Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ"

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ"


Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΠΟΛΕΩΣ

Του μακαριστού Μητροπολίτου Κυρήνειας κυρού Παύλου

Συνεπληρώθησαν δύο χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρήνειας κυρού Παύλου. Ό μακαριστός Μητροπολίτης γεννήθηκε εις την Λάρνακα της Κύπρου το 1945 και κοιμήθηκε  την 1ην Οκτωβρίου 2011. Στενός συνεργάτης της εφημερίδος του «Ο.Τ.» με πολλά και αγωνιστικά άρθρα τόσο εκκλησιαστικού περιεχομένου, καταγγέλλοντα τας διαθρησκειακας συναντήσεις, πού υποκρύπτουν την Νέαν Τάξιν Πραγμάτων. όσο και εθνικού μαχόμενος διά τα δίκαια του Κυπριακού Ελληνισμού.
Ό «Ο.Τ.» διά να τίμηση την μνήμην του μακαριστού ίεράρχου δημοσιεύει το άρθρο του «Η ψυχολογία των εξομολογούμενων έπιπολέως ». Το άρθρο έχει ως ακολούθως:

«Αρκετοί πιστοί ανταποκρίνονται θετικά στην πρόσκληση του Πανάγαθου Θεού για μετάνοια, εξομολογούνται ειλικρινά και με αισθήματα πραγματικής αγάπης προς τον Κύριο εναποθέτουν όλα τα αμαρτήματα τους ενώπιον του Πνευματικού;• ό Έχουν την ορθή πεποίθηση και βαθιά πίστη πώς όσα πουν θα συγχωρηθούν, θα σβηστούν, θα εξαφανιστούν, ωσάν να μη συνέβησαν ποτέ- στην ζωή τους.


Ή δύναμη του Μυστηρίου της  Εξομολογήσεως χαρίζει στον καθένα πού ευσυνείδητα εξομολογείται, την εσωτερική πληροφορία ότι είναι φίλος τού Θεού και αγαπητός αδελφός των Αγίων. Αποκτά δέ την παρρησία προς τον Θεό, το βασικό γνώρισμα των Αγίων.

Βέβαια υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις, όπου οι πιστοί αντιμετωπίζουν επιπόλαια το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Έτσι φεύγουν από το Εξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθυμοι και στεναχωρημένοι παρά αναπαυμένοι. Δεν φταίει όμως για αυτό το Μυστήριο, αλλά οι ίδιοι οι όποιοι προσέρχονται τυπικά και κατ` έθιμο μόνο στις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία και έμπρακτη εκδήλωση μετανοίας. Γι' αυτό βλέπουμε αρκετούς, επειδή προσέρχονται επιφανειακά στο Μυστήριο, να έχουν την ψευδαίσθηση ότι πηγαίνουν για συζήτηση και προσωπική προβολή. Δεν προηγείται καμιά προσευχή, περισυλλογή και αυτοκριτική. Κατά την διάρκεια του Μυστηρίου, διακρίνονται για τον εγωισμό τους, ό όποιος εκδηλώνεται

 με αίσθημα υπεροχής. Δεν διστάζουν να υποκρίνονται και να παρουσιάζονται ως δήθεν ευσεβείς. Προβάλλουν ανύπαρκτες αρετές και καταγγέλλουν ή κατηγορούν τούς συνανθρώπους τους. Μιλούν με γενικότητες και αοριστολογίες και καταφεύγουν σε άσχετες ιστορίες. Όταν αποφασίσουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, εκφράζουν παράπονα, για να αύτοδικαιωθούν ή να δικαιολογηθούν. Όταν επιτέλους μιλήσουν για τις δικές τους αμαρτίες, περιορίζονται στα μικρά και ασήμαντα και αποκρύπτουν με επιμέλεια τα μεγάλα και σοβαρά, δήθεν για να μη εκτεθούν στον Πνευματικό και χάσει την καλή ιδέα πού έχει γι' αυτούς. Έτσι λόγω της ανειλικρίνειας τους, φεύγουν ασυγχώρητοι και λυπημένοι.

