σε μια εποχή φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και γιατί η βαθιά τους πίστη τους επέτρεψε να είναι επιλεκτικοί, διακριτικοί, ανοικτοί και κριτικοί προς κάθε κατεύθυνση. 
 
Γνώριζαν δηλαδή, ότι η γνώση δεν αρκεί από μόνη της για να κατευθύνει τους νέους προς την οδό της αλήθειας. Επιθυμούσαν να διαμορφώσουν τους νέους με τρόπο ώστε να αναπτύξουν το δώρο της ελευθερίας που είχαν από τον Θεό δημιουργικά κι όχι φοβισμένα και καχύποπτα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να αγαπήσουν πραγματικά τον Δημιουργό και το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Ήθελαν τα παιδιά να είναι μέτοχοι της αγάπης του Θεού, που εκβάλει έξω κάθε φόβο, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται την ανάγκη να διακονεί τον αδελφό του και όχι να τον υποτάσσει. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες είδαν την παιδεία ως καλλιέργεια της ψυχής και κοινωνία με τον Θεό, ως διαμόρφωση καλών και ενάρετων χαρακτήρων και ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία. Γιατί, όπως λέει αφοπλιστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για όλους». 
 
Η κοινωνική ευαισθησία των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική και αξεπέραστη σε εύρος και δημιουργικότητα. Πρώτοι οι Τρεις Ιεράρχες τόνισαν ότι, παράλληλα με την ασκητική και ησυχαστική ζωή, θα έπρεπε να λειτουργεί και η διακονία προς τον συνάνθρωπο μας, δηλαδή η συμπαράσταση και η βοήθεια προς κάθε πάσχοντα, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκείας. Είναι γνωστά τα οργανωμένα συσσίτια του Μεγάλου Βασιλείου, στα οποία προσέρχονταν και Εβραίοι και Αρειανοί, καθώς είναι γνωστή και η κριτική, που ασκούσε στους τοκογλύφους και όσους εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους στη δουλειά. Ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ανατρέποντας τη σχετική άποψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του ιουδαϊκού κόσμου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του παραχωρεί εκκλησία στους Γότθους, για να τελούν τη λατρεία στη δική τους βαρβαρική γλώσσα. Όλα αυτά δείχνουν αγίους, που εφάρμοζαν στην πράξη και στην κυριολεξία τις εντολές του Χριστού. Δεν ήσαν χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν.
 
Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Η ζωή τους ήταν διαποτισμένη από μια οικουμενική αντίληψη, η οποία αποτυπώθηκε και στο απολυτίκιο τους, το οποίο λέει: «τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας». Δηλαδοί, οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που έδωσαν φως σ’ ολόκληρη την οικουμένη, με τις ακτίνες των θείων δογμάτων. 
 
Η εποχή τους ήταν εποχή πολυπολιτισμικότητας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι ίδιοι μαθήτευσαν σε εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους και έτσι από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι οικουμενική και ότι ο αληθινός Θεός έπρεπε να γίνει κατανοητός σε όλον τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, φύλου, χρώματος ή κοινωνικής θέσης. Το μήνυμα της Αναστάσεως, της νίκης κατά του θανάτου, έπρεπε να φτάσει σε κάθε γωνιά της γης. Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή παγκοσμιότητα, που ισοπεδώνει τα πάντα, γιατί εκείνη ήταν θεμελιωμένη στην ελευθερία και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Για τους Τρεις Ιεράρχες η οικουμενικότητα δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά πράξη καινοδιαθηκική. Ο πλησίον είναι ο αδελφός μου, το άλλο μου μισό. Έτσι, μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που ένωσαν την Ανατολή με τη Δύση και τον αρχαίο κόσμο με τον νέο κόσμο της χριστιανικής πίστης.  
 
Η σκέψη των Τριών Ιεραρχών αποτελεί σήμερα το κλειδί για την ελληνική παιδεία. Διότι προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της αγάπης και της συνδιαλλαγής, αλλά και προβάλλει τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, που έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου αλλά και τη δυνατότητα να συνομιλεί και να κοινωνεί με τον Θεό, ως πρόσωπο ανεπανάληπτο και μοναδικό.
 
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ και στη τεράστια συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη θεία λατρεία, με τη διαμόρφωση του τυπικού της θείας Λειτουργίας, που είναι το κορυφαίο λατρευτικό γεγονός των χριστιανών, το οποίο κορυφώνεται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι προγενέστερη εκείνης του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι μεγαλοπρεπής και μακροσκελής και τελείται δέκα φορές τον χρόνο. Ενώ η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι στηριγμένη στην αποστολική θεία Λειτουργία, που αποδίδεται στον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αλλά αποτελεί και μια συνοπτικότερη απόδοση της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου. 
 
Εύχομαι, η χάρη και η βοήθεια των αγίων αυτών Πατέρων, να είναι πάντα μαζί με όσους αγωνίζονται τον καλό αγώνα της παιδείας, δασκάλους και μαθητές. Η εποχή μας, με τον έντονο συγκρητισμό, την παγκοσμιοποίηση, τη συνύπαρξη των πιο αντιφατικών πολιτιστικών στοιχείων, θυμίζει σε πολλά τη δική τους εποχή. Γι’ αυτό, η παρουσία τους είναι και σήμερα επίκαιρη, όπως ήταν στη δική τους εποχή. Είθε το παράδειγμα, η διδασκαλία τους, αλλά κυρίως η μεσιτεία τους προς τον Χριστό, να βοηθούν όλους μας να δούμε κι εμείς «το φως το της γνώσεως».


TO EΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ* Toυ Ανδρέα Αργυρόπουλου (Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου)

 

 

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.

Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.

Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.

Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.

Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.

Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.

Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.

Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.

Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.

Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».

Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.

Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».

 

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».

Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.

Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».

Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).

Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).

Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.

Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.

 

ΠΑΙΔΕΙΑ ΖΩΗΣ ΄Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ;

Μελετώντας κανείς τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες, όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον εκπαιδευτικό κόσμο.

Η παιδεία κατά τους Τρείς Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση του με τους μαθητές. Η σχέση δάσκαλου-μαθητή πρέπει να είναι μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν, «το φιλείν και φιλείσθαι» όπως ακριβώς λέει, είναι το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).

Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).

Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.

Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;

Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.

Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.

Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.

*Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών

Πηγή:

http://istologio.org/?p=2357#more-2357



ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Του Γιώργου Μπαμπινιώτη*

 




(Καθηγητή της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Έχουμε αλήθεια σκεφτεί, γιατί μια εορτή Παιδείας, ένας κατ’ εξοχήν εορτασμός του πνεύματος, της γνώσης και της καλλιέργειας ταυτίζεται στην Ελλάδα με μια εορτή θρησκευτική, μια εορτή τιμής προς τους θεμελιωτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης; Γιατί συν-εορτάζονται Παιδεία και Τρεις Ιεράρχες και όχι λ.χ. Παιδεία και πατριάρχης Φώτιος, μια μεγάλη παιδευτική μορφή του Βυζαντίου, ή Παιδεία και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ή Παιδεία και Ευγένιος Βούλγαρης; Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα;

Ή δική μου εκτίμηση είναι ότι ό συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας. Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

H ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ’ έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων.

Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης. Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης.

Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα: «Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι».

Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν, δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά «ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί την ελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν». Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο).

Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη. Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ’ όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ’ εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα.

Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.

* Προσφώνηση κατά την Εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 30.1.2002

ΠΗΓΗ:www.upatras.gr

 

—————————————————————————————————————–
ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΗΜΕΡΑ
Toυ
Γιώργου Μάλφα

 

Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος: συμπιέζουμε την αγιότητα σε βιβλία και ομιλίες, σε αργίες και επετείους. Πάντα μας διαφεύγει…

Τους «Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων» τιμά ράθυμα και υποκριτικά η δημόσια εκπαίδευση, σε μια συγκυρία φέτος για την πατρίδα καταθλιπτική. Η απειλή της επιτήρησης, η παύση πληρωμών, ο εφιάλτης της χρεοκοπίας… Μια κοινωνία που καλόμαθε να καταναλώνει σαν παράσιτο γίνεται τώρα «πεδίο βολής φτηνό» για τους πειραματισμούς των κερδοσκόπων του χρήματος.

«Η πλουτοκρατία ήταν, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος» που θα ’λεγε και ο Παπαδιαμάντης. Συνθλίβει μικρούς και αδύνατους. Αποθρασύνει μεγάλους και ισχυρούς. Μα πίσω από την κρίση των αριθμών, των δεικτών, και των ελλειμμάτων αποκαλύπτεται μια κρίση βαθιά πνευματική. Γιατί αν «ο αγώνας για το ψωμί μου είναι ζήτημα υλικό, ο αγώνας για το ψωμί του διπλανού μου είναι ζήτημα πνευματικό». Αυτό δεν θα σου το μάθουν βέβαια οι οικονομολόγοι που διαχειρίζονται τις κρίσεις του συστήματος, που καταρτίζουν «προγράμματα σταθερότητας». Θα σου το μάθουν δάσκαλοι ψυχωμένοι που μορφώνουν τα παιδιά μας.

Ποιος, αλήθεια, γιορτάζει και γιατί σήμερα; Ποια πρόταση ζωής εμπνέει το μαθητή, το δάσκαλο και το γονιό; Ποιον άνθρωπο διαπλάθουμε στο σχολείο σήμερα; Τι σχέση μπορεί να έχει η άσκηση στην αλήθεια της ζωής που μας υπέδειξαν οι τιμώμενοι Ιεράρχες, με την καθημερινότητα του σχολείου που βιώνουμε;

Από την αγωγή στην παιδεία και την εκπαίδευση, από την εκπαίδευση στην εξειδίκευση και μετά στην …ευέλικτη απασχόληση. Φαύλος κύκλος, ανακυκλώνει αδιάκοπα τη ζωή σαν επιβίωση.
Αγαπημένη μου μαθήτρια, αγαπημένε μου μαθητή

Τούτα τα χρόνια της σχολικής σου διαδρομής συμμετέχεις σ’ έναν αγώνα ανελέητο. Σ’ έναν πρωταθλητισμό ακραίων επιδόσεων. Δυνατότερα, ψηλότερα, γρηγορότερα!

Ενοχλητικά μονότονα και εκβιαστικά επαναλαμβάνεται η προτροπή των γονιών, των συγγενών και των δασκάλων σου: «Τώρα κρίνεται το μέλλον σου, πρόσεξε!».

Άδικο δεν είναι; Να κρίνεται το όλον της ζωής σε κάποιες εξετάσεις στα δεκαεπτά σου χρόνια; Να «κλειδώνεται» το μέλλον με «έξυπνες» επαγγελματικές επιλογές της οικογένειας στα δεκατέσσερά σου χρόνια;

Η δοκιμασία σου επώδυνη. Οι απαιτήσεις δυσβάσταχτες. Μαραζώνει η ψυχή και το κορμί σου, στα πιο ευαίσθητα, στα πιο όμορφα χρόνια, αυτά της εφηβείας. Ο πιο σκληρά εργαζόμενος είσαι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις. Ξεκινάς τη μέρα σου με ανιαρό επτάωρο σε κάποια σχολική αίθουσα, συνεχίζεις με ένα απαιτητικό απόγευμα στο φροντιστήριο. Καταλήγεις εξουθενωμένος αργά το βράδυ στο σπίτι για το διάβασμα της επόμενης ημέρας.

Οι γονείς αυτά τα χρόνια στο πλευρό σου. Σε ρόλο σπόνσορα, ποντάρουν πάνω σου απωθημένα όνειρα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ο μύθος της «δωρεάν παιδείας» άτρωτος στο χρόνο, πληρώνεται με τίμημα ιδιαιτέρως υψηλό. «Τόσα δίνω, πόσα θες», στα … “ιδιαίτερα” πουλάν αυτό που θες. Να πληρώσει ο πατέρας και η μάνα απ’ το υστέρημα. Τώρα ή ποτέ!

Σφύζουν από ζωή τα φροντιστήρια. Άψογες τεχνικές επίλυσης ασκήσεων που προπονούν εργαλειακά τον υποψήφιο. Να περάσει τον πήχη, να πιάσει την επιθυμητή βάση μορίων, να επιτύχει… Η αγωγή στα αζήτητα, η σπουδή αποσπασματικά κομματιασμένη σε κουτάκια για τις ανάγκες των εξετάσεων.

Θυμάμαι πρόπερσι, που συμμετείχες στην κατάληψη του σχολείου σου ενώ το φροντιστήριο συνέχιζε απρόσκοπτα. Χωρίς ενοχές για τις χαμένες ώρες που με βόλεψαν ανέλπιστα, σε ρώτησα τότε γιατί δεν έκανες κατάληψη και στο φροντιστήριο. «Στο φροντιστήριο δάσκαλε πληρώνω!» μου απάντησες. Και όλη η αλήθεια των λόγων σου εξαντλούνταν με τρόπο κυνικό μπροστά στο ταμείο την ώρα της καταβολής των διδάκτρων.

Σε βλέπω τα βράδια να γυρνάς αποκαμωμένος στους δρόμους της πόλης με την τσάντα στον ώμο, να περιμένεις στη στάση του λεωφορείου, χαζεύοντας αφηρημένα στο κενό της προσμονής, και μετά να διασκεδάζεις την πλήξη σου -χαριτωμένα ομολογώ- με αστεϊσμούς και χειρονομίες σε βάρος ανυποψίαστων επιβατών.

Θα ανταμώσουμε το άλλο πρωί στο σχολείο όταν θα μπω στην τάξη για μάθημα. Θα ’σαι κουρασμένος, θα βαριέσαι, δεν θα ’χεις όρεξη για τίποτα. Θα σε προκαλώ αμήχανα σε θεολογική κουβέντα για τα μικρά και τα μεγάλα: για τον πλούτο και τη φτώχια, για την ειρήνη και τον πόλεμο, για τα διλήμματα της βιοηθικής, για τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και τον γάμο, για το νόημα της ζωής και του θανάτου. Αλλά εσύ θα είσαι αλλού… Κι εγώ θα πασχίζω απογοητευμένος να ανταποκριθώ στα ελάχιστα της παιδαγωγικής μου υποχρέωσης. Μου απομένει, ευτυχώς, να διαβάζω με κλεφτές ματιές ευαίσθητα στιχάκια γραμμένα πάνω στο θρανίο σου. Να χαίρομαι τούτη την έκπληξη και να απορώ! Από πού να ξεμύτισε, άραγε, τόση τρυφερότητα στο ζοφερό σκηνικό μιας τόσο άχαρης διαδικασίας;
Αγαπημένε μου μαθητή, αγαπημένη μου μαθήτρια

Συγχώρα με για τη στενάχωρη κριτική που προηγήθηκε. Προσπάθησα μόνο να σου πω, ότι οι Τρεις Ιεράρχες που σήμερα τιμάμε δεν χωρούν στις τελετές μας. Οι βάσεις των μορίων, οι περιζήτητες σχολές, τα επαγγέλματα υψηλής απορρόφησης, οι πρώτοι των πρώτων στις Πανελλαδικές…, όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα του κόσμου των Ιεραρχών μας. Εκτός ύλης δηλαδή.

Ανέραστη κοινωνία, ανέραστα σχολεία…Δεν πιστεύουμε, δεν ελπίζουμε, δεν αγαπάμε… Και πασχίζουμε να καλύψουμε το κενό στις δομές και στο περιεχόμενο ενός σχολείου που διδάσκει την ατομική επιβίωση, το «εγώ ελπίζω να τη βολέψω!». Που ζυγιάζει την αξία των παιδιών μας με μέτρα και σταθμά που κονταίνουν το μεγαλείο του προσώπου τους.

Τρανό παράδειγμα «αποτυχίας» η πορεία ζωής των Τριών Ιεραρχών!

Και εξηγούμαι… Ήταν και οι τρεις γόνοι ευκατάστατων κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά οικογενειών. Κάτοχοι αξιοζήλευτης παιδείας και καλλιέργειας που εκπλήσσει ακόμη και σήμερα. Στις καλύτερες σχολές και δίπλα στους αρίστους των δασκάλων της εποχής τους σπουδάζουν τα πάντα: ρητορική, φιλοσοφία, θεολογία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική. Και στο απόγειο αυτό εγκαταλείπουν τα πάντα πίσω τους: τιμητικά καθηγητικά καθήκοντα, προσοδοφόρα δικηγορία και ρητορική, περίφημα εκκλησιαστικά αξιώματα. Αρνούνται τον κόσμο του πλούτου, της δόξας και της εξουσίας. Πλούσιοι που με τη θέλησή τους γίνηκαν φτωχοί, όχι φτωχοί που ονειρεύτηκαν να γίνουν πλούσιοι! Αποσύρονται στην έρημο επιλέγοντας τη σκληρή άσκηση, μορφώνουν εκεί τον έσω άνθρωπο. Δοκιμάζουν τις αντοχές της σχέσης τους με το Θεό, σπουδάζουν με αίμα και δάκρυα τη ζωή του Πνεύματος.

Και επιστρέφουν κατόπιν στον κόσμο αδειάζοντας την αγάπη που με πολύ κόπο μάζεψαν. Μοιράζουν την περιουσία τους στη φτωχολογιά και γίνονται :

Όχι δάσκαλοι, αλλά μαθητές, που μαθητεύουν με ταπείνωση στον πόνο και την ανέχεια, τη θλίψη και τη στέρηση, τον πειρασμό και τα πάθη των ανθρώπων.

Όχι δεσπότες, αλλά επίσκοποι – πατέρες, που διακονούν το μυστήριο του όλου ανθρώπου, όλων των παιδιών τους.

Ακατανόητη η ζωή των Τριών Ιεραρχών σήμερα…

Πάντοτε όμως το ίδιο συνέβαινε! Από τη μια, η αυτάρκεια της «επιτυχίας» που δεν αγαπά, δεν πονά, δεν μοιράζεται τίποτε και με κανέναν. Από την άλλη, η «αποτυχία» που έχει δώσει τα πάντα και ψάχνεται να δώσει κι άλλα.

Ευχή και προσμονή: η οικονομική κρίση να γίνει κρίση συνειδήσεων μέσα στα σχολειά μας. Ολοκαύτωμα! Για το ψωμί και την ψυχή των μαθητών μας.

«Σταυρωμένη πατρίδα μες στα μάτια σου είδα

της ανάστασης φως.

Τα παιδιά στην κερκίδα

είναι η μόνη σου ελπίδα,

ελπίδα πρωινός ουρανός»

(Ν. Πορτοκάλογλου, Τα καράβια μου καίω)

Χρόνια μας πολλά !

Πηγή:

http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Θεολογία-Θρησκειολογία/Άρθρα/1769-Τρεις-Ιεράρχες-και-σχολείο-σήμερα.html

 



Οι τρεις Ιεράρχες και η παρούσα ζωή

 



Με αφορμή τη μεγάλη εορτή των τριών Ιεραρχών, η Χριστιανική Φοιτητική Δράση εύχεται στον καθένα που αναζητεί τη γνώση εντός και εκτός πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου, να γνωρίσει και να κατακτήσει Εκείνον που είναι η Αλήθεια με οδηγό τους τρεις μεγίστους φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος.

Οι μέγιστοι Οικουμενικοί Διδάσκαλοι Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φωτισμένοι από το Πνεύμα του Θεού, έχουν αναφερθεί στα συγγράμματά τους με πολλούς τρόπους για το πώς έβλεπαν την παρούσα ζωή μας. Φιλοσοφούσαν επάνω στην πραγματικότητα της ζωής και κατέληγαν σε θαυμάσια συμπεράσματα και για τους τότε ακροατές τους και για τους σημερινούς αναγνώστες τους. Οι γνώμες τους ισχύουν αιώνια, διότι αγγίζουν κάθε άνθρωπο, σ’ όποια εποχή κι αν ζει.

Μερικές από τις απόψεις αυτές των μεγάλων Αγίων για την παρούσα ζωή μας παραθέτουμε στη συνέχεια, διότι τις θεωρούμε πολύ χρήσιμες, καθώς βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου χρόνου.

Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν γράφει ότι η ζωή μας μοιάζει με ένα ποτάμι που κυλάει συνεχώς και γεμίζει με αλλεπάλληλα κύματα.Το ένα μέρος των υδάτων έφυγε και χάθηκε ήδη, ,το άλλο προχωρεί τώρα, το άλλο μόλις αναβλύζει από τις πηγές του και το υπόλοιπο πρόκειται να αναβλύσει. Και όλοι τρέχουμε μαζί με το ποτάμι προς την κοινή θάλασσα του θανάτου.

«Ποταμός ο βίος ημών, ρέων ενδελεχώς και κύμασιν αλλεπαλλήλοις πληρούμενος.Το μεν γαρ του προέρρευσεν ήδη, το δε έτι πορεύεται· και το μεν άρτι προέκυψε των πηγών, το δε μέλλει· και προς την κοινήν άπαντες του θανάτου σπεύδομεν θάλατταν» (ΕΠΕ 7, 196).

Ο άγιος Γρηγόριος, έχοντας υπόψη του την παρομοίωση της ζωής με ποτάμι που τρέχει ασταμάτητα, την οποία έκανε ο φίλος του Μ.Βασίλειος, έλεγε: ‘Όποιος εμπιστεύεται και στηρίζει τη ζωή του σε πράγματα που έρχονται και παρέρχονται και χάνονται εύκολα, στην ουσία δίνει εμπιστοσύνη σ’ ένα ποτάμι που δεν σταματάει ποτέ. «Όστις ἀπερχομένοισι καί έρχομένοισι πέποιθε, ρεύματι πιστεύει ού ποτε ἱσταμένῳ» (ΕΠΕ 9, 398).

Την ίδια έννοια τόνιζε και ο ιερός Χρυσόστομος, επαναλαμβάνοντας σε κάθε περίσταση ότι τα πράγματα και τα θέματα της παρούσης ζωής, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, «ποταμίων ρευμάτων δίκην παραρρέουσι»· σαν ρεύματα ποταμού περνούν σύντομα και χάνονται (ΕΠΕ 37, 368).

Το επισημαίνει αυτό και ο Φωστήρ της Καισαρείας άγιος Βασίλειος: «Τοιούτος ό βίος· ούτε τα τερπνά μόνιμα, ούτε τα λυπηρά διαρκή κεκτημἐνος». Τέτοια είναι η ζωή μας, ώστε δεν έχει μόνιμα και διαρκή ούτε τα χαρμόσυνα γεγονότα ούτε τα λυπητερά (ΕΠΕ 5, 28).

Είμαστε ένα άστατο όνειρο, έλεγε με το δικό του τρόπο και ο άγιος Γρηγόριος. “Ενα πέταγμα πουλιού που χάνεται στα ύψη. Ένα καράβι που διασχίζει το πέλαγος και σύντομα σβήνουν τα ίχνη του… σκόνη, αχνός, μια πρωινή δροσιά, ένα λουλούδι που δεν προλαβαίνει να ανθίσει και μαραίνεται… Τέτοια είναι η ζωή μας. «Τοιοῦτος ό βίος ἡμῶν, αδελφοί, όναρ ἐσμέν οὐχ ίστάμενον… πτῆσις όρνέου παρερχομένου, ναύς ἐπί θαλάσσης ίχνος οὐκ έχουσα, κόνις, ἀτμίς, ἑωθινή δρόσος, άνθος καιρῷ φυόμενον καί καιρῷ λυόμενον…» (ΕΠΕ 6, 412).

Και οι τρεις άγιοι Πατέρες όμως έβλεπαν αυτήν την πρόσκαιρη και άστατη ζωή ως στάδιο προετοιμασίας και καλού αγώνα για την κατάκτηση της ευτυχίας της αιώνιας Βασιλείας του Θεού.

Ο Μέγας Βασίλειος έλεγε ότι η ζωή αυτή είναι ο καιρός της μετανοίας, ενώ η μέλλουσα είναι ο καιρός της ανταποδόσεως. Τώρα είναι ο καιρός της ύπομονής των διαφόρων δυσκολιών και πειρασμών, τότε ο καιρός της άναπαύσεως και παρακλήσεως. «0ύτος ό αίών τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τής ἀνταποδόσεως· ούτος τῆς ύπομονῆς, ἐκεῖνος της παρακλήσεως» (ΕΠΕ 8, 166).

Την ίδια έννοια παρουσίαζε με τον τρόπο του και ο ιερός Χρυσόστομος, λέγοντας ότι η παρούσα ζωή είναι καιρός αγώνων, στην άλλη ζωή μας περιμένουν τα έπαθλα και τα στεφάνια. Μη συγχέεις τους καιρούς και θέλεις να ζεις άνετα και χωρίς κόπο πνευματικό στον καιρό που είναι εποχή παλαισμάτων και αγώνων. «Τα μέν ἐνταῦθα σκάμματα (=τόποι για γυμνάσματα), τα δέ μετά ταύτα ἔπαθλα καί στέφανα. Μή ζήτει τοίνυν ἐν καιρῷ τῶν παλαισμάτων καί ἐν ημέρα παγκρατἰου (=διπλῶν δυνατῶν ὰγωνισμάτων) τήν ἄνεσιν καί τήν ἄδειαν (=τήν εὺκολία), μηδέ σύγχεε τούς καιρούς» (ΕΠΕ 5, 326).

Να θεωρείς αυτή τη ζωή πανηγύρι, έλεγε ο άγιος Γρηγόριος. Αν την εκμεταλλευτείς σωστά, αν φερθείς σαν έξυπνος, φρόνιμος έμπορος, θα έχεις μεγάλο κέρδος. Διότι αντάλλαγμα των μικρών είναι τα μεγάλα και των ρεόντων και φευγαλέων, τα αιώνια. Με τα λίγα δηλαδή και παροδικά χρόνια της παρούσης ζωής μας μπορούμε, εάν τα ζήσουμε θεάρεστα, να κερδίσουμε την αιώνια Βασιλεία των Ουρανών. «Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τόν βίον. ‘Ήν πραγματεύαη, κέρδος. Ἀντάλλαγμα γάρ μικρῶν τά μείζω, καί ρέοντ’ ἀίδίων» (ΕΠΕ 9, 416).

Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση


Οι τρεις “μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου θεότητος”, “τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου” και οι οικουμενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής. Με φλόγα ψυχής, με ιερό και αμείωτο ενθουσιασμό εργάσθηκαν, με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου και την ψυχική καλλιέργεια των πιστών. Συγχρόνως με τα πύρινα κηρύγματά τους στηλίτευαν τις κοινωνικές αδικίες, την ασπλαχνία των πλουσίων και συνέβαλαν ουσιαστικά στην προστασία και ανακούφιση των αδυνάτων, των πτωχών και αναξιοπαθούντων συνανθρώπων. Μαζί με τα ιερά και λειτουργικά έργα τους φρόντιζαν και για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και των προβλημάτων της καθημερινής ζωής των πιστών.

Μέλημα όμως και ενδιαφέρον ανύστακτο, μαζί με τις άλλες ιερές απασχολήσεις τους, είχαν και τη διατήρηση της πίστεως και την προφύλαξη των πιστών από παραχαράξεις της διδασκαλίας του θεόπνευστου Ευαγγελίου. Όπως φαίνεται από τα θαυμάσια συγγράμματά τους, συχνά μιλούσαν για τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που με τη σατανική έμπνευσή τους επιχειρούσαν να αλλοιώσουν την Πίστη και να διαστρέψουν το περιεχόμενο του ιερού Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα την αιώνια καταστροφή των πιστών.

Εμπρός σ’ αυτόν τον κίνδυνο, που απειλούσε την Εκκλησία κατά την εποχή τους, όρθωσαν το πνευματικό τους ανάστημα και πολέμησαν τις αιρέσεις από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν αυτές.

Τα πνευματικά όμως βέλη τους δεν τα έστρεφαν εναντίον των ανθρώπων, αλλά της αιρέσεως που αυτοί δίδασκαν και διέδιδαν. Χαρακτηριστικά έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: “Τω λόγω διώκω, ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αποστρέφομαι, αλλά την πλάνην μισώ και επισπάσασθαι βούλομαι” (ΕΠΕ 37, 296).

Δηλαδή: Χρησιμοποιώ ως άλλο όπλο τον λόγο και τον στρέφω όχι εναντίον των ανθρώπων, που είναι θύματα της αιρέσεως, αλλά εναντίον της αιρέσεως. Την αίρεση και πλάνη μισώ και με τον αγώνα μου ποθώ να αποσπάσω από τη διαβολική πλάνη τους ανθρώπους που έχουν παρασυρθεί.

Για τους καθοδηγούς όμως των αιρετικών δεν δίσταζαν να γράψουν και τους πιο βαρείς χαρακτηρισμούς, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να τους αντιληφθούν και να ξεφύγουν από τις πλεκτάνες τους. Έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τους αιρετικούς “βαρείς λύκους… ληστάς και κλέπτας… αρπάζοντας αρπάγματα, ψυχάς κατεσθίοντας”. Σαν άλλοι σκληροί και άγριοι λύκοι, δηλαδή, και σαν ληστές και κλέφτες ορμούν εναντίον των πιστών, για να αρπάξουν τη λεία τους και να καταφάγουν τις ψυχές τους. Είναι “δεινοί θήρες… ημών μη φειδόμενοι”. Είναι τρομερά θηρία που δεν μας λυπούνται (ΕΠΕ 2, 156, 242).

Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση

Πολύ εντυπωσιακά είναι τα όσα γράφει για τους δασκάλους των αιρετικών, τους βαμμένους αιρετικούς που μένουν πεισματικά στις κακοδοξίες τους, και ο Μέγας Βασίλειος.

“Ούτε Αιθίοψ αλλάξει ποτέ το δέρμα αυτού ούτε πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, ούτε ο εν διαστρόφοις δόγμασι συντραφείς αποτρίψασθαι δύναται το κακόν της αιρέσεως” (ΕΠΕ 2, 132).

Δηλαδή. Ούτε ένας Αιθίοπας μπορεί να αλλάξει το χρώμα του δέρματός του, ούτε μια λεοπάρδαλις τα πολύχρωμα στολίδια που υπάρχουν στο δέρμα της. Έτσι και αυτός που ανατράφηκε και ζυμώθηκε με τα διεστραμμένα δόγματα δεν μπορεί να καθαριστεί και να βγάλει από πάνω του το κακό της αιρέσεως. (Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι σαν να φωτογραφίζει μ’ αυτά ο Άγιος το πείσμα του πάπα της Ρώμης, που δεν αρνείται με κανένα τρόπο το επάρατο πρωτείο του και το αλάθητό του).

Αλλού ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η αίρεση είναι “ρίζα πικρά καρπόν ολέθριον αναδίδουσα” (ΕΠΕ 2, 14). Μοιάζει με πικρή ρίζα, που παράγει καταστρεπτικό, φαρμακερό καρπό.

Και τι συνιστούσαν οι μέγιστοι οικουμενικοί Διδάσκαλοι στους πιστούς ως πρέπουσα συμπεριφορά έναντι των αιρετικών; Μήπως να φέρονται με αβρότητα και να τους συναναστρέφονται άφοβα, όπως κάμνουν ορισμένοι σύγχρονοι Ορθόδοξοι; Όχι βέβαια! Αντίθετα, συμβούλευαν διακοπή κάθε σχέσεως. Ο ιερός Χρυσόστομος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο έλεγε: “Φεύγε των τοιούτων τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δε αυτή τη σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται” (ΕΠΕ 30, 340). Απόφευγε, λέει ο θείος Χρυσόστομος, τις σχέσεις με τους αιρετικούς όπως και τα δηλητήρια. Οι αιρετικοί είναι χειρότεροι από τα δηλητήρια, διότι αυτά βλάπτουν το σώμα μόνο, ενώ αυτοί καταστρέφουν τη σωτηρία της ψυχής.

Και ο άγιος Γρηγόριος συμβούλευε: Αυτούς που έπεσαν θύματα της αιρέσεως “έως μεν αν ή δυνατόν προσλαμβανώμεθα και θεραπεύωμεν· ανιάτως δ’ έχοντας αποστρεφώμεθα, μη της νόσου μεταλάβωμεν πριν μεταδούναι της εαυτών υγείας” (ΕΠΕ 1, 268). Θα προσπαθήσουμε, δηλαδή, να βοηθήσουμε κάποιον, που παρασύρθηκε από αιρετικούς, να συνέλθει και να μετανοήσει. Όταν όμως κάποιοι αιρετικοί έγιναν και είναι ανίατα ασθενείς, να τους αποφεύγουμε. Διότι υπάρχει κίνδυνος, πριν προλάβουμε να τους θεραπεύσουμε και να τους μεταδώσουμε την υγεία μας, να κολλήσουμε εμείς την ασθένειά τους. (Ας τα ακούσουν οι σύγχρονοί μας οικουμενιστές που “κάθε λίγο και λιγάκι” έχουν συναντήσεις με τους αμετανόητους παπικούς, νομίζοντας ότι θα τους βοηθήσουν να συνέλθουν και να μετανοήσουν).

Ανάλογα συμβουλεύει και ο Μέγας Βασίλειος: Το να φροντίσουμε για τη μετάνοια των αιρετικών είναι καλή ενέργεια. Και είναι θεάρεστο να τους καλέσουμε και να μιλήσουμε “εις συνάφειαν” για να ενωθούν μαζί μας· “καν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι”, να ενωθούμε μαζί τους, αν τους πείσουμε να μετανοήσουν· “εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις” να αρκεσθούμε στις σχέσεις μας μεταξύ μας οι πιστοί. Και συνεχίζει ο Άγιος στην ίδια επιστολή του προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων, γράφοντας συμπερασματικά: “Εάν μεν ουν πεισθώσιν σοι, ταύτα άριστον”. Εάν πεισθούν οι αιρετικοί στα λόγια σου, αυτό θα είναι επιτυχία, άριστη κατάληξη. “Ει δε μη, γνωρίσατε τους πολεμοποιούς”· διαφορετικά μάθετε ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν μάχες στην Εκκλησία, “και παύσασθε ημίν του λοιπού περί διαλόγων επιστέλλοντες”· και πάψτε στο εξής να μου στέλνετε επιστολές, ζητώντας να σας επιτρέψω διαλόγους και συμφιλίωση με τους αιρετικούς (ΕΠΕ 1, 274-276).

Απάντηση ξεκάθαρη, σαφέστατη. Χωρίς ίχνος συμβιβασμού με τους κακοδόξους.

Έτσι έβλεπαν την αίρεση οι κορυφαίοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και έτσι αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς.

Περιοδικό “Η Δράσις μας”, Ιανουάριος 2011

Η οικονομική σκέψη των Τριών Ιεραρχών

 



Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε ειδικό αφιέρωμα στο έργο των Τριών Ιεραρχών, που συντάχθηκε από τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση για την εορταστική εκδήλωση Τριών Ιεραρχών 2010, και συνοδεύτηκε από προβολή διαφανειών.

Τα οικονομικά ζητήματα, συνδεδεμένα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, καταλάμβαναν πάντοτε εξέχουσα θέση στους προβληματισμούς των ανθρώπων όλων των εποχών. Με την εμφάνιση του Χριστού στον κόσμο, διατυπώνεται μια άλλη διδασκαλία περί οικονομίας, πολύ ανώτερη από όσες είχαν ειπωθεί στον αρχαίο κόσμο, αλλά και από τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες. Ο πλούτος είναι πλέον για τους Χριστιανούς ένα όργανο, τα υλικά αγαθά είναι γι’ αυτούς μέσο κι όχι σκοπός. Ο άνθρωπος είναι διαχειριστής της περιουσίας του Θεού και θα αποδώσει λογαριασμό. Η κακή χρήση των υλικών αγαθών είναι «κατάχρηση» της «εξουσίας», που του έδωσε ο Θεός. Ο Χριστιανός λοιπόν πρέπει να περιορίσει τα περιττά, να ζει με αυτάρκεια και να εξυπηρετεί τις ανάγκες των συνανθρώπων του, παιδιών του ίδιου Θεού.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα διαμορφώθηκε και η οικονομική διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών. Απόψε ας απολαύσουμε λίγες χαρακτηριστικές περικοπές από το έργο τους:

Χ: Του Κυρίου είναι τα χρήματα, από όπου κι αν τα μαζέψεις. Και αν τα παράσχουμε σε όσους τα έχουν ανάγκη, θα αποκτήσουμε μεγάλη αφθονία. Γι’ αυτό σου παραχώρησε περισσότερα ο Θεός, όχι για να τα σπαταλήσεις στην πορνεία και τη μέθη και την αδηφαγία και την πολυτέλεια των ενδυμάτων και στις υπόλοιπες ελαφρότητες, αλλά για να τα διανείμεις σ’ αυτούς που τα χρειάζονται. Γιατί όπως αυτός που διαχειρίζεται τα δημόσια χρήματα, αν παραμελήσει την κατάλληλη διαχείριση και τα καταναλώσει για το προσωπικό του συμφέρον, αποδίδει λογαριασμό και τιμωρείται, έτσι μάλιστα και ο πλούσιος, είναι διαχειριστής των χρημάτων που πρέπει να διανεμηθούν στους φτωχούς και έχει διαταχθεί να τα μοιράσει στους πεινασμένους σύνδουλούς του.

Β: Αν δεις κανέναν από αυτούς τους πάμπλουτους, μη μακαρίσεις τη ζωή του. Ρευστή είναι η φύση του πλούτου. Παρατρέχει τους πλούσιους πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο χείμαρρος. Σήμερα αυτό το αγροτεμάχιο είναι του ενός, και αύριο του άλλου. Δες τα καταστήματα στις πόλεις, πόσα χέρια έχουν ήδη αλλάξει. Και ο χρυσός πάντοτε ξεφεύγει από τα χέρια του έχοντος και περιέρχεται στον άλλο, και από εκείνον στον τρίτο. Πιο εύκολο είναι να φυλάξεις το νερό στη χούφτα σου, παρά να διατηρήσεις το πλούτο για τον εαυτό σου

Γ: Ο Θεός για όλα τα χερσαία όντα άπλωσε τη γη άνετη και τις πηγές και τους ποταμούς και τα δάση, τον αέρα για τα πτηνά και το νερό για όσα ζουν στο νερό. Έτσι τα προς το ζην τα χάρισε σε όλους άφθονα, χωρίς ούτε να παρακρατούνται από την εξουσία, ούτε να ρυθμίζονται από το νόμο, ούτε να χωρίζονται από σύνορα.

Χ: Δεν κατηγορώ αυτούς που έχουν πλούτη, ούτε διαβάλλω τα χρήματα, αλλά την κακή χρήση των χρημάτων, και τη σπατάλη τους σε ασωτίες. Γι’ αυτό λέγονται χρήματα, ώστε να τα χρησιμοποιούμε εμείς, και όχι αυτά να χρησιμοποιούν εμάς. Γι’ αυτό λέγονται κτήματα, ώστε να τα κατέχουμε εμείς, και όχι αυτά να κατέχουν εμάς. Γιατί λοιπόν αυτά που πρέπει να είναι υπηρέτης, τα έκανες κύριό σου; Γιατί αντέστρεψες την τάξη;

Β: Ποιος από αυτούς που στολίζονται με λαμπρά υφάσματα μπόρεσε να προσθέσει μια μέρα στη ζωή του; Ποιον λυπήθηκε ο θάνατος για χάρη του πλούτου; Από ποιον έφυγε η ασθένεια χάριν των χρημάτων;

Γ: Η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και οι παρόμοιες καταστάσεις αργότερα εισήχθησαν στην ανθρώπινη ιστορία, σαν αρρώστιες που ακολουθούν την κακία και εφευρέθηκαν από αυτήν. Από την αρχή δε συνέβαινε αυτό.

Χ: Αν θες να πούμε την αλήθεια, δεν είναι πλούσιος εκείνος που περιβάλλεται από πολλά, αλλά εκείνος που δε χρειάζεται πολλά. Ούτε είναι φτωχός εκείνος που δεν έχει τίποτα, αλλά εκείνος που επιθυμεί πολλά…

Β: Ως πότε θα κυριαρχεί ο χρυσός, η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας, η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται τα όπλα, για τον οποίον ακονίζονται τα ξίφη; Για αυτόν οι συγγενείς ξεχνούν τους ανθρώπους τους, ο αδελφός για τον αδελφό ετοιμάζει φονικό. Για τον πλούτο οι ερημιές γεννούν τους ληστές, η θάλασσα τους πειρατές, οι πόλεις τους συκοφάντες. Ποιος είναι ο πατέρας του ψεύδους; Ποιος είναι ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποιος γέννησε την επιορκία; Όχι ο πλούτος; Όχι η αναζήτησή του; Τι κάνετε, άνθρωποι;

Γ:  Ας μοιραστούμε τα υλικά με το Χριστό, ούτως ώστε και η περιουσία να αγιασθεί μέσω της καλής χρήσης της και της μετάδοσης στους μη έχοντες.

Χ: Καταφρόνησε τα χρήματα, αν θέλεις να έχεις χρήματα. Αν θέλεις να πλουτίσεις, γίνε φτωχός. Γιατί αυτά είναι τα παράδοξα του Θεού. Δε θέλει με τη δική σου προσπάθεια να γίνεις πλούσιος, αλλά με τη δική του χάρη. «Άφησέ τα αυτά σε μένα» λέει. «Εσύ να μεριμνάς για τα πνευματικά, για να γνωρίσεις και τη δύναμή μου. Απόφευγε τη δουλεία και το ζυγό των χρημάτων. Έως ότου τα κατέχεις, θα είσαι φτωχός. Όταν θα τα καταφρονήσεις, θα γίνεις δυο φορές πλούσιος.

Β: Λένε κάποιοι «είναι αναγκαίος ο πλούτος για τα παιδιά μου». Τι ευπρόσωπη αφορμή για πλεονεξία είναι αυτή! Προβάλλετε τα παιδιά, αλλά την καρδιά σας υπονοείτε. Μήπως τα ευαγγέλια δε γράφτηκαν για τους παντρεμένους; «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πούλα τα υπάρχοντά σου και δώσε στους φτωχούς»… Γιατί τα παιδιά πολλές φορές χωρίς να λάβουν τίποτα από τους γονείς τους, έχτισαν σπίτια. Την ψυχή σου όμως αν την παραμελήσεις εσύ, ποιος θα την ελεήσει;

Γ: Μη γένοιτο, ούτε να πλουτίζω εγώ εφόσον αυτοί είναι φτωχοί, ούτε να ζω ευχάριστα, αν δεν τους βοηθήσω στις δυσκολίες τους. Ούτε να έχω επαρκή τροφή και ενδύματα, ούτε να ξεκουράζομαι κάτω από στέγη, αν δεν τους προσφέρω ψωμί και αν δεν τους δώσω κατά το δυνατόν ρούχα και αν δεν τους αναπαύσω κάτω από στέγη.

Χ: Πρόσεξε! Παντού επικρατεί η ειδωλολατρία με τη θεοποίηση του χρήματος.

Β: Ο πλούσιος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο, ούτε ο άρχοντας για τη δύναμη του αξιώματος. Γιατί αυτά είναι όργανα αρετής γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν σωστά, και δε φέρουν από μόνα τους την ευτυχία.

Γ: Καλύτερα νέος φτωχός και αγνός παρά γέροντας βασιλιάς και ακόλαστος.

Χ: Άναψες κερί στην εκκλησία. Αλλά μπήκε ο φτωχός που είχες αδικήσει, και με την προσευχή του έσβησε το κερί σου. Έδωσες ψωμί στον πεινασμένο. Αλλά οι αγέλες των βοδιών και των προβάτων σου κατέφαγαν όλο το θερισμό του φτωχού. Μην αδικήσεις πολύ και καλοποιήσεις λίγο. Μην αδικήσεις το διπλανό σου. Μην εξαπατήσεις τον ορφανό. Μην καταδυναστεύσεις τη χήρα. Μη φθονήσεις το γείτονα.

Β: Πολύ φοβερή είναι στις περιόδους φτώχειας η αναλγησία και η απληστία των εχόντων. Γιατί παρατηρούν τους καιρούς και εμπορεύονται τη φτώχεια και καλλιεργούν στις συμφορές…

Γ: Αξίζει όλα να τα δώσουμε στο Χριστό, ώστε να τον ακολουθήσουμε με γνησιότητα, σηκώνοντας το σταυρό μας, και να πετάξουμε ελαφρείς προς τον άνω κόσμο, και ευσταλείς χωρίς τίποτα να μας τραβάει προς τη γη, και να κερδίσουμε αντί για όλα τα υλικά το Χριστό, και να υψωθούμε με την ταπείνωση, να πλουτίσουμε με την πτωχεία.

Χ: Ούτε ο φτωχός να κλαίει για τη φτώχεια του, ούτε ο πλούσιος να χαίρεται για τον πλούτο του.

Β: Του φτωχού είναι το ψωμί που σου περισσεύει, του γυμνού το ρούχο, που φυλάς στις ντουλάπες σου, του χρήζοντος τα χρήματα που έχεις αποταμιεύσει. Αδικείς λοιπόν τόσους πολλούς, όσους θα μπορούσες να ωφελήσεις.

Γ: Μη μπλέξουμε το δικό μας πλούτο με τα δάκρυα των άλλων. Αλλιώς σαν από σαράκι και σκόρο θα φθαρεί.

Χ: Τι είναι παλληκαριά και τι ανανδρία; Όταν οι άλλοι αδικούνται και εμείς δεν τους υπερασπίζουμε, αλλά σωπαίνουμε, αυτό είναι ανανδρία. Όταν πάλι οι ίδιοι παθαίνουμε κάποιο κακό και υπομένουμε, αυτό είναι παλληκαριά. Τι είναι το θάρρος;  Όταν αγωνιζόμαστε για τους άλλους. Τι είναι το θράσος; Όταν θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας.

Γ: Βοήθησε τους καταπιεσμένους, ώστε κι εσύ να λάβεις τη βοήθεια του Θεού.

Χ: Εκπαιδεύουμε τους νέους από την πρώτη ηλικία, όταν μεν οι ίδιοι αδικούνται, να το αντιμετωπίζουν με υπομονή, ενώ όταν δουν κάποιον άλλον να αδικείται, με γενναιότητα να αντιδρούν και με το κατάλληλο μέτρο να υπερασπίζονται τον αδικημένο.

Γ: Με το έλεος και τους οικτιρμούς, μπορούμε να γίνουμε ίσοι με το Θεό. Όταν όμως μας λείπει αυτό, όλα τα χάσαμε. Δεν είπε «αν πιστέψετε, θα είστε όμοιοι με το Θεό Πατέρα σας», δεν είπε «αν παρθενεύσετε», αλλά τι; «Γίνετε οικτίρμονες, όπως και ο Πατέρας σας που βρίσκεται στους ουρανούς». «Γιατί», λέει, «καλοσύνη θέλω και όχι θυσία».

Χ: Ξέρει η Γραφή τη δική μας πλεονεξία. Γνωρίζει ότι η απληστία μας αποβλέπει προς την πλεονεξία και επιζητά τον πλεονασμό. Και γι’ αυτό δεν είπε απλά «Ο ελεών πτωχόν δίδωσι Θεώ» για να μη νομίζεις ότι η αντιμισθία είναι απλή, αλλά είπε «ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ». Αν δανείζεται ο Θεός από μας, άρα είναι και χρεώστης. Τι θέλεις λοιπόν να Τον έχεις, κριτή ή χρεώστη;

Β: Ξέρω πολλούς που νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν και επιδεικνύουν όλη την αδάπανη ευλάβεια, αλλά έναν οβολό δεν δίνουν για αυτούς που υποφέρουν. Αλλά ποιο όφελος έχουν αυτοί για την αρετή τους; Δεν τους δέχεται η βασιλεία των ουρανών.

Χ: Αν δεις κάποιον να υποφέρει, μην εξετάζεις τίποτε άλλο. Δικαιούται τη βοήθειά σου. Γιατί αν όταν δεις ένα ζώο να πνίγεται, το σώζεις, χωρίς να εξετάζεις ποιανού είναι, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εξετάζεις ο άνθρωπος ποιανού είναι. Του Θεού είναι, είτε είναι ειδωλολάτρης, είτε Εβραίος. Γιατί κι αν είναι άπιστος, χρειάζεται τη βοήθειά σου.

Γ: Καλοσύνη θέλει και όχι θυσία ο Θεός μας, και η ευσπλαχνία αξίζει περισσότερο από χιλιάδες λαμπάδες. Αυτή την καλοσύνη ας Του προσφέρουμε, για χάρη των θλιβομένων και αυτών που είναι πεταμένοι στο πεζοδρόμιο, ώστε όταν φύγουμε από αυτή τη ζωή, να μας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, κοντά στον ίδιο το Χριστό τον Κύριό μας, στον οποίο ανήκει η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πλούτο


Οι Τρεις Ιεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι οι οικουμενικοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας, που, παρά τους αιώνες που μεσολάβησαν από τότε που ζούσαν στον κόσμο, εξακολουθούν να φωτίζουν τους δρόμους μας. Τα συγγράμματά τους νίκησαν τη φθορά του χρόνου και αγγίζουν με επιτυχία και τα σύγχρονα προβλήματα. Ασχολήθηκαν με όλους του τομείς της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε ανέκαθεν τις ίδιες ψυχικές αναζητήσεις, οι απαντήσεις και τοποθετήσεις τους, εμπνευσμένες από την θερμή σχέση τους με το Πνεύμα του Θεού, αναπαύουν κάθε ειλικρινή αναζήτηση της αλήθειας.

Το θέμα στο οποίο επανέρχονταν συχνά στις ομιλίες και στα συγγράμματά τους ήταν αυτό της κοινωνικής αδικίας, και το οποίο γινόταν φανερό στο τεράστιο χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των πτωχών. Η προκλητική ζωή των πλουσίων έναντι των αναξιοπαθούντων πτωχών όχι μόνο δεν τους άφηνε αδιάφορους, αλλά τους παρακινούσε διαρκώς σε ανάλογη δράση. Πλούσιοι και οι τρεις μοίρασαν τις περιουσίες τους στους πτωχούς και αφιέρωσαν το χάρισμα του λόγου και της πέννας, που τους χάρισε ο Δωρεοδότης Θεός, στο να γίνουν πιο ανθρώπινες και αδελφικές οι σχέσεις πλουσίων και πτωχών. Φροντίδα τους ανύστακτη ήταν να συγκινήσουν τους πλουσίους, ώστε να βλέπουν σαν αδελφούς τους πτωχούς και όχι μόνο να μην τους εκμεταλλεύονται, αλλά να τους βοηθούν στη δύσκολη ζωή τους.

Οι τρεις Ιεράρχες για τον πλούτο

Έτσι ο Μέγας Βασίλειος έγραψε μια ωραία ομιλία με τίτλο «Προς τους πλουτούντας», ο άγιος Γρηγόριος ένα εξαίρετο ποίημα με τίτλο «Κατά πλουτούντων» και ο ιερός Χρυσόστομος μια ομιλία ερμηνεύοντας το αγιογραφικό ρητό: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν» (Α’  Τιμ. στ’ 17). Επανειλημμένως δε και οι τρεις στις ομιλίες και στα κηρύγματά τους έκαναν λόγο για τον πλούτο.

Η θάλασσα, έλεγε χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τον πλεονέκτη πλούσιο, γνωρίζει «τα όριά» της, η νύχτα δεν «υπερβαίνει τας οροθεσίας» που της καθόρισε εξ αρχής ο Δημιουργός· ο πλούσιος όμως δεν χορταίνει με όσα έχει· «μιμείται του πυρός την βίαν», ο πόθος του να αυξήσει τα πλούτη του μοιάζει με την ορμητική ασταμάτητη πυρκαγιά (ΕΠΕ 6, 306).

Έχεις «τόσα και τόσα» κτήματα και άλλα αγαθά, ερωτά. Τι θα γίνει τελικά; «Ουχί τρεις σε πήχεις αναμένουσιν οι πάντες;». Τρεις πήχεις γης δεν περιμένουν και σένα –όλοι κι όλοι– όταν πεθάνεις; Ποιος θα σε υπερασπισθεί την ώρα της μελλούσης Κρίσεως; Όπου κι αν στρέψεις τότε το βλέμμα σου, θα βλέπεις τις όψεις εκείνων προς τους οποίους έδειξες ασπλαχνία· «ένθεν (από εδώ) του ορφανού τα δάκρυα, εκείθεν (από εκεί) της χήρας τον στεναγμόν, ετέρωθεν (από αλλού) τους οικέτας ους κατέξαινες (=που τους καταξέσκιζες και τους ταλαιπωρούσες στα έργα σου)» (ΕΠΕ 6, 308).

Παρόμοια εκφραζόταν για τον πλούτο και ο άγιος Γρηγόριος. Όχι μόνο δεν συγκινείται ο πλούσιος, έλεγε, από τη δυστυχία των πτωχών, αλλά φτάνει στο σημείο να μην υπολογίζει ούτε και «την του Θεού τιμωρίαν» (ΕΠΕ 9, 408). Γίνεται αναίσθητος. Διότι ο πλούτος, έλεγε, άλλοτε οδηγεί στην «ύβριν», δηλαδή στην υπερηφάνεια, η «ύβρις» όμως «απώλειαν φέρει», οδηγεί στην καταστροφή. Μοιάζει με φάρμακο «νόσου γέμον», που είναι γεμάτο με αρρώστια. Μπορεί να λύνει μερικά οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί όμως άλλα φοβερά και τρομερά, που έχουν σχέση με τη σωτηρία της ψυχής μας (ΕΠΕ 9, 140+ 190).

Είναι πραγματικά «ολέθριον» το πάθος του πλουτισμού, έλεγε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο και ο ιερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 23, 320). Διευκρίνιζε όμως ότι «ου κακόν ο πλούτος… όταν εις τους δεομένους αναλίσκωμεν (όταν τον διαθέτουμε και τον ξοδεύουμε βοηθώντας τους πτωχούς), αλλά κακόν η πλεονεξία» (ΕΠΕ 14, 248). Και αλλού τόνιζε ότι ούτε ο πλούτος είναι γενικά κάτι κακό ούτε η πενία γενικά κάτι καλό, αλλά ανάλογα προς «την προαίρεσιν των χρεωμένων εκάτερα ταύτα γίνεται». Ανάλογα με το πώς δηλαδή χρησιμοποιεί κανείς τον πλούτο ή την φτώχεια αποκτά το καθένα την κακή ή την καλή σημασία του (ΕΠΕ 32, 456). «Πλούσιόν σε εποίησεν ο Θεός», έλεγε άλλοτε, «ίνα τοις δεομένοις βοηθής» (για να βοηθείς όσους έχουν ανάγκη), «ίνα τα αμαρτήματα λύσης τα σαυτού διά της εις ετέρους δαψιλείας» (για να διαλύσεις και εξαλείψεις τα αμαρτήματά σου με τις πλούσιες ελεημοσύνες σου) (ΕΠΕ 31, 664). Και να θυμάσαι, πρόσθετε, ότι ο πλούτος είναι κάτι «ευρίπιστον», πολύ άστατο, γλιστρά και χάνεται γρήγορα (ΕΠΕ 36, 602).

Οι πιο πάνω αντιπροσωπευτικές γνώμες των εμπνευσμένων Τριών Ιεραρχών για τον πλούτο φανερώνουν πόσο φωτεινά πνεύματα ήσαν και πόσο αξίζει να τους έχουμε όλοι μας καθοδηγούς μας.

Οι Τρεις Ιεράρχες — Οι ασυμβίβαστοι

 

Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.

Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.

Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.

Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.

Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).

Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».

Άγ. Βασίλειος ο Μέγας & Γρηγόριος ο ΘεολόγοςΒασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.

Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (PG 37, 32-33).

Άγ. Ιωάννης ΧρυσόστομοςΚαι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα  για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).

Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.

από το περιοδικό “Η Δράσις μας”
τεύχος 465, Ιανουάριος 2009

Ο Εκκλησιασμός Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου





Λιμάνια πνευματικά οι ναοί

Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις. Πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ’ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική αναστάτωση. Κι όπως ακρι­βώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασ­φάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ’ αυτόν προσ­τρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν’ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή. Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστι­α­νική ζωή. Ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα. Σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς…

Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία. Σε ανά­παυση από τους κόπους σε παρακινεί. Γιατί σε ξαλα­φρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική από­λαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.

Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;

Παρ’ όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τί θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις α­κού­με με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζό­μαστε. Μα και στα γήπεδα, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέ­χουν οι περισ­σότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους.

Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν’ ανοί­ξουν το στόμα τους. Για τους αθλητές όμως, τους τρα­γου­δι­στές και τους ηθοποιούς μπορούν να σε πληρο­φο­ρήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή; Γιορ­τάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρου­σιά­ζεται στο ναό. Φαίνεται πως η από­σταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια.

Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλή­θεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.

“Μα είμαι αμαρτωλός“, λες, “και δεν τολμώ ν’ αντι­κρύ­σω τον άγιο”. Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις. “Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκ κλησία”, θα μου πει κάποιος, “πώς μπορώ να έρθω πάλι;”. Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσεις την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσε­κουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.

Αλλά, θα μου πεις, σ’ εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ’ εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μο­να­δική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργα­σίες; Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; … Δάνεισε δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αυτή σου τη στάση χάσεις τους κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περι­φρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήμα­τα που συγ­κεν­τρώνεις με την εργασία της Κυριακής…

“Ναι, αλλά μπορώ”, λέει κάποιος άλλος, “να προσευ­χηθώ και στο σπίτι μου“. Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου. είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύ­χεσαι στην εκκλησία… Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μό­νος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελ­φούς σου…. Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμα­στε ανίσχυροι. Όταν όμως συγκεν­τρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγα­λύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού…

Μετά τον εκκλησιασμό

Εμείς ας αναχωρούμε από τη θεία Λειτουργία σαν λιον­τάρια που βγάζουν φωτιά, έχοντας γίνει φοβεροί ακόμα και στο διάβολο. Γιατί το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινω­νούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μα­κριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ’ αυτό λούζεται η ψυχή, μ’ αυτό στολίζεται…

Προσελκύστε, λοιπόν, τους αδελφούς μας στην εκ­κλη­σία, προτρέψτε τους πλανημένους, συμβουλέψτε τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κι αν ακόμα τίποτα δεν πεις, αλλά βγεις από την ιερή σύναξη, δείχνοντας στους απόντες -και με την εμφάνιση και με το βλέμμα και με τη φωνή και με το βάδισμα και μ’ όλη σου τη σεμνότητα- το κέρδος που αποκόμισες από το ναό, αυτό είναι αρκετό για παραίνεση και συμβουλή. Γιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε από το ναό, σαν από ιερά άδυτα, σαν να κατεβαίνουμε από τους ίδιους τους ουρανούς. Δίδαξε όσους δεν εκκλησιά­ζο­νται ότι έψαλες μαζί με τα Σεραφείμ, ότι ανήκεις στην ουράνια πολιτεία, ότι συναντήθηκες με το Χριστό και μίλη­σες μαζί Του. Αν έτσι ζούμε τη θεία Λειτουργία, δεν θα χρειαστεί να πούμε τίποτα στους απόντες. Αλλά βλέποντας εκείνοι τη δική μας ωφέλεια, θα νιώσουν τη δική τους ζη­μιά και θα τρέξουν γρήγορα στην εκκλησία, για ν’ απολαύ­σουν τα ίδια αγαθά.