Άλλοι, πάλι, για να εντυπωσιάσουν, κατά την εσφαλμένη γνώμη τους, τον Πνευματικό, ότι τάχα έχουν φθάσει σε μεγάλα ύψη αρετής, μιλούν για οράματα και οπτασίες. Στην υπόδειξη του Πνευματικού να μη δίνουν σημασία και να μη επιζητούν αυτά, διαμαρτύρονται και εξανίστανται παρακούοντας τις συμβουλές του ή κατακρίνοντας τον εσωτερικά ότι δεν έχει ό Ίδιος παρόμοιες δήθεν πνευματικές εμπειρίες, γινόμενοι έτσι παίγνιο των πονηρών πνευμάτων.


Αυτοί πού επιπόλαια εξομολογούνται, δεν γνωρίζουν τί σημαίνει ελεύθερη υπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημα τους είναι ή εκτέλεση του ιδίου θελήματος. Εφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικής ζωής και δεν επιδέχονται καμία νουθεσία. Ό δέ Πνευματικός κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως αντιλαμβάνεται την αμετανοησία τους και την έλλειψη αγαθής διαθέσεως έκ μέρους τους. Αποκορύφωμα της υποκρισίας τους είναι ό εμπαιγμός του Ί. Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. Προσποιείται τον ευσεβή. Πηγαίνει δήθεν για να καταθέσει τις αμαρτίες του, αλλά δεν ανέχεται τις παρατηρήσεις και δεν ακολουθεί τις οδηγίες του Πνευματικού.

Επειδή ό εξομολογούμενος απωθεί τα αισθήματα της ένοχης, μη θέλοντας να παραδεχθεί τα σφάλματα του, τα μεταβιβάζει στους άλλους και εκφράζει προσωπικά παράπονα πού έχει γι' αυτούς, αλλά και για τον Ίδιο τον Πνευματικό του. Τολμά μάλιστα να ελέγχει τον Πνευματικό για τις απόψεις και τις θέσεις του πάνω σε διάφορα θέματα, τα οποία είναι άσχετα με το Μυστήριο της 'Εξομολογήσεως.


Ή δύναμη του Ί. Μυστηρίου της Εξομολογήσεως είναι ανυπολόγιστη. Δεν επενεργεί όμως πάνω μας χωρίς την δική μας ελεύθερη συνεργασία. Να έχουμε συναίσθηση της ιερότητας του Μυστηρίου και να προσερχόμαστε σε αυτό με βαθιά ταπείνωση, ειλικρίνεια και συντετριμμένη καρδιά. Μόνο όσοι βιώνουν την μετάνοια και εξομολογούνται πλήρως και τελείως τις αμαρτίες τους φεύγουν αναπαυμένοι, χαρούμενοι και ειρηνικοί, με το Άγιο Πνεύμα να τούς επισκιάζει. Όσοι νομίζουν ότι ξεγελούν τον Πνευματικό, γελιούνται οι ίδιοι, παίζοντας θέατρο και εξοργίζοντας τον Θεό. 'Αν συνεχίσουν με αυτή την λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχώς από την παρούσα ζωή αμετανόητοι προς αιώνια απώλεια.

Ας παρακαλέσουμε λοιπόν θερμά τον Κύριο, ώστε "τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής ημών εν ειρήνη και μετάνοια έκτελέσαι"».

Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2013

"Ήταν ένας δόκιμος μοναχός, ό όποιος..."


       Ο μακαριστός π. Μάρκελλος Καρακαλλινός, διηγείται:  
     "Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι Ή πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει  και τη νύκτα πριν  την ημέρα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει Ένα τρομερό όραμα: Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε. Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.

-           Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;
-           Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.
Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο  μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους
διαδρόμους. Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει

-           Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το  φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.
-           Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια  αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιά σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν  φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.

        Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω!.. Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε! Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.
-           Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί
κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;


-           Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!: Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε. Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.

-           Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;
-           Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.
Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά
πού έχουμε εδώ στο  μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους
διαδρόμους. Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει

-           Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το  φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.
-           Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια  αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιά σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν  φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.

        Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω!.. Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε! Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.
-           Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί
κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;
-           Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε! "


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου